Jump to content

Εν Αρχή Ην Ο ...ποιητικός Λόγος!


tik-tak

Recommended Posts

....Τράβα μόνος σου κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σκοινί που ανεβάζει

το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα….

....η απόσταση ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι ανάμεσα στο ελάχιστό και το πολύ….

....το διαμάντι δεν είναι παρά προϊόν της μακρόχρονης και πεισματικής προσπάθειας ορισμένων ανθρώπων ν’ απαλείψουν το μαύρο μέρος της μοίρας τους. Εξού και είναι τόσο σπάνιο….

(Οδ. Ελύτης, συλλογή "εκ του πλησίον" )

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • Απαντήσεις 415
  • Created
  • Last Reply

ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Ι

Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν

Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε

Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε

Το αμετανόητο χέρι

Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.

II

Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας

Δίχως θύμηση

Με το δέντρο της αμίλητο

Προς τη θάλασσα

Ξεχάστηκε βραδιάζοντας

Δίχως φτερούγισμα

Με την όψη της ακίνητη

Προς τη θάλασσα

Βραδιάζοντας

Δίχως έρωτα

Με το στόμα της ανένδοτο

Προς τη θάλασσα

Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

III

Απόγευμα

Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση

Κι η στοργή των ανέμων του

Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του

Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε

Να μη φεύγει

Όλα τα μέτωπα γυμνά

Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ

Ι

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε

Στα γενέθλια των γιασεμιών

Νύχτες και νύχτες στις λευκές

Αϋπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα

Όπως μες στον απέραντο ουρανό

Το ξάστερο συναίσθημα.

II

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή

Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη

Ερωμένη

Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί

Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του

Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.

III

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα

Όλα τα δάχτυλα

Σιωπή

Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου

Σιγά σιγά ξετυλίγεται

Η εξομολόγηση

Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

IV

Ένας ώμος ολόγυμνος

Σαν αλήθεια

Πληρώνει την ακρίβεια του

Στην άκρια τούτη της βραδιάς

Που φέγγει ολομόναχη

Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο

Της νοσταλγίας μου.

V

Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες

Μαβιές

Κόκκινες

Κίτρινες

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο

Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο

Τα μάτια της σιωπή.

VI

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη

Βλέφαρο ανύσταχτο

Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος

Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο

Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο

Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

VII

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας

Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια

Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί

Ακούσιος καταρρέει

Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό

Σιωπητήριο.

[Από τη συλλογή «Προσανατολισμοί» του Οδ. Ελύτη]

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 1 month later...

Γράμμα ενός αρρώστου / Νίκος Καββαδίας

Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου

και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω

Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου

ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας

όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία

κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα

που να μου φέρει λίγη ποικιλία

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα

σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε

και τ' άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε

κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου

Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος

μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα

πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα

κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη

και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα

κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα

κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:

«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»

κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει

Να πεις σ' όλους τους φίλους χαιρετίσματα

κι αν τύχει ν' απαντήσεις την Ελένη

πως μ' ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα

και τώρα πια να μη με περιμένει

Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε

σαν ένας καπετάνιος να με πάρει

χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του

κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα

μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις

δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση

μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...

Ελπίζω να μην κρυώνεις αυτές τις μέρες.Κάθε που βρέχει αυτή η σκέψη με βασανίζει.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

(μετά από το καταπληκτικό ''γράμμα του αρρώστου που δημοσίευσε η ΝΙΚΙΤΑ, ένα ποίημα που είχα γράψει για έναν φίλο μου που έφυγε σχεδόν ξαφνικά και πολύ νωρίς)

Ιδιωτική θλίψη

Φίλε, απόψε η παρέα μας συνάχτηκε

είναι γεμάτο το ποτήρι και σε περιμένει

βρέχει στο δρόμο, το φεγγάρι χάθηκε

μα κάτι στον αέρα μας πικραίνει...

