Jump to content

45ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης


On call

Recommended Posts

Θίασος ατόλμων και αδιαφόρων

Tο ελληνικό σινεμά νοσεί θεσμικά και καλλιτεχνικά - Tο Kέντρο Kινηματογράφου, όμηρος μιας άγραφης επετηρίδας

Της Μαριας Κατσουνακη

Σενάριο 1ο: Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αποφασίζει να χρηματοδοτήσει μόνο δύο ταινίες, λόγω δραματικής έλλειψης προτάσεων με ενδιαφέρον.

Σενάριο 2ο: Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου στρέφεται, αποκλειστικά σχεδόν, στη νέα γενιά σκηνοθετών, επενδύοντας και ρισκάροντας στο άγνωστο, ρηξικέλευθο, υποσχόμενο.

Σενάριο 3ο: Τα δύο προηγούμενα, απορρίπτονται ως ανέφικτα. Είναι τόσο ακραία που μπορούν να προκαλέσουν κινηματογραφικό εμφύλιο.

Χρόνια τώρα, ο φορέας που διαδραματίζει τον δραστικότερο ρόλο στην παραγωγή ελληνικών ταινιών, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα πλέγμα φιλικών, προσωπικών σχέσεων, συμπαθειών, άγραφης επετηρίδας. Τα ίδια σχόλια περίπου επανέρχονται, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, κάθε χρόνο στην περίοδο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τα μέλη αλλά και τα μη μέλη της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας γνωρίζουν ότι ο προσωπικός παράγοντας παρεμβαίνει και σχεδόν καθορίζει. Ο ένας σκηνοθέτης είναι «καλό παιδί», ο άλλος «έχει να υποβάλει πρόταση πολλά χρόνια», ο τρίτος χτυπάει για τρίτη συνεχή φορά την πόρτα του Κέντρου. Οι συζητήσεις που διεξάγονται μεταξύ «τυρού και αχλαδίου» είναι πολύ πιο καίριες και ουσιαστικές απ’ όσες αναπτύσσονται από το δημόσιο βήμα.

Η «Κ», μία σχεδόν εβδομάδα μετά την απονομή των Κρατικών Κινηματογραφικών Βραβείων, ζητεί τη γνώμη τριών ανθρώπων που εμπλέκονται εις βάθος, ο καθένας με την ιδιότητά του, με την υπόθεση «ελληνικός κινηματογράφος». Σε μια στιγμή που το ΥΠΠΟ πλέει στην απροσδιοριστία, τροφοδοτώντας όμως τις φήμες περί «δραστικών αλλαγών» στην κινηματογραφική πολιτική, σε μια στιγμή που η ελληνική παραγωγή εκδηλώνει τα συμπτώματα μιας χρόνιας παθογένειας, δεν χρειάζονται λύσεις-τσιρότα. Ούτε, όμως, μετωπικές συγκρούσεις χωρίς σχεδιασμό ή ηχηρές ανατροπές χωρίς στόχο και περιεχόμενο. Η ελληνική παραγωγή (με αριθμημένες εξαιρέσεις) εμφανίζεται ανέμπνευστη, άτολμη, προσκολλημένη σε στερεότυπα, άδεια από κοινωνική παρατήρηση, αδιάφορη στα σημάδια των καιρών. Το επισήμανε και η συντριπτική πλειοψηφία των ξένων κριτικών που παρακολούθησαν τις ελληνικές ταινίες (βλ. Ρεπορτάζ «Κ» 27/11). Σταχυολογούμε: «Εχω την εντύπωση ότι δεν είναι ταινίες γυρισμένες από σκηνοθέτες που ενδιαφέρονται πραγματικά να πουν κάτι, αλλά κυρίως από ανθρώπους που θέλουν οπωσδήποτε να κάνουν ταινίες και ύστερα αναζητούν το θέμα» (Νταν Φαϊνάρου, Ισραήλ). «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ένα σοβαρό φίλτρο για να διηθούνται οι προτάσεις» (Ουμπέρτο Ρόσι, Ιταλία).

