Jump to content

Οι υπόλοιποι του Rockwave!


trivialx

Recommended Posts

...για Pixies τα'παμε σε ξεχωριστό θέμα (τιμής ένεκεν!)

Peter Gabriel

Αδιαφιλονίκητα ο Peter Gabrιel είναι μία από τις σημαντικότερες αξιοσέβαστες και πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες στην σύγχρονη τέχνη.

Γνωστός για την ευαισθησία του σε ανθρωπιστικά ζητήματα, ο Gabriel έχει αφιερώσει ένα μεγάλο κομμάτι της δραστηριότητας στην προβολή θεμάτων όπως η διεθνής αμνηστία, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απελευθέρωση του Θιβέτ, η βοήθεια προς το λαό της Σομαλίας. Η συμμετοχή του σε μια σειρά ενεργειών έδειξε τον δρόμο σε πολλούς ακόμη ποπ stars ώστε σήμερα επιφανή στελέχη της διεθνούς καλλιτεχνικής κοινότητας να αποτελούν παράδειγμα και πόλο έλξης για την ευαισθητοποίηση του καθένα μας.

Είναι πραγματική τιμή για το Rockwave Festival 2004 να φιλοξενεί στην σκηνή του τον καλλιτέχνη που εμπνεύστηκε και υλοποίησε ενα από τα σημαντικότερα οχήματα πολιτισμού τον οργανισμό WOMAD. Από το 1980 το World Of Music Arts and Dance όπως τα αρχικά του σημαίνουν, (www.womad.org) παρουσιάζει, μέσα από μια σειρά διεθνών φεστιβάλ, παραδοσιακή και σύγχρονη μουσική, πλαστικές τέχνες και χορούς από κάθε γωνιά του πλανήτη.

Ο Peter Gabriel ξεκίνησε την καριέρα του από το progressive rock σύνολο Genesis, για να ακολουθήσει από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και μετά προσωπική καριέρα. Το 1990 ενεργοποίησε τη δισκογραφική εταιρεία Real World που με βάση τα ιδιόκτητα της στούντιο στο Wiltshire φιλοξενεί αξιόλογους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο.

To πρώτο από τα πολλά Grammy που κέρδισε , του απονεμήθηκε για το 7ο άλμπουμ του So που περιείχε το 'Sledgehammer' το video του οποίου κέρδισε τα περισσότερα βραβεία από οποιοδήποτε άλλο video στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένης και της No. 1 θέσης στο Rolling Stone's top 100 videos of all time. Εχει επίσης συνθέσει μουσική για ταινίες με κορυφαία στιγμή το 1989, όταν υπέγραψε το soundtrack της ταινίας του Martin Scorcese 'The Last Temptation of Christ',

Η βαρύτητα που δίνει ο Gabriel στο δίκτυο ως μέσο προβολής του έργου του και επικοινωνίας με το κοινό του γίνεται φανερή ήδη από την εισαγωγική σελίδα του τόπου www.petergabriel.com, που ξεχωρίζει με την πολύ προχωρημένη αισθητική επεξεργασία του και τη λειτουργική οργάνωση σε επιμέρους ενότητες.

Το νέο album του "UP" ηχογραφήθηκε κατά κύριο λόγο στα studio της Real World αλλά ένα μέρος των ηχογραφήσεων έλαβε χώρα στην Σενεγάλη, την Γαλλία αλλά και σε ένα πλοίο στον Αμαζόνιο! Για πρώτη φορά ο Gabriel αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για την παραγωγή του album, ενώ ο θρυλικός Tchad Blake επιστρατεύτηκε το τελευταίο διάστημα για να συνεισφέρει και αυτός.

Το UP περιλαμβάνει ένα σημαντικό line up μουσικών : στα drums και percussion συμμετέχουν οι Manu Katche, Ged Lynch, Dominic Greensmith, Will white, Mahut Dominique και Hossam Ramzy. Η συνεισφορά των κλασικών συνεργατών του Gabriel, David Rhodes (κιθάρα) και Tony Levin (μπάσο) είναι κάτι παραπάνω από εμφανής σε όλα τα κομμάτια. Σε ένα τραγούδι συμμετέχει ένας από τους αγαπημένους μουσικούς του Gabriel, ο Peter Green. Την φωνή τους δανείζουν στο UP ο Nusrat Fateh Ali Khan, οι Blind Boys Of Alabama αλλά και η κόρη του Peter Gabriel, Melanie.

Για ακόμη μια φορά το νέο album του Gabriel εκτός από την καταπληκτική μουσική του, σχολιάζει διάφορα θέματα όπως τη reality TV,την αναζήτηση του ανθρώπου για την θέση του στη κοινωνία ... Οι προβληματισμοί αυτοί διαγράφονται εντονότερα στο πρώτο single, The Barry Williams Show. Το μοναδικής αισθητικής video του κομματιού σκηνοθέτησε ο βραβευμένος με Oscar, Sean Penn.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας Μαγνησίας

Η ορχήστρα Εστουδιαντίνα είναι η αναβίωση ενός τύπου ορχήστρας που έδρασε έντονα στα τέλη του 19ου αιώνα και στο πρώτο τέταρτο του 20ου, διαδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και σταμάτησε να υπάρχει λίγο μετά την καταστροφή της Σμύρνης.

Έχουν καταγραφεί αριστουργήματα μουσικής, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο μελέτης και το περιεχόμενο των συναυλιών της. Αποτελείται από νέους μουσικούς που παίζουν κυρίως έγχορδα και ξύλινα πνευστά. Το ρεπερτόριό της είναι μουσική της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, των αστικών κέντρων της υπόδουλης και ελεύθερης Ελλάδας την εποχή της ακμής του ελληνισμού, της Αμερικής της μετανάστευσης πρώτης γενιάς και γενικότερα από το χώρο της Μικράς Ασίας, Προποντίδας Βοσπόρου και Πόντου.

Η Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας έχει πραγματοποιήσει πάνω από 150 συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με σημαντικότερη αυτή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το καλοκαίρι του 2003 μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα. Εχει επίσης φιλοξενήσει αξιόλογους καλλιτέχνες όπως Μαρία Φαραντούρη, Γλυκερία, Πέτρο Γαιτάνο, Ελένη Βιτάλη, Παντελή Θαλλασινό κ.α.

Η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά της Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας, με τίτλο ΣΜΥΡΝΗ και σε παραγωγή Γιώργου Νταλάρα, έχει ήδη σημειώσει ρεκόρ πωλήσεων. Πρόσφατα η Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας τιμήθηκε από τα Μουσικά Βραβεία Αρίων.

Δημιουργός της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας είναι ο Ανδρέας Κατσιγιάννης.

Η Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και ο φαινομενικός τους ήχος αποτελεί μοντέρνα προσαρμογή της μουσικής που αρχικά άνθισε στην Σμύρνη και στην κωνσταντινούπολη στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο ήχος τους είναι μία συλλογή από μελέτες επάνω σε Δυτικά πρότυπα όπως ο Μπάχ-όμως ταυτόχρονα έχουν ως βάση τους την κλίμακα του Πυθαγόρα και του Ευκλείδη.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

W.A.S.P.

Οι βασιλείς της shock rock μουσικής των 80'ς έρχονται για πρώτη φορά στην χώρα μας για μία και μόνο εμφάνιση στο Rockwave Festival 2004. Οι Αμερικανοί W.A.S.P. συστάθηκαν το 1982, από τον frontman Βlackie Lawless, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν ότι αρκετά χρόνια αργότερα, θα θεωρούνταν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σχήματα όλων των εποχών.

Πολύ πριν τους Marilyn Manson, oι W.A.S.P. κατάφεραν να σοκάρουν το μουσικό κοινό με το εξεζητημένο μακιγιάζ και τους προκλητικούς στίχους που αναφέρονται στην υποκρισία που μαστίζει την κοινωνία, την θρησκεία και το χώρο της πολιτικής. Με απίστευτο θράσος-θάρρος προκαλούν το ακροατήριό τους χαράζοντας την προσωπική τους σελίδα στην ιστορία του METAL.

H αμείλικτη και εντυπωσιακή σκηνική παρουσία της μπάντας σε συνδυασμό με τα εκρηκτικά φωνητικά του Blackie Lawless αναμένεται να αφήσουν άφωνο το ελληνικό κοινό και να δικαιώσουν τη φήμη των W.A.S.P. ως καινοτόμων της shock rock μουσικής σκηνής.

WHY AM I HERE?

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στην ιστορία της rock υπάρχουν αναρίθμητες μπάντες, ίσως περισσότερες από ότι μπορεί κάποιος να μετρήσει, που η κάθε μία εξ αυτών καυχιέται ότι είναι μοναδική, διαφορετική και σε πολλές περιπτώσεις καλύτερη από όλες τις υπόλοιπες. Ελάχιστες από αυτές έχουν την τιμή και το προνόμιο να φέρουν τον τίτλο 'shock rock' που αποδίδεται σε αυτό το ξεχωριστό στοιχείο που μπορεί να μεταμορφώσει μία μπάντα σε κάτι πραγματικά διαφορετικό και ενδιαφέρον. Τέτοιες μπάντες απαρτίζονται πάντα από μέλη που ζουν για την μουσική, την live εμφάνιση και γενικά το lifestyle πέρα από τα όρια του extreme, απλά και μόνο γιατί ... μπορούν να ζουν έτσι. Και παρόλο που πολλοί καλλιτέχνες και πολλά συγκροτήματα το προσπάθησαν, μόνο λίγα το πέτυχαν και, στην πραγματικότητα, μόνο ένα κατάφερε να το καθιερώσει. Οι W.A.S.P. απέδειξαν ότι το πνεύμα της ηχητικής έκρηξης και του ανεπιτήδευτου και "βρώμικου" rock n' roll είναι ζωντανό και παρόν.

