Jump to content

Εν Αρχή Ην Ο ...ποιητικός Λόγος!


tik-tak

Recommended Posts

εσεις που βρηκατε τον ανθρωπο σας/κι εχετε ενα χερι να σας σφιγγει τρυφερα/εναν ωμο ν ακουμπατε την πικρα σας/ ενα κορμι να υπερασπιζει την εξαψη σας/κοκκινισατε αραγε για την τοση ευτυχία σας/εστω και μια φορα?/είπατε να κρατησετε ενος λεπτου σιγη/για τους απεγνωσμενους?

ααααα ρε χριστιανοπουλε:) (τα χριστιανοπουλα λαλαλαλαλαααααααααα)χαχ...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • Απαντήσεις 415
  • Created
  • Last Reply

Κι' αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω -

αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·

όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,

ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,

η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

εις όποιο θέμα κι' αν περνώ, όποιαν ιδέα κι' αν λέγω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 3 weeks later...

"αποψε" (πουσκιν)

απόψε στον κατάμαυρο ουρανό

τα σύννεφα κηδεύουν το φεγγάρι

μέσα στα σάβανά τους το χουν πάρει

και το πηγαίνουν πίσω απ το βουνό...

θα'ναι το κοιμητήρι του εκεί

και θάβουνε τ αστέρια που έχουν πέσει

απο των ουρανών,ψηλά,τη μέση

για κάποια αιτία πικρή και μυστική...

ο αγέρας ψαλμωδεί θρηνητικά

κι η νύχτα με πικρία σταυροκοπιέται

πίσω απο την πομπή θαρρείς κρεμιέται

η τύχη τ' ουρανού απελπιστικά.

και μεσ' απ' το σκοτάδι το βαθύ

φτάνει κάποια αστραπή,σωστό μαχαίρι

και δίχως το γιατί κανείς να ξέρει

έχει μες την καρδιά μου καρφωθεί...

post-4595-1202859121_thumbjpg

post-4595-1202859258_thumb.jpg

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

emarup

Οταν βάζεις μεταφρασμένη ποίηση παιδί μου πρέπει να γράφεις και το όνομα του μεταφραστή για να είσαι εντάξει δεοντολογικά. Αυτό του Πούσκιν που έβαλες πάω στοίχημα ότι είναι μετάφραση Γ. Κοροπούλη.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

το σκεφτηκα βρε ινβιτρο αλλα δεν εβρισκα το βιβλιο και το αντεγραψα απο εκει που το ειχα αντιγραψει πιο παλια,κατι σημειωσεις μου..:)

παρολο που ειχα προσεξει το ονομα γιατι μου αρεσαν οι μεταφρασεις του (καλα οχι συγκριτικα με τα πρωτοτυπα χα :P ρωσικα στην επομενη ζωη...) δεν τον θυμαμαι ,πιθανοτατα να ειναι αυτος που αναφερεις... θα επιβεβαιωσω οταν το βρω... ;)

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Φοβερή ιδέα το θέμα για την ποίηση από την tik-tak. Η ποίηση είναι πολύ σημαντική στη ζωή ορισμένων ανθρώπων. Η ποίηση ή σε συνεπαίρνει ή απλά δεν την καταλαβαίνεις. Ευτυχώς ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Έχω κυριολεκτικά ανατριχιάσει με πολλά ποιήματα με αυτό που ήθελαν να πουν, και κυρίως με τον τρόπο που το λένε. Είναι πολύ δύσκολο -πολύ εύκολο εν τούτοις για μερικούς- να αποδώσεις ένα νόημα με περισσό συναίσθημα με λίγες λέξεις που δεν απευθύνονται μόνο στο κομμάτι του μυαλού σου που κατανοεί νοήματα. Τέλος πάντων, ας μη γράψω και έκθεση, ξέρετε τι θέλω να πω.

Λέει η Κική Δημουλά στο νεκρό άντρα της:

Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά

εσύ κι ο θάνατος εκείνου του ονείρου.

Το στερνοπαίδι όνειρο.

Απ' όσα είχα το πιο φρόνιμο.

Ξεθολωμένο, πράο, συνεννοητικό.

Όχι και τόσο βέβαια ονειροπόλο

αλλά ούτε και φθηνά χαμηλωμένο,

όχι σουδάριο κάθε γης.

Πολύ οικονόμο όνειρο,

σε ένταση και λάθη.

Από τα όνειρα που ανάθραψα

το πιο πονετικό μου: να μη

γερνάω μόνη.

Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά

εσύ κι ο θάνατός του.

Δίνε του χαιρετίσματα, πες του να ρθει

κι αυτό μαζί εξαπαντός όταν συναντηθούμε

εκεί, στην τελετή απονομής απωλειών.

Όσο δε ζεις, να μ' αγαπάς.

Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον.

Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ' αυτό.

Όσο δε ζεις να μ' αγαπάς.

Διότι νέα σου δεν έχω.

Και αλίμονο αν δε δώσει

σημεία ζωής το παράλογο.

Αυτό για ό,τι αγαπήσαμε και δεν είναι κοντά μας, για οποιοδήποτε λόγο.

Ντελιριακο...κ ανατριχιαστικο συναμα emconfused

πω-πω, πολυ ωραιο...

Επεστρεφε συχνα κ παιρνε με,

αγαπημενη αισθησις επεστρεφε και παιρνε με-

οταν ξυπνα του σωματος η μνημη,

κι επιθυμια παλια ξαναπερνα στο αιμα'

οταν τα χειλη και το δερμα ενθυμουνται,

κι αισθανονται τα χερια σα ν'αγγιζουν παλι.

Επεστρεφε συχνα και παιρνε με τη νυχτα,

οταν τα χειλη και το δερμα ενθυμουνται...