Το ερώτημα: Η εικόνα καθήλωσης που απέμεινε από τις ταινίες που παρακολουθήσαμε στο ελληνικό πρόγραμμα του 45ου Φεστιβάλ είναι φαινόμενο συμπτωματικό ή συνέπεια μιας ανερμάτιστης κινηματογραφικής πολιτικής;

Λάκης Παπαστάθης: Συνωμοσία των μετρίων που έχουν την εξουσία

«Ολο το σύστημα νοσεί. Το ίδιο υπεύθυνοι είναι όλοι. Σκηνοθέτες, κριτικοί, συνδικαλιστές, διανομείς, το Κέντρο Κινηματογράφου, το ΥΠΠΟ. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Το σύστημα έπαψε να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δέχεται ό,τι χρειάζεται και αποβάλλει ό,τι το βλάπτει. Ισως έχουν ισοπεδωθεί όλα από τον τηλεοπτικό λαϊκισμό που σαρώνει τον τόπο. Ο ελληνικός κινηματογράφος δείχνει αδύναμος να αντιπαραταχθεί στην τηλεοπτική αφήγηση των σίριαλ, αλλά και στον διεθνή κινηματογραφικό ανταγωνισμό. Το κοινό που όλοι προσδοκούσαμε –χρόνια τώρα– να στηρίξει τις ελληνικές ταινίες είναι επιφυλακτικό και αδιάφορο εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις που οι ταινίες αποτελούν φαινόμενα, όχι μόνο καλλιτεχνικά. Η αξιοπιστία του ελληνικού κινηματογράφου έχει τεθεί εν αμφιβόλω. Και όχι πάντα αδίκως. Δεν υπάρχει συνέπεια στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Νιώθει κανείς πως έχει διαταραχθεί η αξιοκρατία. Μπερδεύτηκαν τα κριτήρια και έχει δημιουργηθεί ένα είδος επετηρίδας που ο καθένας σκηνοθέτης περιμένει τη σειρά του για να χρηματοδοτηθεί το σενάριό του, ανεξαρτήτως αν αυτό που προτείνει έχει τις προϋποθέσεις να γίνει μια καλή ταινία.

Eγιναν θεσμός και αξία

Δυστυχώς πολλοί σκηνοθέτες δεν σταμάτησαν εγκαίρως και τώρα έχουν γίνει “θεσμός”, “αξία” που διεκδικεί δικαιώματα με τον ίδιο και ακόμη πιο δυναμικό τρόπο απ’ ό,τι οι άξιοι. Ο δάσκαλός μου έλεγε πως το επικίνδυνο είναι ότι η φωνή διαμαρτυρίας του ατάλαντου με τη φωνή του ταλαντούχου μοιάζουν. Και συμπλήρωνε: Η μεγαλύτερη συνωμοσία που πέτυχε σ’ αυτόν τον τόπο είναι η συνωμοσία των μετρίων, της μετριότητας που έχει εξουσία και που θερίζει ό,τι εξέχει, ό,τι την ξεπερνάει.

Δεν υπάρχει ουσιώδες πνευματικό κλίμα που να υποδέχεται, να στηρίζει, να αξιολογεί τις ταινίες και να διαμορφώνει τα κριτήριά μας. Λες και δεν έχει ανάγκη ο τόπος από μια εθνική κινηματογραφία! Το ΥΠΠΟ δεν εφαρμόζει τους νόμους που το ίδιο θεσπίζει, το Κέντρο Κινηματογράφου, παρά το ότι είναι θεσμός απολύτως αναγκαίος με μεγάλη προσφορά, είναι αδύναμο να διασώσει τις ταινίες που έχει ήδη –εδώ και 25 χρόνια– κατασκευάσει, και ακόμη πιο αδύναμο να επηρεάσει θετικά τους θεατές. Οι συνδικαλιστές εκπροσωπούν τα σωματεία τους, στις επιτροπές κρίσεως, με καλλιτεχνική ανεπάρκεια, οι διανομείς παρά την επιστροφή φόρου από την προβολή των ελληνικών ταινιών δεν εμπιστεύονται και πολύ τις ελληνικές ταινίες και οι κριτικοί θεωρούν τον εαυτό τους «πολύ υψηλού επιπέδου» και αρκετοί από αυτούς κάνουν καριέρα ως υβριστές και λιβελλογράφοι χωρίς κανείς να τους ελέγχει.