Οι W.A.S.P. ιδρύθηκαν το 1982 από τον Blackie Lawless, έναν άνθρωπο που μεγάλωσε και ανατράφηκε σε ένα απόλυτα θρησκευτικό περιβάλλον με θείο ένα ιεροκήρυκα και παππού διάκο. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ο Blackie θα επαναστατούσε κάποια στιγμή απέναντι σε αυτό το περιβάλλον, αλλά κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο μακριά θα έφτανε.

Στα τέλη της δεκαετίας του '70 ο Blackie ξεκίνησε την διαδικασία αναζήτησης κάποιων μουσικών με σκοπό να τον βοηθήσουν να ηχογραφήσει κάποια demos για το συγκρότημα των Sister που ήταν γνωστοί στο κοινό ως οι πρώτοι που υιοθέτησαν την πεντάλφα για έμβλημά τους. Λόγω της αδιαμφισβήτητης χημείας που ένωσε την ομάδα-η οποία αποτελείται από τον Lawless (φωνητικά και μπάσο), τον Randy Piper (από τους Sister), τον κιθαρίστα Chris Holmes και τον ντράμερ Tony Richards-η τετράδα ξεκίνησε την περιοδεία της στο Λος ʼντζελες. Μέχρι το 1983 είχαν αποκτήσει πλέον την φήμη της πιο "εξωφρενικής" μπάντας σε όλους τους πλανήτες!!!

Ένα χρόνο αργότερα, οι W.A.S.P. αφού υπέγραψαν συμβόλαιο με την Capitol Records, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους ομώνυμο άλμπουμ, το οποίο άναψε φωτιά στα charts και τάραξε τα θεμέλια της μουσικής βιομηχανίας, με τους απίστευτους συνδυασμούς κοφτερών κιθαριστικών ήχων και ελαφρών ποπ ρυθμών και στίχους που αναφέρονται στο παράλογο και τρομακτικό.

Το συγκρότημα ξεκίνησε την πρώτη του παγκόσμια περιοδεία αντικαθιστώντας τον Tony Richards με τον Steve Riley (μέλος των Steppenwolf). Πολλές από τις προγραμματισμένες εμφανίσεις της περιοδείας τους έπρεπε τελικά να ακυρωθούν λόγω της αντίδρασης διαφόρων κοινωνικών ομάδων απέναντι στις επί σκηνής ακραίες εμφανίσεις της μπάντας. Παρόλα αυτά, οι πωλήσεις του άλμπουμ εκτοξεύθηκαν κατακόρυφα εξαιτίας της εκτεταμένης προβολής και δημοσιότητας από όλα τα Μ.Μ.Ε.

Ακολούθησαν πέντε άλμπουμ και πολλές αλλαγές στο line-up που πρόδιδαν ότι οι μέρες των W.A.S.P. θα αποτελούσαν πια παρελθόν.

Το 1993 ο Blackie ανακοίνωσε ότι το συγκρότημα θα διαλυόταν και ότι ο ίδιος θα ακολουθούσε σόλο καριέρα.

Το 1996 κυκλοφόρησε το Still Not Black Enough (Castle Records) κάτω από το όνομα των W.A.S.P. και, λίγο καιρό μετά, ο Blackie και ο Holmes ανακοίνωναν σε μία τεράστια γιγαντοοθόνη στο Donington Festival την επανασύνδεση του γκρουπ και την ηχογράφηση ενός νέου άλμπουμ.

Το 1997 οι W.A.S.P κυκλοφορούν το K.F.D και δύο χρόνια μετά το HELLDORADO, ένα άλμπουμ που δείχνει το rock 'n roll έτσι όπως πραγματικά πρέπει να είναι-σκληρό!

Οι W.A.S.P. απέδειξαν σε όλη τους την καριέρα ότι ήταν ένα συγκρότημα που δεν φοβόταν να ρισκάρει. Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στην λογοκρισία και αποκάλυψαν ότι πίσω από όλες τις προκλήσεις υπήρχε ένα rock 'n roll συγκρότημα με πραγματική υποδομή, αξία και υπόσταση.

Ο Blackie θα είναι πάντα η σημαντική persona των W.A.S.P. μια και είναι αυτός που κατάφερε να οδηγήσει το συγκρότημα μέσα από την καρδιά του σκληρού ροκ- τρυπώντας και καταστρέφοντας την βαρετή και αδιάφορη επιφάνειά του-στην μεταλλική σφαίρα που λίγοι θα άντεχαν να βρεθούν.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Running Wild

Αν υπάρχει ένα όνομα στη metal σκηνή που να δηλώνει με συνέπεια και επαγγελματισμό την παρουσία του αλλά ταυτόχρονα να σέβεται πρώτα απ' όλα το κοινό που το ανέδειξε, τότε μιλάμε για τους Running Wild.

Εδώ και τρεις δεκαετίες οι Running Wild απασχολούν θετικά τη metal κοινότητα και τυγχάνουν ιδιαίτερου σεβασμού από τα μέλη της στη χώρα μας την οποία δεν παραλείπουν να επισκέπτονται σε κάθε περιοδεία τους.

Η μπάντα σχηματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας στο Αμβούργο με το όνομα Granite Heart από τον Rolph Kasparek (Rolf 'n' Roll για τους μυημένους) ο οποίος αναλαμβάνει από την αρχή την κιθάρα και τα φωνητικά. Το 1979 υιοθετούν το όνομα με το οποίο υπάρχουν μέχρι σήμερα.

Θα περάσουν πέντε χρόνια σχεδόν για να βγει το ντεμπούτο τους "Gates to Purgatory", η αναγνώριση όμως έρχεται σχεδόν αμέσως, όταν οι Motley Crue τους καλούν να περιοδεύσουν μαζί τους. Οι Running Wild είναι έτοιμοι λοιπόν για τα μεγάλα ακροατήρια.

Τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους και έναν από τους ιστορικούς στο χώρο του metal, το "Port Royal" τον κυκλοφορούν το 1988 και η επιτυχία του μεταφράζεται σε 50000 πωλήσεις. Μετά τους Scorpions και τους Accept καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους σαν αντιπρόσωποι του σκληρού γερμανικού ήχου.

To 2002 κυκλοφόρησαν το δωδέκατο άλμπουμ τους "The Brotherhood" που διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν τους Running Wild ξεχωριστούς-ατόφιο μελωδικό ευρωπαϊκό heavy metal.

Οι Running Wild δεν είναι ένα συγκρότημα που ικανοποιείται μόνο στους χώρους του στούντιο. Πάντα βρίσκεται σε περιοδεία ώστε να έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τα ακροατήρια που το ανέδειξαν. Αναμενόμενο ήταν να μην παραλείψουν να κάνουν μία επίσκεψη στην ελληνική "αδελφότητα" η οποία παραμένει πάντοτε πιστή, ήδη από την αρχή της καριέρας τους.

H επίσκεψή τους μεταφράζεται σε μία εκρηκτική σκηνική παρουσία ειδικά όταν εντάσσεται στα πλαίσια του Rockwave Festival 2004.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Dark Tranquillity

Πρόκειται για έναν από τους τέσσερις σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού που αποκαλούμε ως "New wave of Swedish death metal" μαζί με τους IN FLAMES, ARCH ENEMY και τους AT THE GATES (R.I.P.), οι οποίοι για όσους δεν γνωρίζουν αποτελούν (αν και δεν υφίστανται πλέον) και τους πρωπάτορες του είδους, αφού χάρη σ' αυτούς δημιουργήθηκε ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπητά κινήματα του σουηδικού metal. Έχοντας δημιουργηθεί στις αρχές των 90'ς (1989) και μέσα από μια αρκετά μακρόχρονη καριέρα, την οποία απασχόλησαν ως συνήθως αλλαγές δισκογραφικών εταιριών αλλά και αλλαγές-προσθήκες στην σύνθεσή τους (ορισμένες εξ' αυτών έγιναν αμοιβαία με τους συμπολίτες τους IN FLAMES), κατάφεραν αυτό που στην αρχή δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα όνειρο, να γίνουν γνωστοί ευρέως, να καταξιωθούν και ταυτόχρονα ν' αποτελέσουν επιρροή για κάποια άλλα νεώτερα σχήματα. Αν και η επιτυχία είχε αρχίσει να τους χτυπά την πόρτα σχετικά νωρίς, ουσιαστικά την γεύτηκαν με την κυκλοφορία του "The Gallery", ενός άλμπουμ που αν μη τι άλλο, μόνο κλασικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πρόκειται για ένα σχήμα που δεν διστάζει να προχωρά και σε ορισμένες αλλαγές-καινοτομίες όταν οι περιστάσεις το απαιτούν και τρανή απόδειξη γι' αυτό αποτελούν κυκλοφορίες όπως "Projector" και "Haven", στις οποίες προστέθηκαν κάποια διαφορετικά στοιχεία, όπως τα πιο καθαρά και μελωδικά φωνητικά καθώς και τα πιο "ηλεκτρονικά" πλήκτρα. Και όλα αυτά δίχως να παρεκλίνουν της κύριας ηχητικής πορείας τους, που συνδυάζει άψογα τις διπλές κιθαριστικές αρμονίες, τα σκληρά φωνητικά και την μεγάλη δόση μελωδίας με την πολύπλοκη δομή των κομματιών τους και την έντονη αγάπη τους για το thrash των 80'ς. Και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μας τα προσφέρουν σε ισόποσες δόσεις και με την μοναδικότητα που τους διακρίνει, για μία φορά ακόμη, με την πολύ πρόσφατη και πραγματικά εξαίσια κυκλοφορία τους "Damage Done".