Κ.ΚΑΒΑΦΗΣ

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΕΝΑΡΕΤΟς ΜΟΝΑΧΟς {πωλ ελυαρ [απόδοση Γ.καραβασίλη]}

Θα ονομασω το μέτωπό σου

θα το κάνω πυρά στην κορφή των λυγμών σου

θα ονομάσω ανταύγεια τον πόνο που σε σφάζει

σαν ξίφος σε κουρτίνα μεταξένια

Θα σε συντρίψω μυστικέ κήπε

γεμάτε παπαρούνες και αθάνατο νερό

θα σε δέσω στο μαστίγιό μου

δεν είχες στην καρδιά σου άλλο από υπόγειες λάμψεις

δε θα χεις πια στα βλέφαρά σου παρά αίμα

Θα ονομάσω το στόμα σου και τα χέρια σου

το στόμα σου ηχώ εκφυλισμένη τα χέρια σου δεκάρες μολυβένιες

θα σπάσω τα σκουριασμένα κλειδιά που προστάζουν

Αν πρέπει κάποτε βαθιά να ηρεμήσω

κι αν πρέπει να λησμονήσω πως δεν ήξερα να νικώ

τουλάχιστον γνώρισες το μεγαλείο του μίσους μου.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΠΕΜΠΤΗ

την είδα να πεθαίνει πολλές φορές

καποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου

κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου

κάποτε μόνη της,γυμνή'

έτσι έζησε κοντά μου.

Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα

και περιμένω.

Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική

όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα

που καθώς λένε τα χουμε ξεπεράσει'

κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί

δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)

σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει

μια νυχτα κοντά σ ένα πεύκο'

γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα

μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά

πίνοντας απαλά την πίκρα τους,

κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια

πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου.

Πέρασαν όλα αυτά βαριά και τελειωτικά

σαν τις μαούνες με τα ξεθωριασμένα ονόματα

"ελένη της σπάρτης", "τύραννος", "gloria mundi"

πέρασαν κάτω απο τα γιοφύρια πέρα απ τις καπνοδόχες

με δυο σκυφτους ανθρώπους στην πλώρη και στην πρύμη

γυμνούς ως τη μέση'

πέρασαν, δεν ξεχωρίζω τίποτε, μέσα την πρωινή καταχνιά

μόλις ξεχώριζαν τ' αρνιά κουλουριασμένα μηρυκάζοντας

ουτε τη νύχτα ξεχωρίζει το φεγγάρι πάνω απ' τον ποταμό

που περιμένει'

μόνο εφτά λόγχες βυθισμένες στο νερό

στεκάμενο και χωρίς αίμα

και κάποτε στις πλάκες φωτισμένες θλιβερά

κάτω απ' τον πύργο τον αλλήθωρο

ζωγραφιστός με κόκκινο και κίτρινο μολύβι

δείχνοντας την πληγή του ο Ναζωραίος.

"Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά.

Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά"

Βουλιάζει κι η φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού'

το θέλημά σου, γύρεψα το θέλημά σου.

(σεφέρης)

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 2 weeks later...

Διαβαζα τα τελευταια posts και ειδα κατι για τον Νικο Καρουζο, γι'αυτο θα θελα να αναφερω ποσο τεραστιος ειναι και ποσο εχει αδικηθει. Ευτυχως νομιζω πλεον αρχιζει και αναγνωριζεται.Μετα το θανατο του βεβαια.Ειναι πολυ δυσκολος και δυσνοητος ειδικα για καποιον που δεν εχει ασχοληθει πολυ με την ποιηση. Αν και ισως αυτο που εχει πιο πολυ σημασια ειναι τα συναισθηματα που δημιουργει η αναγνωση ενος ποιηματος τελικα και οχι η πληρης 'αποσαφηνιση' του νοηματος του. Επισης ηθελα να πω οτι καλο ειναι να κανουμε copy paste διαφορα ποιηματα, αλλα θα 'ταν πιο ενδιαφερον να γινοταν και καποια συζητηση πανω στην ποιηση.Ανταλλαγη αποψεων πανω σε μια εκφραση της τεχνης που τοσο εχει περιθοριοποιηθει πια...Παραθετω και ενα μικρο αποσπασμα του Καρουζου.

Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΜΑΣ

Οταν ζεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς

έρχονται βράδια να γυρέψει από δαύτο κι ο φτωχός κι ο πλούσιος

κι όπως κυλάει ζεστό μέσα μας και βάλσαμο

κ' ευωδιάζουν τα σπλάχνα κι αρμονίζονται

φέρνοντας κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας με τα

χνούδια της

ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη την ειρήνη

έτσι κι ο Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυσμένος

μονάχα η μέσα φλόγα που λιώνει την αφή

κι ο Θεός γυμνοπόδης εν' αρνί στον αέρα

ψηλά στο δέντρο της βυσσινιάς το καιόμενο πέρα στη δύση.

Α τι φριχτό που είναι το νερό ένα τίποτα κι ο αόρατος

μας έτυχε καθώς το μαχαίρι στο λαίμο του κόκορα.

Το Πρωί Και Το Βράδυ

(Μ.Σαχτούρης)

Το πρωί

βλέπεις το θάνατο

να κοιτάζει απ' το παράθυρο

τον κήπο

το σκληρό πουλί

και την ήσυχη γάτα

πάνω στο κλαδί

έξω στο δρόμο

περνάει

τ' αυτοκίνητο-φάντασμα

ο υποθετικός σωφέρ

ο άνθρωπος με τη σκούπα

τα χρυσά δόντια

γελάει

και το βράδυ

στον κινηματογράφο

βλέπεις

ό,τι δεν είδες το πρωί

το χαρούμενο κηπουρό

το αληθινό αυτοκίνητο

τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι

ότι δεν αγαπάει το θάνατο

ο κινηματογράφος

*******************

και "έμεινα" διαβάζοντας το παρακάτω ποιήμά του....