Όμως σαν έρθεις θα καθήσουμε

όπως παλιά, ήσυχα να τα πούμε

μπορεί, που ξέρεις, να μεθύσουμε

και στη βροχή αγκαλιαστά να βγούμε

Έλα με το βρεμμένο πανωφόρι σου

τίναξε τα γκρίζα σου μαλλιά

παίξε τ'ασημένιο κομπολόι σου

κι ας κάτσουμε στη γνώριμη γωνιά

Τότε μπορεί να ταξιδέψουμε

πίσω απ'τα σύννεφα, πέρα στ'αστέρια

μπορεί ακόμα και τη μοίρα να πλανέψουμε

και να της κλέψουμε του πόνου τα μαχαίρια

Μπορεί με τα τραγούδια μας να υψώσουμε

μία φωνή στον ουρανό μεγάλη

τους άσπλαχνους θεούς να μαλακώσουμε

που ρίχνουνε φωτιά στη γη κι ατσάλι

Μπορεί με τ'άλογά μας να καλπάσουμε

στα πράσιν αμάραντα λιβάδια

εμείς μπορεί να μη σκουριάσουμε

να μη, να μη μας πάρουν τα σκοτάδια...

Όμως τα τσιγάρα μας καπνίσαμε

αδειάσαν τα ποτήρια

η ώρα πέρασε, δε φάνηκε

η ωραία σου μορφή...

είπανε...''κάποιος χάθηκε!''

κοπήκαν τα γεφύρια

τα μάτια μας βουρκώσανε

στου δρόμου τη στροφή...

(στον αγαπημένο μου φίλο Βασίλη)

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

(emarup Όμορφο πολύ. Κι έγώ γράφω αλλά κυρίως στίχους για τραγούδια.) Μου άφησε στο μυαλό έναν αγαπημένο στίχο:

Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,

όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Μόνο / Κώστας Καρυωτάκης

Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθούνε καθώς ήρθαν!

Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.

Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,

να φύγουνε, να σβήσουν.

Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,

για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.

Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι

ν' αφήσω κάποιο δείλι.

Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθούνε καθώς ήρθαν!

Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.

Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,

να φύγουνε, να σβήσουν.

Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα

δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,

να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σα μάτια

και σα να μου γελάνε.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ερωτικό

(απόσπασμα)

Μικρή δροσάτη βρύση

διψώ, μη κελαρύζεις

είν'οι παλιές αγάπες που με πλάσανε

και πότισαν με τη μορφή τους τη μορφή μου

είναι οι ριγηλοί οι χωρισμοί

κέρινα ομοιώματα βουβά

στις πιό βαθιές σπηλιές

κι ακίνητα

μα που φοβάσαι σα περνάς

μήπως σ'αγγίξουν...

είναι οι δρόμοι που αφέθηκαν μισοί

στη προσμονή του στήθους σου

Όλου του κόσμου το ανεκπλήρωτο

στην ευωδιά του στήθους σου να με καλεί

να ξαναζήσω ό,τι μοιάζει με χαμένο...

Θα εγερθούν τα σώματα

και τα χαμένα ονόματα

όταν σ'αγγίξω

και οι παλιές ημέρες

λησμονημέν'αρώματα

τα χέρια τους θα πλέξουν στα μαλλιά μου...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Όμορφε έρωτά μου ακριβή αγάπη μου χαραγματιά μου

Μέσα μου σε φέρνω σαν πληγωμένο πουλί

Κι αυτοί χωρίς να ξέρουν μας βλέπουν να περνάμε

Επαναλαμβάνοντας μετά από μένα τις λέξεις που 'πλεξα

Και που για τα μεγάλα μάτια σου γρήγορα όλες θα πεθάνουν

Αγάπη ευτυχισμένη δεν υπάρχει

Ειναι όμως η δική μας η αγάπη και υπάρχει

ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ

emstar

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Κοιμήσου

Τον ύπνο σου φέρνω από κήπων μονοπάτια

Τις πράσινες κληματαριές στα καστανά σου μάτια

Στο προσκεφάλι σου η καρδιά μου ξαγρυπνει

Το πιο όμορφο όνειρο για σένα αδημονεί

Ψυχή μου εσύ,

Κλείσε τα μάτια σου γλαρά σιγαλινα

Κι αφέσου, ως μες στα δυο μου χέρια

Και μες στον ύπνο σου μη με ξεχνάς . . .

(ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ)

:wub:

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ 1897-1982

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

[....]