Δεν γνωρίζω πόσοι γονείς σήμερα θα ενθάρρυναν τα παιδιά τους να ασχοληθούν σοβαρά –με απόφαση ζωής– με τον κινηματογράφο. Να δώσουν δηλαδή σε αυτά τη δυνατότητα να σπουδάσουν στο εξωτερικό, να ασκηθούν πρακτικά, να αντέξουν την οικονομική πίεση, να ρισκάρουν μια αμφίβολη καριέρα. Αλλά και επιπλέον, επειδή ισχύει πάντα αυτό που έλεγε ο Βασίλης Ραφαηλίδης, πως όποιος ξέρει μόνο σινεμά δεν ξέρει τίποτα. Να δουν θέατρο, ζωγραφική, να ακούσουν μουσική, να διαβάσουν λογοτεχνία. Ο σκηνοθέτης δεν αφηγείται απλώς ιστορίες. Προσπαθεί να εντοπίσει σε ολόκληρη τη ζωή του μια σκιά που στριφογυρίζει γύρω από τη δράση, γύρω από τα πρόσωπα. Γι’ αυτήν τη σκιά που δεν φαίνεται αλλά τη νιώθουμε ασκεί το βλέμμα του, την προσωπικότητά του».

Γιώργος Tζιώτζιος: «Aς μην έχουμε βραχεία μνήμη»

«Eχει νόημα να αναρωτιόμαστε αν είναι συμπτωματικό; Καθόλου συμπτωματικό δεν είναι. Ηταν, είναι και αυτή θα παραμείνει η κατάσταση. Αν κάνουμε ανασκόπηση των τελευταίων χρόνων, θα παρατηρήσουμε ότι δεν αλλάζει τίποτα, επί της ουσίας τουλάχιστον. Αλλες φορές απλώς είναι καλύτερο το «timing», συγκεντρώνοντας δυο τρεις ταλαντούχους σκηνοθέτες στην καλή τους στιγμή, άλλοτε, όπως φέτος, δεν ξεχωρίζει καμία ταινία από το σωρό. Η κατάσταση όμως είναι αυτή: του σωρού. Ας μην έχουμε βραχεία μνήμη. Αν σκαλίσουμε λίγο τα πράγματα, έτσι είναι. Λίγο καλύτερα, λίγο χειρότερα. Με τις επιτυχίες ξεχνιόμαστε, όμως το πρόβλημα παραμένει. Πρόβλημα θεσμικό, δομικό, στρατηγικής, που δεν αφορά στην αλλαγή προσώπων αλλά θεσμικού πλαισίου. Νομίζω ότι η Ελλάδα έχει καταλήξει η πιο εύκολη χώρα για να γυρίσει κανείς μια ταινία...