ένα ποίημα-καταγγελία...γιατί και ο χώρος

της τέχνης και του πνεύματος έχει τις συντεχνίες του....

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ

Καημένε Νίκο

τί ζωή ήταν κι αυτή

κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες

οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου

όμως εσύ καλά έκανες

έπινες τα ουζάκια σου

κι όλους αυτούς τους μούντζωνες

και πριν να φύγεις

πρόφτασες κι αρπάχτηκες

από ένα κάτασπρο σύννεφο

από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό

κοιτάζεις

την αθανασία σου

Ο Κατσίμπαλης ήταν μαζί με το Θεοτόκη και άλλον έναν (νομίζω το Δημαρά)

η τριάδα των ισχυρών ανδρών των γραμμάτων,είχαν το περιοδικό "Νεα γράμματα"

και όποιοι ποιητές κατάφερναν να περάσουν τις σελίδες του είχαν συνήθως και

ευνοϊκή μετέπειτα πορεία. Ο Κατσίμπαλης προωθούσε ποιητές (χαρακτηριστικό

είναι το γεγονός οτι μετά την δημοσιεύση της πρωτης ποιητικής συλλογής του Σεφέρη

δεν έγινε απλώς κριτική ,αλλά γράφτηκε ολοκληρο βιβλίο για την ποιητική του

πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή...και αυτό κατοπιν κινήσεων του Κατσίμπαλη...επίσης,"πιέστηκε"

κι ο Παλαμάς να κάνει κριτική, ο οποίος , όμως, φρόντισε να μη φανεί ενθουσιώδης,κράτησε τις

επιφυλάξεις του προσμένοντας σε άλλα δείγματα έργου.Όχι οτι δεν άξιζε ο Σεφέρης...προς Θεού!...αλλά

άλλοι είχαν πέρα από τις δυνατότητές τους , καλές P.R. και άλλοι όχι,όπως π.χ.

ο Καζαντζάκης , ο Ρίτσος, --ακόμη κι ο Καβάφης--που "πολεμήθηκαν" από τους ανωτέρω...)

Φιλε εισαι σωστος. Αθανατη Ελλαδα με τις συντεχνιες σου. Ουτε στην τεχνη δεν υπαρχει αξιοκρατια. Αλλα τουλαχιστον εκει θα αναγνωριστεις(?). .καποια στιγμη.Και τοτε θα μεινεις αθανατος. Γιατι η τεχνη απευθεινεται σε εκεινο το κομματι του εγκεφαλου του ανθρωπου που δεν χαλιναγωγειται.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 2 weeks later...
emarup

Οταν βάζεις μεταφρασμένη ποίηση παιδί μου πρέπει να γράφεις και το όνομα του μεταφραστή για να είσαι εντάξει δεοντολογικά. Αυτό του Πούσκιν που έβαλες πάω στοίχημα ότι είναι μετάφραση Γ. Κοροπούλη.

τελικα η αποδοση ειναι του γιαννη αηδονοπουλου....

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

για την Ποίηση, τον Ποιητή

του γιώργου δουατζή

τη θρησκεία μου ονόμασαν Ποίηση.

εκεί δεν έχει θεούς. μόνο πίστη.

κάθε πρωί τον φυλάκιζαν. εκείνος

έφτιαχνε σκάλες πανύψηλες με στίχους.

ως τον ουρανό πανύψηλες. και κάθε

σούρουπο τον έβρισκαν ανάμεσά τους, να

μοιράζει φωτοστέφανα στους αδύναμους.

Ποίηση σκληρή και ανελέητη, αγαπημένη.

πόσες σπονδές χωράνε ακόμα τα ιερά

σου?

Ποίηση. σκυτάλη που δεν φθάρηκε ποτέ,

νοτισμένη από χιλιάδες ανθρώπινες

ψυχές.

κι η Ποίηση, το μεγαλύτερο, το πιο βαθύ,

το μέγα έως θανάτου πάθος.

ευλογία, να μπορείς να πετάξεις με ένα

χαρτί και ένα μολύβι.

βαθύ ενσυνείδητο σχίσμα εαυτού. του

Ποιητή και του ανθρώπου της επιβίωσης.

ρώτα τις νύχτες ...

πήρε τα χαρτιά του ο άνεμος και πάγωσε

έτσι γυμνός.

εύθραυστα μολύβια, μεταγγίζουν το

βάρος της καρδιάς σε λευκά χαρτιά.

τι μεθύσια υπέροχα χωρίς αλκοόλ ...

η ποίηση ήταν το δεκανίκι για να περάσει

απέναντι.

δεν άφησα παρά χάρτινους απογόνους.

γιατί γράφεις? ρώτησε. εσύ γιατί αναπνέεις? απάντησα.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Η φύση στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

(http://www.servitoros.gr/education/view.php/58/1013/)

«Αστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια

οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λαδί πάνω στην πληγή,

πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό στον ουρανίσκο,

πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου...»

(Μυθιστόρημα Ζ΄- Νοτιάς)

«Ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως...

Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες

ο ύπνος σε μετακινούσε.....»

(Μυθιστόρημα ΙΕ΄)

«Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας

τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας...

Πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως

κάτω από τα φύλλα εκείνου του πλάτανου

και μάθε ταυ να μελετά τα δέντρα...»

(Μυθιστόρημα ΙΖ΄-Αστυάναξ)

«Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.

Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,

δεν έχω άλλη συντροφιά...»