πέταξαν όλα τα πουλιά μέσα από τα κλαριά μου

οι άδειες φωλιές ξεραίνονται καθώς το δάκρυ

άκρη άκρη εκεί στο μάγουλο

έφυγε κι ο ζωγράφος τούτου εδώ του πίνακα που κατοικώ

έτσι καθώς η αράχνη

έτσι καθώς μια μεταμέλεια

Τι ζωγραφίζει τι να ζωγραφίζει Ίσως τη νεότητα

Και τις ευτυχισμένες χώρες τους ανθρώπους που

Φοβάμαι τόσο οι μέρες τους στις μέρες μου μη μοιάσουνε μια μέρα

Τι ζωγραφίζει εκείνος που στα πράγματα τα χρώματά τους τα καινούργια δίνει

Ίσως εσάς παιδιά ωραία παιδιά καθώς κι εμείς στη δυστυχία ταγμένα

Που αφήνετε μέσα από τα δάχτυλά σας να κυλά ο καιρός ης ηδονής

Πεισματικά πιστά στο ρόλο των προσώπων σας τον άψογο

Πώς χάνονται όλα μέσα μου όλα σβήνουν

Εκτός απ’ τη σκληρή ηδονή μετά πολύ

Που έχει φύγει

μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ 1902-1963

23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1945

Εκείνη τι να κάνει τώρα,

αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;

Είναι στο σπίτι, στο δρόμο,

δουλεύει, ξάπλωσε , είναι στο πόδι;

Μπορεί να σήκωσε το χέρι,

-αχ, ρόδο μου,

πώς γυμνώνει αυτή η κίνηση τον λευκό, γερό καρπό του χεριού της!-

Εκείνη τι κάνει τώρα,

αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;

Μπορεί να ‘χει στα γόνατά της ένα γατάκι,

να το χαϊδεύει.

Μπορεί να περπατάει, έτοιμη ν’ απλώσει το πόδι,

-εκείνα τα λατρευτά πόδια που τη φέρνουν γοργά γοργά κοντά μου,

κάθε μαύρη μέρα!...-

Και τι σκέφτεται,

εμένα;

Είτε

ξέρω γω

γιατί δε βράζουν τόσην ώρα τα φασόλια;

Είτε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι

είναι τόσο δυστυχισμένοι;

Εκείνη τι σκέφτεται τώρα,

αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;

μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης

emstar

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ

1914-1953

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα

Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές

Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,

Από φόβο μήπως έρθουμε

Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.

Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,

Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,

Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,

Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά

Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.

Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,

Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,

Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.

Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,

Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,

Είναι ο σκοπός και το τέλος.

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.

μετάφραση: Βίλκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου

emstar

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Απαισιοδοξία

Aσημένιοι άσφαλτοι στη κοιλιά της αυγής

καραδοκούντα όρνεα και γέρακες ψηλά

απ'των πυλώνων τη συριχτή ιαχή

Σαύρες, τερατομηχανές, συνωστισμοί

και οι ψυχές

σπουργίτια απουπούλωτα απ΄τη φωλιά πεσμένα

σε δόντια γραναζιών

Βολίδες μηχανές

που κελαρύζουν στη κλωστή της ταχύτητας

αναβάτες που πίνουν τη πνοή τους σα κρασί

έμβολα, στρόφαλοι, βαλβίδες

των ανθρώπων τα σπλάχνα

που χύνονται στο αβέβαιο στένεμα με τη δύναμη όλη

ενώ βυθίζονται τα δάση στους κροτάφους

και οι σπαρτοί φουγάροι...

Κάνες στραμμένες στης ανυποψίας το μέτωπο

μανία ανεξιχνίαστη ροκανίζει την υπομονή της σκανδάλης

σε απροσπέλαστα σπήλαια αλυχτίζουν οι αποφάσεις

και πήζουνε

κατηφορίζοντας κοιλάδες πολύβουες

λάβα που πετρώνει του αντιλόγου τα στόματα...

Γυαλίζει στη θύελλα το συνιστάμενο μπράτσο

που το τιμόνι κρατεί

του αιώνα το ένα ποδάρι στο φεγγάρι πατεί

το άλλο

στη κινούμενη άμμο της λήθης

στολισμένο ευχές και προθέσεις άριστες

ολοένα βυθίζεται

Αδιόρατα πέφτει συνεχώς μιά βροχή μαγική!