Πιστεύω ότι, πλέον, κανείς δεν θα αντιδρούσε αν το Κέντρο Κινηματογράφου αποφάσιζε να υποστηρίξει δύο μόνο ταινίες σε μια χρονιά. Εκτός, ίσως από τα σωματεία, τα οποία θέλουν να γίνονται παραγωγές για να «φαίνεται» ότι υπάρχει ελληνικό σινεμά. Τέρμα όμως «το φαίνεσθαι». Γιατί, για παράδειγμα, σκηνοθέτες όπως ο Μαρκ Γκαστίν ή ο Γιάννης Οικονομίδης μένουν έξω από τις χρηματοδοτήσεις και προτιμώνται εκείνοι που έχουν αναπτύξει μια μανιέρα; Το σύστημα έχει μετατραπεί σε φάμπρικα που διευκολύνει εκείνους που επαναλαμβάνονται. Θα προσθέσω και κάτι που δεν με συμφέρει: Προβλέπεται οικονομική ενίσχυση στους διανομείς, για να στηρίζουν την ελληνική ταινία. Ομως τα χρήματα αυτά γίνονται, για παράδειγμα, κόπιες αντί να αξιοποιηθούν για την προβολή της ταινίας. Οι κόπιες όμως είναι απολύτως μέσα στις συμβατικές υποχρεώσεις του διανομέα. Είμαι ο τελευταίος που θα έπρεπε να μιλάει, αλλά το θεωρώ παράλογο. Να δεχτώ, επίσης, ότι για λόγους πολιτικής ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πρέπει να παίρνει χρήματα από το ελληνικό κράτος. Σύμφωνοι. Να πάρει στην παραγωγή τη μερίδα του λέοντος. Ομως, γιατί να πάρει την μερίδα του λέοντος και ο διανομέας; Ποιος χρειάζεται μεγαλύτερη βοήθεια: Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης ή ο δωδεκαεμφανιζόμενος;».

Kώστας Λαμπρόπουλος: «Nα δώσουμε ευκαιρία στους νέους»

«Η φετινή χρονιά δεν είναι μόνο οι ταινίες που παρακολουθήσαμε στη Θεσσαλονίκη. Είναι και ο Αγγελόπουλος που συμμετείχε στο επίσημο τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου, ο Παναγιωτόπουλος που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα της Βενετίας, τα εισιτήρια του Βούλγαρη, οι ταινίες που θα δούμε μέσα στο 2005, του Φραντζή, της Γιούργου, του Γιάνναρη. Δεν μπορούμε να τα εξαιρέσουμε όλα αυτά και να κάνουμε “επιλεκτική” χρήση του 2004 - 2005. Γιατί η χρονιά ξεκινάει αρχές φθινοπώρου και ολοκληρώνεται τέλη της άνοιξης. Ομως το σύστημα των Κρατικών Κινηματογραφικών Βραβείων δημιουργεί μια σύγχυση για την εικόνα της ελληνικής παραγωγής.

Επίσης, παρακολουθήσαμε και τις ταινίες αρκετών πρωτοεμφανιζόμενων. Προσωπικά, με αυτούς δεν είμαι καθόλου αυστηρός. Οφείλουμε να τους προσφέρουμε και μια δεύτερη ευκαιρία. Αντιθέτως, πρέπει να εξαντλούμε την αυστηρότητά μας στους ήδη φτασμένους, σε όσους έχουν έργο και παρελθόν, τους οποίους γνωρίζει ο κόσμος. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό... Οι παραγωγοί θα πρέπει να στραφούν στους νέους, να επενδύουν στους νέους. Και το Κέντρο Κινηματογράφου είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα.

Διαβάζω 4-5 σενάρια την εβδομάδα. Ομολογώ ότι το επίπεδο είναι κάκιστο. Μπορεί να ξεχωρίσει ένα στα πενήντα, ελάχιστα είναι εκείνα που κάτι λένε, που έχουν κάποιες ιδέες.

Νομίζω ότι το επίπεδο κάθε χρονιάς είναι λίγο πολύ το ίδιο, με μικρές παραλλαγές. Γι’ αυτό και η διέξοδος είναι οι νέοι. Με ενοχλεί όταν ο καταξιωμένος δεν έχει τίποτα να προτείνει, απλώς επαναλαμβάνεται. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Νιζήρης, για παράδειγμα, (“Είναι ο Θεός μάγειρας;”), έχει πιστεύω σκηνοθετικό ταλέντο. Αν υποστηριχθούν νέοι σκηνοθέτες, θα προκύψει στο μέλλον κάτι καλό».

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.

×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.