(Μυθιστόρημα ΙΚ')

«Όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου...

Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;»

(Μυθιστόρημα Κ΄- Ανδρομέδα)

«Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή...»

(Σαντορίνη)

«Είδα μέσα στη νύχτα

τη μυτερή κορυφή του βουνού,

είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο

με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού...

Τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα,

τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου...»

(Μυκήνες)

«Τ' αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους...»

(Παντουμ)

«Από τα πεύκα μία κίνηση τρέχει, προς τη θάλασσα...»

(Περιγραφή)

«Καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού...»

(Με τον τρόπο του Γ.Σ.)

«Πάνω στο πράσινο χορτάρι

είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες άγγελοι...»

(Hampstead)

«Μ' άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα

νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο

πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο

με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά

του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν

γύρω στο κορμί μου...»

(Παιδί)

«Σα να 'βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι

και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου...

Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αι-Νικόλα» ονειρεύτηκα

μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.»

(Έφηβος)

«Στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη πλάι στη

τα κόκκινα χείλια της

κοιτάζοντας τα χελιδονόψαρα...»

(Παλλικάρι)

«Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία πράσινους κάμπους

που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο

με το σπόρο, μέσα σε μίαν ακαταμάχητη υγρασία, πλατάνια

και έλατα, λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και

κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους...

Είναι, καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά

σε μία θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί

έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ,

ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα

περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο,

τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται δέρμα και χείλια.

Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο...»

(Αντρας)

«Κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί

δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)

σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει

μία νύχτα κοντά σ' ένα πεύκο

γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα

μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά

πίνοντας απαλά την πίκρα τους,

κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια

πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου»

(Πέμπτη)

«Κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά

σε βούρλα και σε καλάμια νησιά

που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει

ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα

που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου

σαν είμαι κουρασμένος -δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα...

Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι

λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου

λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή...»

(Ένας λόγος για το καλοκαίρι)

«Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού

η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια...

Ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλαγίασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς...

Σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια...

Κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

που στάθηκε μία αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου...»

(Επιφάνια, 1937)

«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο

τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση

κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια

κι όμως σαν ήμουνα παιδί

έπαιζα πάνω στο χορτάρι

κάτω από τους μεγάλους ίσκιους

κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές

ώρα πολλή λαχανιασμένος...»

(Ο γυρισμός του ξενιτεμένου)

«Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου

εδώ είναι τα τρεχούμενα νερά εδώ είναι ο κήπος

εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια

και κουδουνίζουνε στ' αυτιά ενός βρέφους

και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου

ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ' το φως»

(Πρωί)

«Και ταξιδεύαμε ανάμεσα σ' ακρογιαλιές νησιών γυμνές

σαν κόκαλο ψαριού παράξενο στην άμμο

κι ήταν ολάκερος ο ουρανός ένα μεγάλο φτερό περιστεριού

μ' ένα ρυθμό σιωπής...»

(Les anges sont blancs)

«Στάσου διαβάτη μπροστά στην ήσυχη λίμνη...

Τώρα μπορείς να κοιτάξεις με γαλήνη τους κύκνους

δες τους, είναι κάτασπροι σαν τον ύπνο της νύχτας...»

(Η απόφαση της λησμονιάς)

«Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά

στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας

στ' άγγιγμα του νερού...

Κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει

ο χείμαρρος του ήλιου...»

(Ο βασιλιάς της Ασίνης)

«Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,

κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες...»

(Κίχλη, Β΄- Το ραδιόφωνο)

«Καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες

πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια...

Βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες»

(Κίχλη, Γ' - Το φως)

«Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους...

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ' είναι θεός; τ ι μη θεός; και τι τ' αναμεσό τους;»

(Ελένη)

«Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,

δέσε γερά το στήθος σου

και βρες σπηλιά και βρες μονιά

κρύψε το λύχνο σου...»

(Αγιανάπα, Β')

«Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά

κι από την άλλη το νέο φεγγάρι

απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.

Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας

κατακλυσμός της ζωής...

(Θερινό ηλιοστάσι, Α')

«Η λεύκα στο μικρό περιβόλι

η ανάσα της μετρά τις ώρες σου

μέρα και νύχτα

κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.

Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της

σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.

Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα

έπειτα μάρμαρα και φωταψίες

κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.

Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει

σαν έρχεται να πιει

κι ακούς καμιά φορά φωνή της δεκοχτούρας...»

(Θερινό ηλιοστάσι, Ζ')

«Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής

υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.»

(Θερινό ηλιοστάσι, Θ')

".....μήπως δεν είμαι η θάλασσα?....."

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

First Day at School - Roger McGough

A millionbillionwillion miles from home

Waiting for the bell to go. (To go where?)

Why are they all so big, other children?

So noisy? So much at home they

Must have been born in uniform

Lived all their lives in playgrounds

Spent the years inventing games

That don't let me in. Games

That are rough, that swallow you up.

And the railings.

All around, the railings.

Are they to keep out wolves and monsters?

Things that carry off and eat children?

Things you don't take sweets from?

Perhaps they're to stop us getting out

Running away from the lessins. Lessin.

What does a lessin look like?

Sounds small and slimy.

They keep them in the glassrooms.

Whole rooms made out of glass. Imagine.

I wish I could remember my name

Mummy said it would come in useful.

Like wellies. When there's puddles.

Yellowwellies. I wish she was here.

I think my name is sewn on somewhere

Perhaps the teacher will read it for me.