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Εσένα που σ' αγάπησα

Εσένα που σ 'αγάπησα

καθώς ο φυλακισμένος ονειρεύεται τις θάλασσες και τα λιβάδια

και τα λόγια

κύλησαν απο το σώμα μου άλλοτε

δάκρυα σιωπηλά,

άγρια της θάλασσας κύματα,

ψάχνοντας να σου περιγράψω

την απόσταση που χωρίζει την ιδέα απο τη σάρκα του άλλου

σταγόνα αίμα η ακτινωτή αγάπη,

σ'έχασα στη στροφή

εκεί που όλα πήγαιναν να πάρουν μια όψη άλλη

φοβισμένη κι όλας απο τη μεταμόρφωση που ευαγγελιζόταν ΄

τα λόγια μου

κι έφεγγε ήδη ένα φως

που πλησίαζε βαθιά στα μάτια

Ήταν ο δρόμος για τη θάλασσα

στους χαμηλούς θάμνους

άνοιξε το ρήγμα γυμνό κάτω απο τα πόδια μας,

οι πασχαλιές πέφτανε στο σκιερό μέρος

με σκοτεινό φως σκεπάζανε το πρόσωπό σου,

η θάλασσα άρχιζε απο τα πόδια μου

και πίσω ένας τοίχος με γυαλιά

όπου κομμάτιασα τις σάρκες μου

ζητώντας εσένα

αρνούμενος να παραδεχθώ

πως τόσο αίμα θα πάει χαμένο...

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου

(ΟΙ ΦΩΝΕΣ) Β' Εσένα που σ' αγάπησα

ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ 1971

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Η αγάπη

-ό,τι κι αν πεις-

παρακμάζουσα πόλη

λύκαινα, που μ'όλους τους λύκους παίζει

έτοιμη σα διψασμένη μήτρα να δοθεί

στον πιό χλευαστή

των ιερών και οσίων της

κι ο προδομένος αυτοκράτωρ

απηυδισμένος απ'την λύπη

πιό δυνατός για ξένη πόλη θα διαβεί

να την πορθήσει αδίστακτα με μαγικούς ψιθύρους

-μικρά εκκολαπτόμενα ωά

αναπαντέχως γεννημένα

στης προδοσίας τη φωλιά-

και στο ναό της μέσα, άλλη αγάπη να χαρεί

υπό το φως κηρίων

και σεβαστών εικόνων

πρωθυστέρων αγίων

-Άσπιλο το χέρι

που τη κερκόπορτα μισάνοιχτη κρατεί

για να μας πυρπολήσει η ζωή

με ωραίους σαν την ήττα αυτοκράτορες-

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

LES MORTES M' ECOUTENT... Jean Moreas (μετάφραση Κ. Καρυωτάκης)

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ' ακούνε,

εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,

οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε

οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,

τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!

Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέρι μου σε αδράζει,

ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Κατηγορία: Μελοποιημένη ποίηση emharp

Prologue

Midway, this way of life we're bound upon

I woke to find myself in a dark wood,

Where the right road was wholly lost, and gone.

Aye me, how hard to speak of it,

That rude and rough and stubborn forest,

The mere breath of memory stirs the old fear in the blood.

But when, at last, I stood beneath a steep hillside,

Which closed that valley's wandering maze,

Whose dread had pierced me to the heart root deep.

Then I looked up, and saw the morning rays

Mantle its shoulder from that planet bright,

Which guides men's feet aright,

On all their ways

[Στίχοι: "Divina Commedia"- Dante Alighieri, Μουσική: Αngelo Badalamenti]

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Aπό την Kόλαση, XXVI, του Dante Alighieri

[.............................................]

»Εφάνη προ των οφθαλμών μας όρος

θολώς, ως εκ της αποστάσεώς του,

κ’ επί τοσούτον υψηλόν μ’ εφάνη

ως αν ουδέποτε μη είδον άλλο.

Ήμεθα εύθυμοι, αλλ’ η χαρά μας

εις δάκρυα συντόμως μετετράπη.

Διότι εκ της νέας γης ηγέρθη

θύελλα και προσέβαλε του πλοίου

τα έμπροσθεν. Τρις έστρεψε το πλοίον

μεθ’ όλων των υδάτων. Την τετάρτην

φοράν εσήκωσ’ υψηλά την πρύμνην

και προς τα κάτω έστρεψε την πρώραν

(ως Άλλω έδοξε), μέχρις ου πάλιν

η θάλασσα έκλεισεν άνωθέν μας.»

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Καλό Nikita...

to be?