BIOΓΡΑΦIA

Στην αρχή της δεκαετίας του '90 οι Σουηδοί Dark Tranquillity, τοποθετούσαν τα θεμέλια ενός ιδιαίτερου στυλ metal που θα μπορούσαν να το θεωρήσουν δικό τους.

Οι Dark Tranquillity άρχισαν να πειραματίζονται με και συγχρόνως να τοποθετούν προχωρημένες μελωδίες και άτακτες δομές τραγουδιών στην εντατική, επιθετική μουσική τους. Το l.p 'Projector' επιδεικνύει την ικανότητα της μπάντας να επεκτείνει τους μουσικούς της ορίζοντες και να προκαλεί συνεχώς τους ακροατές της. Αυτό το διαφορετικό και συνάμα ενδοσκοπικό album επέφερε διθυραμβικές κριτικές και κατέστησε τη μπάντα υποψήφια στην Hard Rock κατηγορία των Σουηδικών βραβείων Grammy. Το 2000 σειρά έχει ένα άλλο ένα ακόμη εξαίσιο άλμπουμ, ίσως ακόμη πιο ώριμο από τον προκάτοχό του, το προκλητικό Haven. Oι Dark Tranquillity σχηματίστηκαν το 1989 και έχουν επηρεάσει σε βάθος την ευρωπαϊκή underground σκηνή, υιοθετώντας τον γνωστό πλέον Gothenburg ήχο. Αυτή η έννοια χαρακτηρίζεται από δυνατές κιθαριστικές αρμονίες και περίπλοκα τραγούδια σε συνδυασμό με μια έντονη ακουστική επίθεση που έχει τις ρίζες της στην thrash παράδοση των 80's αλλά με μια πιο μελωδική προσέγγιση. Οι Dark Tranquillity κυκλοφόρησαν τρεις δίσκους και δύο EP's και μεταμορφώθηκαν σε μια από τις πιο πολύ-συζητημένες μπάντες σε ολόκληρη την Σκανδιναβική metal σκηνή. Το τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο 'The mind' s I' και το EP 'Enter suicidal angels' ανέδειξαν τα μουσικά χαρακτηριστικά του γκρουπ. Η διάρκεια των τραγουδιών μειώνονταν συνεχώς και η μπάντα επικεντρωνόταν στην ενέργεια, διατηρώντας την ακριβή αίσθηση της μελωδίας, που είχε κοσμήσει στο παρελθόν το υλικό της μπάντας.

Στις αρχές του 1999 το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την Century Media Records, που κυκλοφόρησε για λογαριασμό της μπάντας το ΄99 το album "Projector" σε ολόκληρο τον κόσμο. Το "Projector" αποτελεί την πιο δυναμική δουλειά των Dark Tranquillity έως τώρα, ξεχειλίζοντας από τεχνική δύναμη και όντας περισσότερο προοδευτικό για το γκρουπ από άποψη δημιουργικής ωριμότητας και προσέγγισης.

Η ευρωπαϊκή περιοδεία τους με τους IN FLAMES, CHILDREN OF BODOM και τους ARCH ENEMY αποτέλεσε όχι μόνο την εκπλήρωση των ονείρων κάθε αληθινού μαθητή του Gothenburg ήχου, αλλά και μια θριαμβευτική εξέλιξη για τους εραστές της ακραίας μουσικής, που τολμάει να αγκαλιάσει τη μελωδία. Ακολούθησαν δύο επιτυχημένες συναυλίες με τους Soilwork, γεμίζοντας το Ιαπωνικό κοινό με ενθουσιασμό. Οι Dark Tranquillity αισθάνθηκαν την ανάγκη να πειραματιστούν με νέες μουσικές περιοχές με το album "Haven", αλλά και να επιστρέψουν ταυτόχρονα στις "σκληρές" τους ρίζες. Τραγούδια σαν το "Fabric" και το "Emptier Still" αναδεικνύουν μία μοντέρνα πλευρά της μπάντας, ενώ το "Feast of Burden" είναι ένα κλασικό Dark Tranquillity κομμάτι. Το "Haven" είναι η πρώτη κυκλοφορία με τα νέα μέλη Martin Brandstrom και Michael Nicklasson, ανανεώνοντας έτσι το σχήμα της μπάντας. Οι Dark Tranquillity είναι metal βιρτουόζοι και διαθέτουν άκρως εθιστικά τραγούδια.

Line-Up:

Mikael Stanne (ex IN FLAMES) - Vocals

Niklas Sundin - Guitars

Martin Henriksson - Guitars

Michael Nicklasson - Bass

Martin Brandstrom - Keyboards

Anders Jivarp - Drums

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Firewind

H μπάντα σχηματίστηκε από τον κιθαρίστα Gus G, τον τραγουδιστή Stephen Fredrick, τον Έλληνα μπασίστα Petros Christo και τον Νορβηγό ντράμερ Stian Kristoffersen.

O Gus G θεωρείται ένας από τους καλύτερους νέους κιθαρίστες της metal κοινότητας και το όνομά του καθιερώθηκε σε πολύ σύντομα χρονικό διάστημα μέσα από cd με τους Νightrage, Mystic Prophecy και τους Dream Evil. Πρόσφατα ψηφίστηκε από το έγκυρο περιοδικό της Ιαπωνίας Burrn! ως ένας από τους 3 μεγαλύτερους κιθαρίστες. Στο άλμπουμ Burning Earth o Gus επιμελήθηκε όλη τη μουσική και ο Stephen έγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό των στίχων και των μελωδιών. Ο Stephen έδωσε την καλύτερη ερμηνεία της μακρόχρονης, λαμπρής καριέρας του.

Γρήγορα κομμάτια όπως το 'Steal them Blind', 'I am the anger' και 'Burning Earth' θα ικανοποιήσουν πλήρως τους οπαδούς των Firewind σε όλο τον κόσμο. Το τραγούδι 'Ιmmortal Lives Young' αναδεικνύει μια πιο ώριμη στιχουργική προσπάθεια από πλευράς τους. Η μπάντα ηχογράφησε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ο αντιπολεμικός ύμνος της γενιάς μας το 'The longest day'.

H συναισθηματική χροιά της φωνής του Stephen σε συνδυασμό με τα δυναμικά riffs επιφέρει την απόλυτη ισορροπία, πράγμα το οποίο λίγα γκρουπ μπορούν να πετύχουν.

Το μιξάρισμα του άλμπουμ επιμελήθηκε ο metal ιμπρεσάριος Fredrik Nordstrom στη Σουηδία στο παγκοσμίου φήμης στούντιο Fredman.

Oι Firewind με το νέο τους δίσκο 'Burning Earth' επιτυγχάνουν μια φυσική μετάβαση εξερευνώντας τα όρια του metal με την δύναμη, την κλάση, την κουλτούρα και την ένταση. Οι Firewind βρίσκονται κοντά στο να γίνουν μια από τις κορυφαίες μπάντες του metal κόσμου.

Χωρίς αμφιβολία, το άλμπουμ αυτό θα αντέξει τη δοκιμή του χρόνου και θα ενταχθεί στην κατηγορία των metal classic!

Πρόσφατα εντάχθηκε στη δυναμική του γκρουπ ο πρώην τραγουδιστής των Αvalon Chity Somapala στη θέση του Stephen Fredrick και ο Έλληνας κιμπορντίστας Bob Katsionis . H μπάντα πραγματοποίησε μια πετυχημένη περιοδεία στην Ιαπωνία.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Judas Priest

Line-up:

Rob Halford

lead guitarist Glenn Tipton

lead guitarist K.K. Downing

bassist Ian Hill

drummer Scott Travis

Χαράς Ευαγγέλια για τους πολυάριθμους φανς της "σκληρής" πλευράς της σελήνης.

Ο Rob Halford, επιστρέφει στους JUDAS PRIEST!

Οι Judas Priest, με την αρχική τους σύνθεση ετοιμάζονται να κατακτήσουν τον κόσμο και να γιορτάσουν την ουσιαστική επανένωσή τους, αλλά και τα 30 χρόνια πορείας τους.