Tea-cher. The one who makes the tea.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Ετσι μιλω για σενα και για μενα

Επειδη σ'αγαπω και στην αγαπη ξερω

Να μπαινω σαν Πανσεληνος

Απο παντου, για το μικρο σου ποδι μες στ'αχανη σεντονια

Να μαδαω γιασεμια- κι εχω τη δυναμη

Αποκοιμισμενη, να φυσω να σε πηγαινω

Μεσ'απο φεγγερά περασματα και κρυφες της θαλασσες στοες

Υπνωτισμενα δεντρα με αραχνες που ασημιζουνε

Ακουστα σ'εχουν τα κυματα

Πως χα'ι'δευεις, πως φιλας

Πως λες ψιθυριστα το "ι" και το "ε"

Τριγυρω στο λαιμο στον ορμο

Παντα εμεις το φως κι η σκια

Παντα εσυ τ'αστερακι και παντα εγω το σκοτεινο πλεουμενο

Παντα εσυ το λιμανι κι εγω το φαναρι το δεξια

Το βρεγμενο μουραγιο και η λαμψη επανω στα κουπια

Ψηλα στο σπιτι με τις κληματιδες

Τα δετα τριανταφυλλα, το νερο που κρυωνει

Παντα εσυ το πετρινο αγαλμα και παντα εγω η σκια που μεγαλωνει

Το γερτο παντζουρι εσυ, ο αερας που το ανοιγει εγω

Επειδη σ'αγαπω και σ'αγαπω

Παντα εσυ το νομισμα κι εγω η λατρεια που το εξαργυρωνει:

Τοσο η νυχτα, τοσο η βοη στον ανεμο

Τοσο η σταλα στον αερα, τοσο η σιγαλια

Τριγυρω η θαλασσα η δεσποτικη

Καμάρα τ'ουρανου με τ'αστρα

Τοσο η ελαχιστη σου αναπνοη

Που πια δεν εχω τιποτε αλλο

Μες στους τεσσερις τοιχους, το ταβανι, το πατωμα

Να φωναζω απο σενα και να με χτυπα η φωνη μου

Να μυριζω απο σενα και ν'αγριευουν οι ανθρωποι

Επειδη το αδοκιμαστο και το απ'αλλου φερμενο

Δεν τ'αντεχουν οι ανθρωποι κι ειναι νωρις, μ'ακους

Ειναι νωρις ακομη μες στον κοσμο αυτον αγαπη μου

Να μιλω για σενα και για μενα.

Απο "το μονογραμμα" του Οδυσσεα Ελυτη

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

les auteurs de A a' Z

florile'ge de la poe'sie francaise

ειναι να ξοδευεις ατελειωτες ωρες αλλα δυστυχως δε βρηκα την αντιστοιχη ιστοσελιδα στα αγγλικα..

τεσπα οσοι ξερετε γαλλικα κι εχετε χρονο(αυτο πια ειναι ζητουμενο) και διαθεση αξιζει..

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Από δω που αισθάνομαι δεν φαίνεται θάλασσα.

Όμως υπάρχει.

Ακούω προσαράξεις διαπιστώσεων

παφλασμούς κι εκτόπισμα καπνού που προκαλούν

στο πέρασμά τους μεγαθήρια αποκαΐδια.

Δεν φαίνεται καθόλου.

Τώρα αν λίγο μετακινηθώ από την άποψή μου

συρθώ στο γούπατο εκεί όπου ρεμβάζει η ολιγάρκεια

ίσως σε κάποιο άνοιγμα των συμπληγάδων χρόνων

κάποια γαλαζωπή ανατριχίλα του ελάχιστου

προφτάσει να φανεί.

Αλλά εγώ είμαι πια σε ρήξη με το λίγο.

Δεν φτάνει που είναι τόσο

κάθε φορά μού καταπλέει και λιγότερο.

Πότε πως κέρασε καφέ κάποιο παλιό πελάτη

έδωσε κατιτί και στο παιδί που το μετέφερε

άλλοτε πως το δάγκωσε ένα όνειρο

και του ‘λειπε ολόκληρο κομμάτι

χρώσταγε νοίκια μαζεμένα στην εμπιστοσύνη

ε, τι είναι ο κάβουρος τι είναι το ζουμί του.

Έτσι που το πάει μια μέρα δεν θα ‘ρθει καθόλου.

Αυτό το καθόλου προγεύομαι τώρα

και δεν φαίνεται η θάλασσα.

[Κική Δημουλά - "Η επιτάχυνση του βαθμιαίου"]

post-32-1206869380_thumbjpg

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 2 weeks later...

The Burial of the Dead (T.S. Eliot)

April is the cruellest month, breeding

Lilacs out of the dead land, mixing

Memory and desire, stirring

Dull roots with spring rain.

Winter kept us warm, covering

Earth in forgetful snow, feeding

A little life with dried tubers.

Summer surprised us, coming over the Starnbergersee

With a shower of rain; we stopped in the colonnade,

And went on in sunlight, into the Hofgarten,

And drank coffee, and talked for an hour.

Bin gar keine Russin, stamm' aus Litauen, echt deutsch.

And when we were children, staying at the archduke's,

My cousin's, he took me out on a sled,

And I was frightened. He said, Marie,

Marie, hold on tight. And down we went.

In the mountains, there you feel free.

I read, much of the night, and go south in the winter.

What are the roots that clutch, what branches grow

Out if this stony rubbish? Son of man,

You cannot say, or guess, for you know only

A heap of broken images, where the sun beats,

And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,

And the dry stone no sound of water. Only

There is shadow under this red rock,

(Come in under the shadow of this red rock),

And I will show you something different from either

Your shadow at morning striding behind you

Or your shadow at evening rising to meet you;

I will show you fear in a handful of dust.