Πώς απέρριτο τόπο ν'αφήσω

ν'αρνηθώ ομορφιά γαληνή

μελωδιές απ'τη μνήμη να σβήσω

τραγουδιών που δε φτάνουν στη γη

Να μισέψω απ'τα δώθε παλάτια

τα χτισμένα με λίθους φωτός

να διαβώ τα υγρά σκαλοπάτια

ωραίος θεός μα φθαρτός

Στη ποριά να απλώσω τις ρίζες

σε τοπίο απείρων βωμών

να με κόβουν οι νύχτες σα σχίζες

με το βάρος πικρών λογισμών

Πώς ν'αντέξω χωρίς τα φτερά μου

μαραθήκαν και πέσαν στη γη

θα ποθώ το παλιό πέταγμά μου

στ'ουρανού την αστέρευτη αυγή...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 4 weeks later...

Μυγδαλιά / Κώστας Καρυωτάκης

Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω

πως μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα

που αγαπιέται.

Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει

κι ειν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει,

μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τήνε μαραίνει

και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...

Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω

και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω

τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει,

όσα δεν της έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα

και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.

Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Είδε κανείς ανθισμένη αμυγδαλιά φέτος; Τι θαύμα αλήθεια...Θεέ μου, πόσο μου έχουν λείψει κάποιες εικόνες !

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Nikita

δεν ξέρω τι και αν γράφεις. Αυτό που είναι σίγουρο πάντως, είναι οτι ''νοιώθεις'' την ποίηση...θέλω να πω την νοιώθεις πραγματικά και όχι επιφανειακά. Και αυτό κάνει μπαμ σε σένα...

Διάβασε λοιπόν τώρα το τελευταίο ποίημα του Ρίτσου. Δεν είναι πομπώδες. Δεν είναι ένα τεράστιο ποίημα. Θέλω να προσέξεις μόνο με τι ηρεμία αποχαιρετά τη ζωή...

Το τελευταίο καλοκαίρι

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις

τις τρεις βαλίτσες -τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα-

και μη ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε

παρ'ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ

τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω

τους στίχους που έγραψα Ιούλιο και Άυγουστο

αν και φοβάμαι πως τίποτα δε πρόσθεσα, μάλλον

πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται

η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι

με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του

με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα

με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ'τα μπαλκονάκια

και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θάναι το τελευταίο...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Χρυσές στιγμές

Οι χρυσές εκείνες στιγμές

που στη ζωή ξαφνικά

και σπάνια έρχονται

που στην αρχή δε διαφέρουν

απ'όλες τις άλλες

μονάχα όταν περνάνε χρυσίζουν

αφήνοντας πίσω

μιά αίσθηση απώλειας

και την αχνή θύμηση

ενός προσώπου

που ενώ εκείνες ξαφνικά έφεραν

το ίδιο ξαφνικά

από σένα το πήραν

για πάντα...

...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

emarup Ρίτσος...Ένας από τους πιο αγαπημένους και πιο τίμιους φίλους της οικογενειάς μου. Δεν έχω τίποτα να προσθέσω, αλλά είμαι πολύ τυχερη που έχω κάτι δικό του.

Επιτάφιος

...Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,

πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ' το τσίνορό μου,

τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα

και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη

πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω

και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει

κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Επίσης είμαι πολύ τυχερή που είμαι γυναίκα.

edit: Στη χαρά της μητρότητας αναφερόμουν. Είναι το μόνο στο οποίο είναι προνομιούχα.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Σε εντελώς διαφορετικό ύφος από το προηγούμενο:

(τέτοια ποιήματα δεν τα πειράζουν έτσι, μόνο και μόνο για να γίνουν τραγούδια...)

ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί

πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,

πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ

κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό

πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,

κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,

σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,

που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,

κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές

κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,

και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,

κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,

εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ

και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.

Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -

και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,

κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,

ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,

μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,

και την Αγία της 'Αλας παράφορα αγαπούσε,

συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,

κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,

κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,

μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά

και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό

κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι

κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,

όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,

ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,

και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με

όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της 'Aμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.

Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.

Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,

κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό

είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,

και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,

το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,

κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο

(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)

κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,

οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,

κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,

με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.

Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.

Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές

«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,

μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,

που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,

το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,

κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,

και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ

έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,

σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,

φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,

που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί

πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,

πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,

μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ

ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.

Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,

νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.


×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.