Η Αθήνα και το Rockwave Festival 2004 αποτελούν σταθμό σε μια περιοδεία που κυριολεκτικά θα αλλάξει τα δεδομένα των metal lives, ανεβάζοντας ψηλότερα τον πήχυ.

Τόνοι εξοπλισμού θα ταξιδέψουν μαζί τους, ενώ ειδικό track θα μεταφέρει την μηχανή του Halford με την οποία θα ανέβει και θα οργώσει την σκηνή του Rockwave Festival 2004 ,ενώ το light show αναμένεται ultra πρωτοποριακό.

Οι Judas Priest ξεπήδησαν απο την βιομηχανική working-class πόλη του Birmingham, της Αγγλίας , για να γίνουν μια από τις μεγαλύτερες μπάντες όλων των εποχών!

Οι Judas Priest θεωρούνται και είναι οι πιονέροι και ακρογωνιαίοι λίθοι του Heavy Metal . Το ντεμπούτο τους 'Rocka Rolla' ακολούθησαν albums όπως τα 'Sad Wings of Destiny,' ''Sin After Sin,' 'Stained Class,' 'Hell Bent For Leather,' 'Unleashed in the East,' 'British Steel,' 'Screaming for Vengeance,' 'Defenders of the Faith' και 'Painkiller,' με τραγούδια ύμνους τιτανικών διαστάσεων όπως "Victim of Changes," "Sinner," "Exciter," "Hell Bent for Leather," "Living After Midnight," "Breaking the Law" και "You've Got Another Thing Comin' ''

Ο κόσμος του metal είναι σίγουρο πως με ένα τέτοιο νέο θα αισθάνεται το λιγότερο προσμονή για την ιστορική πλέον ημερομηνία.

"Ήταν αναπόφευκτο, όμως δεν μπορείς να μιλάς για επανασύνδεση όταν προέχει η προώθηση ενός δίσκου, ή όταν είσαι σε περιοδεία!"

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Nightwish

Οι NIGHTWISH σχηματίστηκαν τον Ιούλιο του 1996,ένα βράδυ που ο Tuomas και οι φίλοι του ήταν μαζεμένει γύρω από μια φωτιά στην πόλη Kitee της Φινλανδίας.

Τα πρώτα 3 τραγούδια που δημιούργησαν-σε ακουστικό ύφος-ηχογραφήθηκαν την ίδια χρονιά από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο. Την εποχή εκείνη τα μέλη των NIGHTWISH ήταν μόλις 3: Ο Tuomas, η Tarja και ο Emppu.

Σε αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης αλλάκαι πειραματισμών, τα μέλη του γκρούπ αποφάσισαν να δοκιμάσουν πως θα ακουγόταν η μουσική τους με την προσθήκη των drums (κι έτσι προστέθηκε στο συγκρότημα ο Jukka) αλλά και με την αντικατάσταση της ακουστικής κιθάρας από την ηλεκτρική. Έτσι λίγο καιρό μετά και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1997, το συγκρότημα ξαναμπαίνει στα studios για να ηχογραφήσει 7 νέα τραγούδια τα οποία περιλαμβάνονται στο limited edition του άλμπουμ Angels Fall First.

Μόλις ένα μήνα μετά οι Nightwish υπογράφουν το πρώτο τους δισκογραφικό συμβόλαιο με την Spinefarm για δύο άλμπουμ. Τον Αύγουστο μπαίνουν στα studio και ηχογραφούν τέσσερα νέα τραγούδια. Πριν την κυκλοφορία του angels Fall First, κυκλοφορεί το single The Carpenter το οποίο φθάνει στην 8η θέση των επίσημων charts της Φινλανδίας.

Η πρώτη live εμφάνιση των NIGHTWISH είναι στις 31 Δεκεμβρίου του 1997 και ακολουθούν μόνο άλλες επτά την επόμενη χρονιά μια και ο Jukka και ο Emppu κατατάσσονται στο στρατό και η Tarja είναι απασχολημένη με τις σπουδές της. Οι NIGHTWISH και η SPINEFARM από κοινού επεκτείνουν το δισκογραφικό συμβόλαιο το οποίο περιλαμβάνει πλέον 3 άλμπουμ αντί των δύο.

Τον Απρίλιο του 1998 ξεκινούν και τα γυρίσματα του πρώτου video clip για το single The Carpenter. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προστίθεται στο συγκρότημα και ο μπασσίστας Sami Vanska και το συγκρότημα ξεκινάει τις πρόβες για τα τραγούδια του νέου άλμπουμ. Μπαίνουν στο studio τον Αύγουστο για να ολοκληρώσουν τις ηχογραφήσεις , οι οποίες ολοκληρώθηκαν τέλη Οκτωβρίου. Στις 13 Νοεμβρίου, οι Nightwish έδωσαν μία συναυλία στο Kitee, στο οποίο γυρίστηκε το videoclip για το single 'Sacrament of Wilderness'.To τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε στις 26 Νοεμβρίου και το νέο άλμπουμ με τίτλο 'Oceanborn' κυκλοφόρησε στις 7 Δεκεμβρίου.

Όλοι έμειναν άφωνοι με την επιτυχία του Οceanborn. Έφτασε ως το νούμερο 5 του επίσημου φινλανδικού album chart και το single ''Sacrament of Wilderness' ήταν νούμερο 1 στα singles charts για πολλές βδομάδες. Τον χειμώνα του 1999, οι Nightwish, έδωσαν πολλές συναυλίες σε ολόκληρη τη χώρα επί τρεις μήνες και εμφανίστηκαν επίσης στο Lista chart show. Την άνοιξη, το Oceanborn κυκλοφόρησε εκτός των φινλανδικών συνόρων. Τον Μάιο η μπάντα ξεκίνησε να περιοδεύει για 2 1/2 μήνες παίζοντας σε όλα σχεδόν τα μεγάλα ροκ φεστιβάλ. Ταυτόχρονα ηχογράφησαν το single 'Sleeping Sun', το οποίο γράφτηκε για την έκλειψη στην Γερμανία. Τον Αύγουστο το single κυκλοφόρησε στην Γερμανία και περιελάμβανε τα τραγούδια Walking in The Air, Swanheart και Angels Fall First. Στην Γερμανία το single πούλησε 15,000 κόπιες μέσα σ' ένα μήνα. Τον Αύγουστο οι Nightwish έμαθαν ότι τα Οceanborn και 'Sacrament of Wilderness' είχαν γίνει χρυσά. Την ίδια περίοδο, επιβεβαιώθηκε ότι η μπάντα θα πραγματοποιούσε μια περιοδεία στην Ευρώπη, η οποία θα περιλάμβανε 26 συναυλίες μαζί με ένα Γερμανικό συγκρότημα με την ονομασία Rage.

Στις αρχές του 2000 η μπάντα μπήκε στο στούντιο ξανά για να ξεκινήσει την ηχογράφηση του νέου δίσκου. Μία ευχάριστη διακοπή από την ηχογράφηση ήρθε με την συμμετοχή των Nightwish στον διαγωνισμό της Eurovision με το τραγούδι Sleepwalker. Oι Nightwish κατέκτησαν την υψηλότερη θέση κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου, τελικά όμως κατέλαβαν τη δεύτερη θέση, παρά την ενθουσιώδη ανταπόκριση των θεατών.

Το νέο άλμπουμ, Wishmaster, κυκλοφόρησε τον Μάιο και η Wishmaster περιοδεία ξεκίνησε από το Κitee, τη γενέτειρα της μπάντας. Μετά τη συναυλία το συγκρότημα παρέλαβε χρυσές πλακέτες για το άλμπουμ Οceanborn και τα singles 'Sacrament of Wilderness' και 'Sleeping Sun'. Το Wishmaster ανέβηκε κατευθείαν στο νούμερο 1 των φινλανδικών charts , όπου και παρέμεινε επί τρεις βδομάδες. Μέσα σε αυτές τις τρεις βδομάδες έγινε χρυσό. Το Wishmaster, εγκρίθηκε από τους θαυμαστές και από τα ΜΜΕ και ονομάστηκε άλμπουμ της χρονιάς από το Γερμανικό περιοδικό Rock Hard στο τεύχος 6/2000. Aκολουθούσαν τα πολυαναμενόμενα άλμπουμ των Bon Jovi και Iron Maiden.

To Wishmaster έκανε το ντεμπούτο του στα γερμανικά charts στη θέση 21 και στη θέση 66 στην Γαλλία! Το 'Wishmaster World Tour', που ξεκίνησε από το Κitee, συνέχισε στα μεγάλα φεστιβάλ της Φινλανδίας και ύστερα στην Νότια Αμερική τον Ιούλιο του 2000. Η περιοδεία στην Βραζιλία, Χιλή, Αργεντινή, Παναμά και Μεξικό διήρκησε 3 βδομάδες και αποτέλεσε την τελειότερη εμπειρία που είχε γευτεί η μπάντα ως τότε. Στη συνέχεια ακολούθησαν, επιτυχημένες εμφανίσεις στο Wacken Open Air, Biebop Metal Fest και η πρώτη τους Ευρωπαϊκή περιοδεία ως πρώτο όνομα με τους Sinergy & Eternal Tears Of Sorrow. Τον Νοέμβρη η μπάντα εμφανίστηκε δύο βραδιές στο Montreal, του Καναδά.