Frish weht der Wind

Der Heimat zu

Mein Irisch Kind,

Wo weilest du?

"You gave me hyacinths first a year ago;

They called me the hyacinth girl."

--Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,

Your arms full, and your hair wet, I could not

Speak, and my eyes failed, I was neither

Living nor dead, and I knew nothing,

Looking into the heart of light, the silence.

Oed' und leer das Meer.

Madame Sosostris, famous clairvoyante,

Had a bad cold, nevertheless

Is known to be the wisest woman in Europe,

With a wicked pack of cards. Here, said she,

Is your card, the drowned Phoenician Sailor,

(Those are pearls that were his eyes. Look!)

Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,

The lady of situations.

Here is the man with three staves, and here the Wheel,

And here is the one-eyed merchant, and this card,

Which is blank, is something he carries on his back,

Which I am forbidden to see. I do not find

The Hanged Man. Fear death by water.

I see crowds of people, walking round in a ring,

Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,

Tell her I bring the horoscope myself:

One must be so careful these days.

Unreal City,

Under the brown fog of a winter dawn,

A crowd flowed over London Bridge, so many,

I had not thought death had undone so many.

Sighs, short and infrequent, were exhaled,

And each man fixed his eyes before his feet.

Flowed up the hill and down King William Street,

To where Saint Mary Woolnoth kept the hours

With a dead sound on the final stroke of nine.

There I saw one I knew, and stopped him, crying: "Stetson!

You who were with me in the ships at Mylae!

'That corpse you planted last year in your garden,

'Has it begun to sprout? Will it bloom this year?

'Or has the sudden frost disturbed its bed?

O keep the Dog far hence, that's friend to men,

'Or with his nails he'll dig it up again!

'You! Hypocrite lecteur!---mon semblable,--mon frere!'

http://members.chello.nl/~a.vanarum8/EliotProject/

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

BERTOLT BRECHT

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Όταν μέσα στ’ όνειρό του

επάτησε το πόδι του στην καλύβα των εξορίστων

ποιητών, που ’ναι δίπλα στην καλύβα όπου μένουν οι εξόριστοι

δάσκαλοι (κι απ’ όπου άκουγε καβγάδες ανάμικτους

με γέλια) πρόβαλε στην πόρτα της εισόδου

ο Οβίδιος και τού ’πε με φωνή μισοσβηστή:

«Μη βιαστείς καλύτερα να κάτσεις. Δεν έχεις ακόμα

πεθάνει. Πού να ξέρουμε αν εσύ μετά δεν θέλεις

να γυρίσεις πίσω; Και δή

δίχως ν’ αλλάξει τίποτε άλλο

πάρεξ εσύ ο ίδιος.» Με βλέμμα παραμυθητικό πλησίασε,

ωστόσο, ο Πο-Τσι-γι και είπε χαμογελώντας: «Το ζόρι

τα’ άξιζε να το τραβήξει όποιος, έστω

και άπαξ, την αδικία είπε αδικία.» Κι ο φίλος του

ο Του-φου συμπλήρωσε γαλήνιος:

«Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν είναι τόπος

η εξορία κατάλληλος για να ξεμάθεις

την υπεροψία.» Πιο χωμάτινος, όμως, τότε

ο ρακένδυτος Βιγιόν εσίμωσε για να τους διακόψει

ρωτώντας: «Πόσες πόρτες

έχει το σπίτι που μένεις;» Ο Δάντης τότε

έπιασε τον επισκέπτη τους απ’ το μανίκι,

τον επήρε παράμερα και τού ’πε μουρμουρίζοντας:

«Οι στίχοι σου είναι πήχτρα στα λάθη, φίλε!

Βάλε με τον νου σου μόνο

Πόσοι και ποιοι δεν σε γουστάρουν!»

Για να τους κράξει ο Βολταίρος από πιο πέρα:

«Τα φράγκα και τα μάτια σου! Ειδαλλιώς

θα σε ταράξουνε στην πείνα, ώσπου να ψοφήσεις!» –

«Ρίξε και κανά καλαμπούρι μέσα!» του φώναξε

ο Χάινε. «Άσ’ τα αυτά! – τι ωφελούν;!»

σιχτίρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Σαίξπηρ· «με το πού ήρθε

ο Ιάκωβος, μου απαγόρεψαν να ξαναγράψω…» –

«Για την ώρα της δίκης πάρε κανάν αληταρά

και στρεψοδίκη για συνήγορο», τόνε συμβούλεψε

ο Ευριπίδης, «που να ξέρει καλά τις τρύπες

που ’χει του νόμου η απόχη.» Τα γέλια

ούδ’ επί στιγμή δεν είχανε κοπεί, όταν

από τη σκοτεινότερη γωνιά του καλυβιού

ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Τί ’ναι τούτο ’δώ, ρε!

Αυτοί ξέρουν τους στίχους σου απέξω;!

Μα κι αν τους ξέρουνε, θα γλυτώσουν μήπως

τον κατατρεγμό;» – «Είναι

οι λησμονημένοι ποιητές –

τους ακούς;» είπε ο Δάντης χαμηλόφωνα·

«αυτωνών δεν αφανίστηκαν μονάχα τα κορμιά,

Μα και τα έργα.»

Τα γέλια ξάφνου κόπηκαν μαχαίρι.

Κανείς δεν τόλμησε

να γυρίσει να κοιτάξει κατά ’κεί.

Ο δε ονειρευόμενος επισκέπτης

είχε γίνει κίτρινος – κίτρινος

σαν το κερί.

αφιερωμένο σε οσους δεν έσκυψαν το κεφάλι

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –

ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.

Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.

Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,

φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,

συσκότιση παραπόνου,

παρηγοριὰ σπασμῶν.

Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,

ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Elm by Sylvia Plath

I know the bottom, she says. I know it with my great tap root:

It is what you fear.

I do not fear it: I have been there.

Is it the sea you hear in me,

Its dissatisfactions?

Or the voice of nothing, that was your madness?

Love is a shadow.

How you lie and cry after it

Listen: these are its hooves: it has gone off, like a horse.

All night I shall gallop thus, impetuously,

Till your head is a stone, your pillow a little turf,

Echoing, echoing.

Or shall I bring you the sound of poisons? (το τραγουδι των Shriekback faded flowers ξεκινα με τον στιχο αυτο...)

This is rain now, this big hush.(τιτλος τραγουδιου των Shriekback)

And this is the fruit of it: tin-white, like arsenic.

I have suffered the atrocity of sunsets.

Scorched to the root

My red filaments burn and stand, a hand of wires.

Now I break up in pieces that fly about like clubs.

A wind of such violence

Will tolerate no bystanding: I must shriek.(Shriekback--συγκροτημα φανερα επηρεασμενο απο την Sylvia Plath)

The moon, also, is merciless: she would drag me

Cruelly, being barren.

Her radiance scathes me. Or perhaps I have caught her.

I let her go. I let her go

Diminished and flat, as after radical surgery.

How your bad dreams possess and endow me.

I am inhabited by a cry.

Nightly it flaps out

Looking, with its hooks, for something to love.

I am terrified by this dark thing

That sleeps in me;

All day I feel its soft, feathery turnings, its malignity.

Clouds pass and disperse.

Are those the faces of love, those pale irretrievables?

Is it for such I agitate my heart?

I am incapable of more knowledge.

What is this, this face

So murderous in its strangle of branches? -

Its snaky acids hiss.

It petrifies the will. These are the isolate, slow faults

That kill, that kill, that kill.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Ειναι νωρις ακομη μες στον κοσμο αυτον, μ'ακους

Δεν εχουν εξημερωθει τα τερατα, μ'ακους

Το χαμενο μου αιμα και το μυτερο, μ'ακους

Μαχαιρι

Σαν κριαρι που τρεχει μες στους ουρανους

Και των αστρων τους κλωνους τσακιζει, μ'ακους

Ειμ'εγω, μ'ακους

Σ'αγαπω, μ'ακους

Σε κρατω και σε παω και σου φορω

Το λευκο νυφικο της Οφηλιας, μ'ακους

Που μ'αφηνεις, που πας και ποιος, μ'ακους

Σου κρατει το χερι πανω απ'τους κατακλυσμους

Οι πελωριες λιάνες και των ηφαιστειων οι λάβες

Θα'ρθει μερα, μ'ακους

Να μας θαψουν κι οι χιλιαδες υστερα χρονοι

Λαμπερα θα μας κανουν πετρωματα, μ'ακους

Να γυαλισει πανω τους η απονια, μ'ακους

Των ανθρωπων

Και χιλιαδες κομματια να μας ριξει

Στα νερα ενα-ενα, μ'ακους

Τα πικρα μου βοτσαλα μετρω, μ'ακους

Κι ειναι ο χρονος μια μεγαλη εκκλησια, μ'ακους

Οπου καποτε οι φιγουρες

Των Αγιων

Βγαζουν δακρυ αληθινο, μ'ακους

Οι καμπανες ανοιγουν αψηλα, μ'ακους

Ενα περασμα βαθυ να περασω

Περιμενουν οι αγγελοι με κερια και νεκρωσιμους ψαλμους

πουθενα δεν παω, μ'ακους

Ή κανεις ή κι οι δυο μαζι, μ'ακους

Το λουλουδι αυτο της καταιγιδας και, μ'ακους

Της αγαπης

Μια για παντα το καψαμε

Και δε γινεται ν'ανθισει αλλιως, μ'ακους

Σ'αλλη γη, σ'αλλο αστερι, μ'ακους

Δεν υπαρχει το χωμα, δεν υπαρχει ο αερας

Που αγγιξαμε, ο ιδιος, μ'ακους

Και κανεις κηπουρος δεν ευτυχησε σ'αλλους καιρους

Απο τοσον χειμωνα κι απο τοσους βοριαδες, μ'ακους

Να τιναξει λουλουδι, μονο εμεις, μ'ακους

Μες στη μεση της θαλασσας

Απο μονο το θελημα της αγαπης, μ'ακους

Ανεβασαμε ολοκληρο νησι, μ'ακους

Με σπηλιες και με καβους κι ανθισμενους γκρεμους

Ακου, ακου

Ποιος μιλει στα νερα και ποιος κλαιει- ακους?

Ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει- ακους?

Ειμ'εγω που φωναζω κι ειμ'εγω που κλαιω, μ'ακους

Σ'αγαπω, σ'αγαπω, μ'ακους.

Ειναι νωρις ακομη μες στον κοσμο αυτον, μ'ακους

Δεν εχουν εξημερωθει τα τερατα, μ'ακους

Το χαμενο μου αιμα και το μυτερο, μ'ακους

Μαχαιρι

Σαν κριαρι που τρεχει μες στους ουρανους

Και των αστρων τους κλωνους τσακιζει, μ'ακους

Ειμ'εγω, μ'ακους

Σ'αγαπω, μ'ακους

Σε κρατω και σε παω και σου φορω

Το λευκο νυφικο της Οφηλιας, μ'ακους

Που μ'αφηνεις, που πας και ποιος, μ'ακους

Σου κρατει το χερι πανω απ'τους κατακλυσμους

Οι πελωριες λιάνες και των ηφαιστειων οι λάβες

Θα'ρθει μερα, μ'ακους

Να μας θαψουν κι οι χιλιαδες υστερα χρονοι

Λαμπερα θα μας κανουν πετρωματα, μ'ακους

Να γυαλισει πανω τους η απονια, μ'ακους

Των ανθρωπων

Και χιλιαδες κομματια να μας ριξει

Στα νερα ενα-ενα, μ'ακους

Τα πικρα μου βοτσαλα μετρω, μ'ακους

Κι ειναι ο χρονος μια μεγαλη εκκλησια, μ'ακους

Οπου καποτε οι φιγουρες

Των Αγιων

Βγαζουν δακρυ αληθινο, μ'ακους

Οι καμπανες ανοιγουν αψηλα, μ'ακους

Ενα περασμα βαθυ να περασω

Περιμενουν οι αγγελοι με κερια και νεκρωσιμους ψαλμους

πουθενα δεν παω, μ'ακους

Ή κανεις ή κι οι δυο μαζι, μ'ακους

Το λουλουδι αυτο της καταιγιδας και, μ'ακους

Της αγαπης

Μια για παντα το καψαμε

Και δε γινεται ν'ανθισει αλλιως, μ'ακους

Σ'αλλη γη, σ'αλλο αστερι, μ'ακους

Δεν υπαρχει το χωμα, δεν υπαρχει ο αερας

Που αγγιξαμε, ο ιδιος, μ'ακους

Και κανεις κηπουρος δεν ευτυχησε σ'αλλους καιρους

Απο τοσον χειμωνα κι απο τοσους βοριαδες, μ'ακους

Να τιναξει λουλουδι, μονο εμεις, μ'ακους

Μες στη μεση της θαλασσας

Απο μονο το θελημα της αγαπης, μ'ακους

Ανεβασαμε ολοκληρο νησι, μ'ακους

Με σπηλιες και με καβους κι ανθισμενους γκρεμους

Ακου, ακου

Ποιος μιλει στα νερα και ποιος κλαιει- ακους?

Ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει- ακους?

Ειμ'εγω που φωναζω κι ειμ'εγω που κλαιω, μ'ακους

Σ'αγαπω, σ'αγαπω, μ'ακους.

Οδυσσεας Ελυτης

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Σε μια περιηγηση μου στο διαδυκτιο ψαχνοντας για βιβλια ποιησης επεσε το ματι μου στην εξης περιγραφη ενος βιβλιου με ποιηματα του ιταλου ποιητη Τσεζαρε Παβεζε : 'Τον Αύγουστο του 1950 ο Ιταλός συγγραφέας και ποιητής Τζεζάρε Παβέζε αυτοκτόνησε σ ένα ξενοδοχείο του Τορίνο. "Διάλεξε για να πεθάνει", έγραψε αργότερα η Ναταλία Γκίνζμπουργκ, "μία οποιαδήποτε μέρα εκείνου του φλογερού Αυγούστου. Και διάλεξε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου κοντά στο σταθμό, θέλοντας να πεθάνει στην πόλη του σαν ξένος".

Ο Παβέζε ήταν τότε σαράντα δύο ετών. Πριν προσθέσει το όνομα του στο μακρύ κατάλογο των ποιητών που κατέφυγαν στην αυτοχειρία, έγραψε δέκα μυθιστορήματα, δύο τόμους διηγημάτων, δύο ποιητικές συλλογές, ένα πλήθος λογοτεχνικών άρθρων και μεταφράσεων, και αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες των ιταλικών γραμμάτων.'

"στο μακρύ κατάλογο των ποιητών που κατέφυγαν στην αυτοχειρία" ξαναδιαβασα..Και μετα σκεφτηκα τον Βλαντιμιρ Μαγιακοφσκι, τη Συλβια Πλαθ ,το Σεργκει Γεσενιν, τους ελληνες Κ.Γ.Καρυωτακη και Ναπολεοντα Λαπαθιωτη και τοσους αλλους και προσπαθησα να καταλαβω τι συνδεει ολους τους αυτοχειρες ποιητες.Με την εννοια οτι ως σκεπτομενοι ,βαθυτατα συναισθηματικοι,στοχαστικοι και με κριτικο βλεμμα προς τον κοσμο διαφερουν απο τις αλλες περιπτωσεις αυτοκτονιων. Ισως ειναι η απογνωση και η απογοητευση που βιωσαν στις κοινωνιες που εζησαν σε προσωπικο αλλα και ευρυτερο επιπεδο.Και επισης το πραγματικα ισχυρο συναισθημα οτι δεν τους καταλαβαν ποτε.Σ αυτα που ειπαν,που εγραψαν, που ενιωσαν..Ειναι η ερωτικη τους ζωη που τις περισσοτερες φορες ηταν πολυταραχη και διχασμενη..Ειναι η ΑΔΙΚΙΑ που ενιωσαν..Και τελος αναρωτιεμαι αν η υστεροφημια προηγειται της αποτροπαιης πραξης στο μυαλο του ποιητη ή ειναι επακολουθο αυτης.Αυτο το τελευταιο περι υστεροφημιας ειναι που με ταλανιζει καιρο.Θελει πολυ θαρρος για να θυσιασεις τον εαυτο σου για να γινεις αθανατος.Αρκει βεβαια το εργο που αφηνει καποιος να αξιζει..

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Σύννεφο με παντελόνια

Τη σκέψη σας που νείρεται

πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας

σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές

σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,

εγώ θα την τσιγκλάω

επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.

Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα

ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου

κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.

Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,

ωραίος τραβάω, τραβάω

εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...

Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.

Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,

θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,

τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,

έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;

Ελάτε να σας δασκαλέψω,

εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,

εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων

κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας

σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε

θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος

-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-

θέλετε-

θα 'μαι η άχραντη ευγένεια

-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.


×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.