Η επόμενη δουλειά των Nightwish, ήταν ένα live DVD / VHS μαζί με ένα limited live άλμπουμ (το οποίο κυκλοφόρησε μόνο στην Φινλανδία). Η συναυλία έγινε στο Tampere στις 29 Δεκεμβρίου 2001. Το υλικό κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 200 στην Φινλανδία και παγκοσμίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2001. Στο τέλος της εμφάνισής τους, οι Νightwish παρέλαβαν πλατινένιες πλακέτες για το Wishmaster και χρυσούς δίσκους για το single 'Deep Silent Complete'!!!

Toν Μάρτιο του 2001 οι Nightwish μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν μια διασκευή του 'Over the hills and Away' του Gary Moore, μαζί με δύο νέα τραγούδια και μια διασκευή του 'Astral Romance' των Αngels Fall Firsts. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στη Φινλανδία τον Ιούνιο του 2001.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Queensryche

Don't offer me faith, I've got all I need here

My faith is growing, growing tight against the seam.

What we need is trust, to keep us both alive

Help us make it through the night...

OPERATION: ROCKWAVE!

Η περσινή επίσκεψη της διάσημης progressive rock μπάντας από το Seattle στη χώρα μας, άφησε το ελληνικό κοινό άφωνο. Μετά από 20 χρόνια κυριαρχίας στο μουσικό στερέωμα, συνδυάζοντας τη μελωδία με το συναίσθημα, οι QUEENSRYCHE μας απέδειξαν ότι διατηρούν το ιδιαίτερο εκείνο μουσικό στυλ που τους έκανε παγκοσμίως γνωστούς σε μικρό χρονικό διάστημα.

Οι καυστικοί τους στίχοι ηχούν στα αυτιά όλων των θαυμαστών της μπάντας και εξακολουθούν να είναι επίκαιροι ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια από την ημέρα που γράφτηκαν. Ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας των τραγουδιών τους, η μουσική τους ανεξαρτησία και η επαναστατική τους χροιά αποθεώθηκαν από το ελληνικό κοινό, το οποίο θα έχει την ευκαιρία να τους απολαύσει και φέτος σε μία ιδιαίτερα δυναμική εμφάνιση στο Rockwave Festival 2004.

Oι ηλεκτρικές κιθάρες, οι μεθυστικοί ήχοι, ο έντονος λυρισμός και τα φωνητικά του Geoff Tate, που δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πιο ταλαντούχους ερμηνευτές της metal μουσικής σκηνής, αποτελούν σίγουρη συνταγή επιτυχίας, ειδικά όταν πίσω απ' αυτήν βρίσκονται τα αθάνατα μέλη του φαινομένου που ονομάζουμε QUEENSRYCHE.

Το show τους στο Rockwave Festival 2004 θα είναι Καυτό, Επαναστατικό, Εκρηκτικό γεμάτο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους και με πολλές εκπλήξεις που θα συγκινήσουν το ελληνικό κοινό.

THERE'S ONE MORE CANDLE LEFT TO LIGHT

THE ONE WITH QUEENSRYCHE AT TERRA VIBE!

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

1981, O τραγουδιστής Geoff Tate, oι κιθαριστές Chris DeGarmo και Michael Wilton, ο μπασίστας Eddie Jackson και ο ντράμερ Scott Rockenfield ίδρυσαν τους QUEENSRYCHE. To 1982 κυκλοφόρησαν το ομότιτλο ντεμπούτο ΕΡ τους (με δική τους παραγωγή) στην προσωπική τους δισκογραφική εταιρία, 206. Μετά την πώληση 60,000 αντιτύπων στην 206, οι μεγάλες δισκογραφικές κυνηγούσαν το συγκρότημα για να υπογράψουν συμβόλαιο μαζί τους. Επιλέχτηκε η ΕΜΙ και το ντεμπούτο τους ΕΡ επανακυκλοφόρησε με την προσθήκη ενός τραγουδιού.

1984, Το Τhe Warning βρήκε την μπάντα να ηχογραφεί στο Λονδίνο με τον James Guthrie (The Wall των Pink Floyd) και τον συνθέτη Michael Kamen.

To 1986, oι QUEENSRYCHE κυκλοφόρησαν το Rage For Order, μία αφθονία ήχων, που πολλοί θεώρησαν ως το ξεκίνημα του μοναδικού στυλ που συσχετίζεται με το όνομά τους.

Το 1988, οι QUEENSRYCHE έσπασαν όλα τα μουσικά δεδομένα με το θρυλικό, θεματικό τους δίσκο με τίτλο: OPERATION: MINDCRIME. Η εκτεταμένη θεματολογία, σκιαγράφηση χαρακτήρων, και δυνατά τραγούδια συνέβαλαν στην δημιουργία του πιο φιλόδοξου και πρωτοποριακού δίσκου τους ως σήμερα. Το OPERATION: MINDCRIME ήταν μία τεράστια εμπορική επιτυχία και επικροτήθηκε από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα να γίνει τριπλά πλατινένιος και να κερδίσει μία υποψηφιότητα για Grammy.

1990, Το Empire ήταν μία Τορ 10 επιτυχία. Με singles όπως το 'Silent Lucidity', 'Jet City Woman' και 'Another Rainy Night (Without You), το άλμπουμ πούλησε πάνω απο 4 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο επόμενος 1 1/2 χρόνος είδε την μπάντα να περιοδεύει ασταμάτητα στην Αμερική, Ιαπωνία, Ευρώπη και Νότια Αμερική. Εμφανίστηκαν επίσης σε ζωντανά τηλεοπτικά προγράμματα, όπως τα Αμερικάνικα Μουσικά Βραβεία και το 1991 στα ΜΤV VIDEO AWARDS, όπου κέρδισαν το Viewers Choice Award. To φθινόπωρο του 1991, οι QUEENSRYCHE κυκλοφόρησαν το Operation: Livecrime, μία ζωντανή οπτικό-ακουστική ηχογράφηση του θρυλικού πλέον ροκ ρεπερτορίου τους.

Το 1992, οι QUEENSRYCHE προτάθηκαν για Grammy για μία ακόμη φορά και είχαν την τιμή να παίξουν ζωντανά στην τελετή των Grammy στην Νέα Υόρκη.

Μετά από δύο χρόνια συνεχούς περιοδείας, η μπάντα αποστασιοποιήθηκε για λίγο από τα μουσικά δρώμενα και επέστρεψε το 1994 με το Promise Land. Ηχογραφημένο από τον James Barton και τους QUEENSRYCHE, σε μία καλύβα που βρισκόταν σε ένα απομακρυσμένο νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό, το Promise Land ήταν μία ενδοσκοπική εξέταση του εαυτού τους. Με επιτυχίες όπως 'Ι am I', 'Bridge' και 'Disconnected', o δίσκος ανέβηκε κατευθείαν στο νούμερο 3 τoυ Billboard chart και έγινε πλατινένιος.

Το 1995, οι QUEENSRYCHE, ήταν από τους πρώτους που κυκλοφόρησαν CD Rom. Είχε τον τίτλο Promise Land-Mια ενδοσκοπική περιπέτεια και αποτελούσε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι που οδηγούσε τον παίχτη μέσα στο μυαλό των μελών της μπάντας, εξερευνώντας αιτία και αποτέλεσμα σε ποικίλες ηθικές καταστάσεις.

Οι QUEENSRYCHE αποκάλυψαν έναν νέο, απογυμνωμένο ήχο το 1997 με το άλμπουμ 'Hear In The Now Frontier'. Δυστυχώς δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του, η δισκογραφική τους εταιρία, ΕΜΙ, κήρυξε πτώχευση και η περιοδεία περιορίστηκε στις 10 βδομάδες από τους 12 μήνες που συνήθως έλειπε σε περιοδεία το συγκρότημα.

'Η λήξη της συνεργασίας με την ΕΜΙ δεν θα μπορούσε να συμβεί σε χειρότερη περίοδο για την μπάντα', είπε ο Tate, 'Ο δίσκος δεν μπορούσε να γνωρίσει επιτυχία χωρίς καθόλου δημοσιότητα, οπότε θεωρήσαμε ότι η καλύτερη λύση ήταν να περιορίσουμε χρονικά την περιοδεία και να ηχογραφήσουμε νέο υλικό.

Τον Ιανουάριο του 1998, ο Chris DeGarmo ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την μπάντα που ο ίδιος είχε βοηθήσει να συγκροτήσει. Μετά από πολλούς μήνες συζητήσεων, τη θέση του πήρε ο, επί χρόνια, φίλος των QUEENSRYCHE, Κelly Gray.

'Γνωρίζω τον Kelly 20 χρόνια', είπε ο Tate, 'και ταιριάζει στο προφίλ του συγκροτήματος καθώς και στην υπάρχουσα στιχουργική χημεία'.

'Ήμασταν οι απόκληροι με τα μακριά μαλλιά', λέει ο ντράμερ Scott, που φοίτησε στο ίδιο λύκειο με τον Gray, 'που ενδιαφέρονταν να παίζουν μουσική μετά το σχολείο'.

'Μου αρέσει να συνεργάζομαι με άλλον κιθαριστή', αναφέρει ο Michael Wilton. 'Όταν έπαιξα με τον Kelly για πρώτη φορά, αναπτύξαμε ένα έντονο δέσιμο. Ήταν κάτι απόλυτα φυσικό. Γράψαμε το 'Right Side Of My Μind' εκείνη την ημέρα.

Με τον Gray να αποτελεί μέλος της μπάντας, οι QUEENSRYCHE, αναδιοργανώθηκαν και συνέθεσαν υπέροχα τραγούδια όπως το συγκινητικό 'When The Rain Comes', το έξυπνο 'Liquid Sky' και το αισθησιακό 'Sacred Groove'.

'Δεν ήθελα να τραγουδήσω για πολύ καιρό', ομολογεί ο Tate, αλλά τα υπόλοιπα μέλη συνεχώς παρήγαγαν καταπληκτικές μελωδίες και άρχισαν να ξεχειλίζουν ιδέες από το μυαλό μου και να δουλεύουμε με γρήγορους ρυθμούς.' Επιπλέον το γενικότερο ήθος της μπάντας ήταν υψηλό, δεθήκαμε πάρα πολύ'.

Με το καταπληκτικό Q2K, οι νέοι και ανανεωμένοι QUEENSRYCHE, μετέφεραν τη μουσική τους στο επόμενο επίπεδο.

Οι QUEENSRYCHE περιόδευσαν με το Q2K για ένα χρόνο και ο Kelly πλέον αποτελεί μέλος της οικογένειας. Ακόμα όμως κάτι έλειπε. Δεν έπαιρναν την υποστήριξη που ήθελαν από την Atlantic, και θέλησαν να υπογράψουν συμβόλαιο με μια πιο προσωπική και επιθετική δισκογραφική. Η επιλογή έγινε και η μπάντα υπέγραψε συμβόλαιο με την Sanctuary Records τον Ιούλιο του 2001.

Η μπάντα θέλησε να ξεκινήσει τη συνεργασία της με την Sanctuary με την κυκλοφορία ενός live δίσκου που συνοψίζει τα τελευταία 20 χρόνια του συγκροτήματος και ενός νέου διπλού live δίσκου. Το 'Live Evolution' ηχογραφήθηκε στο Μoore Theater στο Seattle στις 27 και 28 Ιουλίου. 'Αναζητούσαμε τον καλύτερο τρόπο για να περιγράψουμε την μουσική μας και να προσδιορίσουμε όλα όσα υποστηρίζουν οι QUEENSRYCHE τα τελευταία 20 χρόνια', λέει ο Rockenfield. 'Μετά από 20 χρόνια ως μέλος αυτής της μπάντας, και έχοντας ακούσει αμέτρητα live bootlegs με πολύ κακό ήχο, το 'Live Evolution' ήταν η απάντηση για εκείνους που γνωρίζουν τι συμβαίνει σε μία ζωντανή εμφάνιση των QUEENSRYCHE, λέει ο Wilton. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 25 Σεπτεμβρίου και ένα DVD καθώς και ένα VHS HOME VIDEO κυκλοφόρησαν στις 9 Οκτωβρίου.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Nightfall

The killer sounds of NIGHTFALL

Reach The ROCKWAVE FESTIVAL 2004

Οι Nightfall είναι η μπάντα η οποία γεφύρωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα με το εξωτερικό όσον αφορά το σκληρό ροκ αρχίζοντας στα τέλη του 1991 με ένα συμβόλαιο στην ανεξάρτητη τότε Γαλλική εταιρεία Holy records με την οποία και έμεινε περίπου μια δεκαετία. Στο βιογραφικό της μπορεί κάποιος να βρει πληθώρα κυκλοφοριών και περιοδειών σε όλο τον κόσμο (αίσθηση είχε προκαλέσει η headline εμφάνισή τους στη Κωνσταντινούπολη το 1998, αρκετά πριν άλλους Έλληνες καλλιτέχνες εκεί!) δημιουργώντας έτσι το δικό της μύθο σε όλο το φάσμα της παγκόσμιας "σκληρής" σκηνής, μη χάνοντας την επαφή της όμως με την Ελλάδα και πάντα διαφημίζοντας τη εγχώρια σκηνή της!

Το promotion της μπάντας γίνετε από τη Γερμανία, η ηλεκτρονική σελίδα συντάσσεται στη Φιλανδία, το management από την Ελλάδα, ενώ οι δίσκοι τους έχουν φτάσει μέχρι την Ιαπωνία (license)!..

Αξίζει να επισκεφθείτε το www.nightfallstar.com για περισσότερη... σκοτεινή ποίηση.

Οι NIGHTFALL αυτοπροσδιορίζονται:

LINE UP:

Efthimis Karadimas: Μπάσο & Φωνητικά

George Bokos: Κιθάρες

Bob Gatsionis: Κιθάρες & Πλήκτρα

George Kollias: Ντραμς

Κυκλοφορίες:

Parade Into Centuries, 1992 (Holy recs)

Oh Black Queen, Oh You?re Mine (7? EP), 1993 (Holy recs) Macabre Sunsets, 1993 (Holy recs) Eons Aura (mini CD), 1994 (Holy recs) Athenian Echoes, 1995 (Holy recs) Lesbian Show, 1997 (Holy recs) Electronegative (CD single from Diva Futura), 1999 (Holy recs) Diva Futura, 1999 (Holy recs) I Am Jesus (CD single), 2003 (Black Lotus) I Am Jesus, 2003 (Black Lotus)

Προερχόμαστε από την Ελλάδα, Νότια Ευρώπη (GMT + 02 hrs).

Συγκροτηθήκαμε το 1991, όταν ο Ευθύμης αποφάσισε να σχηματίσει ένα καλλιτεχνικό όχημα για τα ακραία πνευματικά του ταξίδια. Πιστεύουμε αποκλειστικά και μόνο στους εαυτούς μας. Οι Nightfall αποτελούν προτεραιότητά μας. Όλα τα μέλη της μπάντας, παρ' όλα αυτά, συσχετίζονται με την μουσική βιομηχανία με ποικίλους τρόπους και ασχολούνται με το συγκρότημα με έναν λεπτό τρόπο, όπως ο οινοποιός ασχολείται με την παραγωγή σπάνιων κρασιών. Επισήμως δεν συμμετέχουμε σε άλλα σχήματα.

Η μουσική μας ΔΕΝ είναι μουσική για τις μάζες! Οι στίχοι μας είναι αλλόκοτα ποιήματα γραμμένα από αλλόκοτους άνδρες.

Ιs it black what I see or simply my beloved eyes refuse to betray that beauty within for the acute cruelty of my reality?..

Η λέξη κλειδί για μια ήρεμη ζωή στην σημερινή κοινωνία είναι σεβασμός! (Αν και πολλοί θα έλεγαν πως είναι ο φόβος και, ομολογουμένως η λέξη αυτή είναι πιο βολική, δυστυχώς). Είναι δύσκολο να επιτευχθεί η απόλυτη ευτυχία, μόνο η ηρεμία του μυαλού είναι εφικτή, δυστυχώς.

Σταθμοί στην καριέρα μας:

Oι Nightfall ήταν η πρώτη ελληνική μπάντα που κυκλοφόρησε ένα επίσημο άλμπουμ σε ξένη δισκογραφική εταιρία (Parade Into Centuries, Holy Records 01, France 1992). Επίσης ήταν η πρώτη μπάντα που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή το υλικό της σε CD format. Το γεγονός ότι ο δίσκος των Nightfall ήταν η πρώτη κυκλοφορία της Holy Records, Γαλλία είναι πολύ σημαντικό διότι, μετά τους Nightfall, οι γαλλικές δισκογραφικές άρχισαν να υπογράφουν συμβόλαια με Ελληνικά "σκληρά" σχήματα η μία μετά την άλλη!

Η ζωντανή μας εμφάνιση στην Κωνσταντινούπολη το 1998 μπροστά σε ένθερμο κοινό 1000 ατόμων (περισσότερα στο φύλο της αγγλόφωνης εφημερίδας Athens News όπου υπήρχε εκτενέστατο άρθρο), πολύ πριν οποιαδήποτε άλλη (mainstream pop) μπάντα τολμήσει να επισκεφτεί την γειτονική χώρα (σημειώστε όλα τα παραδοσιακά προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες που εμπόδισαν την ανάπτυξη κάθε είδους σχέσης για πολλά χρόνια). Οι Nightfall ήταν η πρώτη ελληνική μπάντα που εμφανίστηκε στο διάσημο Wacken Festival, στη Γερμανία, τον Αύγουστο του 2001, ενώ από το 1994 περιοδεύει/παίζει πιο συχνά εκτός Ελλάδας παρά εντός.

Ο Miika Kuusinen, διάσημος στην Φινλανδία, σύστησε το συγκρότημα στον κόσμο της ηλεκτρονικής τεχνολογίας το 1997. Η μπάντα είναι υπερήφανη για την ομάδα με την οποία συνεργάζεται τόσο καιρό. Το αγαπημένο μας στούντιο ηχογραφήσεων είναι το Τico Tico στην Φινλανδία. Χωρίς αμφιβολία είναι το καλύτερο μέρος για την παραγωγή δυνατού και καθαρού ήχου. Μακάρι να ήτανε στο διπλανό τετράγωνο και όχι στο Kemi, Λαπωνία!

Και η συνέχεια επι σκηνής!!!

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Mogwai

HAPPY SONGS FOR HAPPY PEOPLE

Eίναι γεγονός! H κολεκτίβα των Mogwai που εκτιμά ιδιαίτερα το ελληνικό κοινό και τους ακολουθεί πιστά σε κάθε τους βήμα εισβάλει στο Rockwave. Mαζί με τους Pixies που τόσο θαυμάζει η post rock μπάντα από την Γκλασκώβη θα απογειώσει την τετάρτη μέρα του Φεστιβάλ. O απόλυτος ροκ συνδυασμός...

Mουσική ως στάση ζωής. Aυτό είναι το σλόγκαν που προσδιορίζει την κολεκτίβα των Mogwai από την Γλασκώβη εδώ και οκτώ χρόνια τώρα. Σε όλη την διάκρεια της πορείας της η post rock μπάντα έχει χαράξει το δικό της δρόμο στην μουσική σκηνή, αφήνοντας το προσωπικό της στίγμα. H βιογραφία των Mogwai ήδη αριθμεί τέσσερα εξαιρετικά άλμπουμ, αρκετά σίνγκλ και ηλεκτρονικά ρεμίξ των τραγουδιών από σημαντικούς καλλιτέχνες που έδωσαν άλλη διάσταση στη μουσική τους. Tελειομανείς και εμπνευσμένοι οι Mogwai κατάφεραν να ξεχωρίσουν αμέσως ανάμεσα σε δεκάδες μπάντες της βρετανικής σκηνής χάρη στον ιδιαίτερο και εντελώς προσωπικό ήχο τους. Mε το ένα πόδι στην σύγχρονη πειραματική μουσική και το άλλο στα παραδοσιακά ροκ ακούσματα ο ήχος των Mogwai πατάει γερά στο συναίθησμα και στο συγκινησιακό σοκ, συνδυάζοντας με απόλυτη επιτυχία τον θόρυβο με τις μελαγχολικές μελωδίες, τα κιθαριστικά ξεσπάσματα με τα αιθέρια φωνητικά και μάλιστα χωρίς την επικουρία των στίχων! Ένα εξόχος ενδιαφέρον ηχτικό υβρίδιο που προχωράει ένα βήμα παραπέρα τις μουσικές ατμόσφαιρες της εποχής μας. Mε χαμηλό προφίλ και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας η κολεκτίβα των Mogwai συνεχίζει μια μακριά παράδοση συγκοτημάτων που προτιμούν σιωπηλά να επεξεργάζονται τους ήχους τους, χωρίς ποτέ να προδίδουν το πνεύμα της ίδιας τους της μουσικής. Ήταν 1995, τότε που ο κιθαρίστας Stuart Braithwait, ο μπασίστας Dominic Aitchison, ο κιθαρίστας John Cummings και ο ντράμερ Martin Bulloch συναντήθηκαν στην Γλασκώβη και δημιούργησαν τους Mogwai με σκόπο απλά να γράψουν "σοβαρή κιθαριστική μουσική", όπως δήλωναν. O Brendan O 'Hare εισχώρησε στην μπάντα το '97, προσφέροντας την πολύτιμη βοήθεια του στο πρώτο άλμπουμ με τίτλο "Mogwai Young Team". Ένα χρόνo αργότερα ο Brendan αποχώρησε από τους Mogwai για να ασχοληθεί με τα προσωπικά του projects και την θέση του πήρε ο ταλαντούχος σε πολλά μουσικά όργανα Barry Burns. Aκολούθησε το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο "Come on die young" το '99 και δύο χρόνια αργότερα το "Rock Action". Mε την περσινή, τέταρτη, δισκογραφική τους δουλειά "Happy Songs For Happy People" οι Mogwai διεύρυναν τους μουσικούς τους ορίζοντες με συνθέσεις που προκαλούν συναισθήματα. Παιδιά της διπλανής πόρτας οι Mogwai περιοδεύουν ανά τον κόσμο και εξακολουθούν να γράφουν τραγούδια στην κουζίνα του σπιτιού τους.

Περισσότερα: www.mogwai.co.uk

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Βlack Rebel Motorcycle Club

Οι Βlack Rebel Motorcycle Club, βασικοί εκπρόσωποι της retro/rock 'n' roll σκηνής, θα φιλοξενηθούν στην σκηνή του Rockwave Festival 2004 και θα χαρίσουν στο ελληνικό κοινό πολύτιμες στιγμές αμείλικτων εντάσεων και μεθυστικών μελωδιών.

H μουσική τους θυμίζει σε πολλά σημεία αυτή των The Strokes και White Stripes, με περισσότερες όμως μανιώδεις κιθάρες και απλά, αλλά υπνωτικά riffs.

Οι Peter Hayes (φωνητικά/ κιθάρα), Robert Turner (φωνητικά/ μπάσο) και Nick Jago (ντραμς), με όπλο τους καυστικούς στίχους και την ασυμβίβαστη, σκοτεινή πλευρά του ήχου τους, υπόσχονται να ξεσηκώσουν το κοινό του Rockwave Festival 2004 και να αποδείξουν ότι λειτουργούν ως μία ενότητα αφοσιωμένη σε έναν ιερό σκοπό: να προβάλλουν το αντικαθεστωτικό τους ήθος και την πίστη τους ότι το rock 'n' roll είναι μουσική διαμαρτυρίας.

ΕΚΦΡΑΣΤΕΙΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΩΝ BLACK REBEL MOTORCYCLE CLUB ΣΤΟ ROCKWAVE FESTIVAL 2004

BIOΓΡΑΦIA

LINE UP

ROBERT TURNER - BASS/ VOCALS

PETER HAYES - GUITAR / VOCALS

NICK JAGO - DRUMS

Αυτή τη στιγμή, πρέπει να υπάρχουν ένα εκατομμύριο μπάντες που αναφέρονται θεωρητικά στην ανεξαρτησία και την ελευθερία της έκφρασης. Ελάχιστες είναι εκείνες που κάνουν πράξη όσα κηρύττουν. Οι Black Rebel Motorcycle Club ανήκουν χωρίς αμφιβολία στην κατηγορία αυτή.

Τον περασμένο Σεπτέμβρη, κυκλοφόρησαν το δεύτερό τους άλμπουμ που επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω. Η νέα τους κυκλοφορία, που αποτελεί συνέχεια του επιτυχημένου ομότιτλου δίσκου τους, επαναλαμβάνει το αντικαθεστωτικό ήθος τους και την πίστη τους ότι το rock n' roll είναι μουσική διαμαρτυρίας. Ο τίτλος του, ' Take them on , on their own' αποτελεί μια κραυγή επιστράτευσης καθώς και μια περιγραφή της πορείας που ακολούθησε η μπάντα από τότε που πρωτοεμφανίστηκε το 1998.

Είναι ένας σημαντικός και ταυτόχρονα εκρηκτικός δίσκος εξαιτίας της θεματολογίας του και του τρόπου που προωθεί τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται. Σε μία εποχή που οι αντίθετες απόψεις οδηγούνται στο περιθώριο, το 'Take them on , on their own' επιλέγει να ασχοληθεί με προσωπικά και πολιτικά ζητήματα- και το πράττει αυτό χρησιμοποιώντας την πρωτοτυπία και την ένταση με αποτέλεσμα να ρουφήξει όλον τον αέρα που αναπνέουμε.

Το γκρουπ δε θα το παραδεχόταν ποτέ, αλλά αυτός ο δίσκος υπόσχεται να τους μετατρέψει στην πιο σημαντική rock n' roll μπάντα ολόκληρου του πλανήτη.

Οι Black Rebel Motorcycle Club ήταν κοντά στην επίτευξη αυτού του στόχου από τότε που συναντήθηκαν στο San Francisco το 1998. Τα τρία μέλη του συγκροτήματος κατέληξαν εκεί, προερχόμενοι από διαφορετικά μέρη του κόσμου. Ο Peter ανατράφηκε σε μια φάρμα στην Μινεσότα, ενώ ο Nick μεγάλωσε στο Devon, στη Μ. Βρετανία. Ο Robert, ανατράφηκε σε απόκρημνα δάση στα βουνά του Santa Cruz, όπου έμενε με τον πατέρα του Michael Been - πρώην frontman της New Age μπάντας των '80s, The Call και νυν υπεύθυνου ήχου των Black Rebel Motorcycle Club.

Από την αρχή, τα μέλη του γκρουπ ήταν στο περιθώριο και δεν είχαν καμία επαφή με την μουσική σκηνή που συνάντησαν εκεί, ούτε βέβαια ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν. Οι Peter και Robert δούλεψαν αρχικά με ένα drum machine, πριν την προσθήκη του Nick στην μπάντα, πράγμα το οποίο οδήγησε στην μετενσάρκωσή τους στους The Elements. Αργότερα το όνομα άλλαξε και γεννήθηκαν οι Black Rebel Motorcycle Club ( το όνομα αυτό προέρχεται από την ταινία 'The wild one' με τον Marlon Brando) την ίδια εποχή που τα μέλη της μπάντας άρχισαν τις ηχογραφήσεις για το demo τους. Η πρώτη τους δισκογραφική προσπάθεια χαρακτηρίστηκε ως αδιάφορη.

" Η παραγωγή κάτι τόσο πρωτοποριακού αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση", αναφέρει σήμερα ο Peter και συνεχίζει λέγοντας ότι "Το κοινό δεν έψαχνε κάτι τέτοιο. Δεν απέδωσε η προσπάθειά μας να κάνουμε κάτι διαφορετικό και δεν είχαμε την απαιτούμενη υποστήριξη".

Το 1999, τα μέλη του γκρουπ μετακόμισαν στο LA και η τύχη τους άρχισε να αλλάζει. Γύρω στην περίοδο των Χριστουγέννων του ίδιου χρόνου, υπέγραψαν συμβόλαιο με την Virgin, η οποία τους υποσχέθηκε πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο. Εκμεταλλεύτηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αυτό το προνόμιο. Χωρίς καμία εξωτερική καθοδήγηση (ο αρχικός Α&R εκπρόσωπός τους παραιτήθηκε νωρίς στην καριέρα τους), παρήγαγαν τον πυκνό και πολυδιάστατο ντεμπούτο δίσκο τους το 2000.

"Όταν ηχογραφήσαμε αυτό το άλμπουμ, η ταχύτητα με την οποία κυλούσε η ζωή μας ήταν πολύ αργή", αναφέρει ο Robert γελώντας. "Όταν το ακούμε τώρα, δεν αισθανόμαστε ότι διαθέτει μεγάλη ζωντάνια. Είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, αλλά μάλλον θα ήταν πιο επιτυχές αν βγαίναμε έξω πιο πολύ κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων"...

Το 'BRMC' ήταν ένα πολύ καλό ντεμπούτο. Δύσκολο, ασυμβίβαστο, και ατμοσφαιρικό, το προσδιόριζε καλύτερα το τραγούδι 'Whatever happened to my rock n' roll (punk song)'- μια δυνατή και κομψή περίληψη της πίστης τους στην συμφωνική δύναμη της μουσικής. Είχε αντίκτυπο, ειδικά στο κοινό της Μ. Βρετανίας. Οι Black Rebel Motorcycle Club, μπορεί να πέρασαν το μεγαλύτερο κομμάτι του 2000 και 2001 ταξιδεύοντας σε ολόκληρη την Αμερική, αλλά η Μ. Βρετανία ήταν εκείνη που τους δέχτηκε απλόχερα.

Το ξεκίνημα του 2002 τους βρήκε στο εξώφυλλο του NME. Αυτός ήταν και ο πρόλογος μιας εκτεταμένης κάλυψης από τα ΜΜΕ που διατηρήθηκε ολόκληρο το χρόνο. Μετά από επιτυχείς εμφανίσεις μαζί με τους Oasis το καλοκαίρι, παρέμειναν στη Μ. Βρετανία, ενώ προσπαθούσαν να τακτοποιήσουν ένα πρόβλημα που παρουσιάστηκε με την αμερικάνικη visa του Nick Jago (πλέον έχει λυθεί).

Αφού βολεύτηκαν στην Μ. Βρετανία, θέλησαν να αξιοποιήσουν τον ελεύθερό τους χρόνο, μπαίνοντας στο Fortress Studio - ένα πολύ μικρό, σκοτεινό στούντιο στα σοκάκια του Ανατολικού Λονδίνου. Εκεί κάθε βράδυ από τις 6μ.μ ως τις 6π.μ, ετοίμαζαν το 'Take them on, on your own'. Ήξεραν από την αρχή, ακριβώς τι ήθελαν να πετύχουν. Ήθελαν ένα δυναμικό και ευθύ rock n' roll δίσκο με γρήγορους ρυθμούς. Επιθυμούσαν να κάνουν μια δήλωση, ένα βήμα πιο μπροστά απ' ότι έκαναν στο παρελθόν και μια προσπάθεια να απομακρυνθούν από τον ανταγωνισμό.

"Γνωρίζαμε πολύ καλά ότι η μουσική μας δεν συζητιόταν πλέον" , εξηγεί ο Peter. "Τι προσφέρει η μουσική στο κοινό εκτός από ένα ευχάριστο αίσθημα; Θέλαμε να μάθουμε πού κρυβόταν η ουσία. Αυτό που κάνει ένα γκρουπ να ξεχωρίζει και να έχει διάρκεια δεν είναι η εμφάνιση των μελών του ή ο τρόπος που συμπεριφέρονται, αλλά αυτό που έχουν να δηλώσουν".

Αυτό είναι ένα αίσθημα που κυριαρχεί σε ολόκληρο τον δίσκο. Το 'Take them on, on your own' είναι μια τρανή επιβεβαίωση ότι η μουσική είναι δυνατόν να υπάρχει ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Από την βάναυση καταδίκη του 'Generation' και 'Six Barrel Shotgun' ως το αυστηρά προσωπικό 'And I'm aching' και 'Shade of blue' είναι ένα άλμπουμ που προκαλεί την σκέψη χωρίς να προσφέρει ένα σύνολο από κενά σλόγκαν. Η μπάντα πετυχαίνει το στόχο της, παράγοντας ένα soundtrack που περιέχει ευχάριστο και δυνατό rock n' roll. " Σ' αυτόν τον δίσκο καταθέσαμε την ψυχή μας", σημειώνει ο Robert "και θέλουμε να το αντιμετωπίσει το κοινό με μεγάλη σοβαρότητα".

Όσο γι' αυτό, δεν χρειάζεται να ανησυχεί. Η ουσία και η φιλοδοξία που διαχέει το άλμπουμ αυτό ξεπερνά τις δουλειές των περισσοτέρων αν όχι όλων των συγχρόνων της μπάντας. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την αληθινή φύση των πραγμάτων, είναι μια συγκλονιστική εμπειρία. Πρέπει να εξοικειωθείς με αυτήν όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Ill Nino

Το φαινόμενο ΙLL NINO εισβάλλει στο Rockwave Festival 2004

Oι ILL NINO επισκέπτονται την σκηνή του Rockwave Festival 2004 για να ξεσηκώσουν το ελληνικό κοινό με τον δυναμικό συνδυασμό Αγγλικών και Λατινικών στίχων τους.

Το γκρουπ με τις νότιο-αμερικάνικες ρίζες, διαθέτει μια αυθεντική μουσική ταυτότητα χωρίς να ανακυκλώνει γνώριμους ήχους του παρελθόντος. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής των ΙLL NINO, που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους Linkin Park και άλλους εκπροσώπους της nu metal σκηνής, είναι ο επιτυχής συνδυασμός των συναισθηματικών φωνητικών με τον ξεχωριστό ήχο των κρουστών και της ισπανικής κιθάρας.

Τα τραγούδια τους διακρίνονται από ωμότητα και ρεαλισμό και με όπλο την μελωδία οι ILL NINO, δεν παράγουν χαώδεις ρυθμούς και ακανόνιστα riffs αλλά τραγούδια που αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου.

BIOΓΡΑΦIA

LINE UP:

Dave Chavarri ... ντραμς (ex Pro-Pain, Gothic Slam, MOD)

Jardel Paisante ... κιθάρα

Cristian Machado ...φωνητικά

Danny Couto ... κρουστά

Αhrue Luster ... κιθάρα (ex Horde of Torment, Machine Head)

Το πρώτο άλμπουμ ήταν τα θεμέλια. Ο δεύτερος δίσκος ήταν το μέρος όπου χτίσαμε το σπίτι και συνοψίζει αποτελεσματικά τα δύο τελευταία χρόνια της καριέρας των ILL NINO, λέει ο ντράμερ Dave Chavarri.

Πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το Revolution, Revolucion που σύστησε την μπάντα στον κόσμο της rock μουσικής. Οι ILL NINO, ήταν κάτι φρέσκο, διαφορετικό και καυτό. Με τα εκρηκτικά τους κρουστά , τις ισπανικές κιθάρες, το γκρουπ εισήγαγε ένα νέο στοιχείο στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Το πρώτο τους single από το Revolution, Revolucion, What Comes Around προστέθηκε νωρίς στο K- ROCK New York και o Marcos Siega σκηνοθέτησε το video clip. Το επόμενο μουσικό βήμα της μπάντας ήταν το Confession. Μόλις κυκλοφόρησε το Confession, η μπάντα δεν χρειάστηκε να κοιτάξει πίσω στο παρελθόν έχοντας επιτύχει μια καλλιτεχνική ισορροπία ανάμεσα στο αξέχαστο και το απειλητικό.

Τα τελευταία δύο χρόνια το ντεμπούτο άλμπουμ των ILL NINO πούλησε περισσότερα από 350,000 αντίτυπα παγκοσμίως και το γκρουπ γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ΟZZFEST, το 2002 Jagermeister Tour και στην περιοδεία τους με τους P.O.D, Drowning Pool και Static X. Αλλά η διαδρομή δεν ήταν απολύτως ομαλή, καθώς το γκρουπ από το New Jersey αντιμετώπισε πολλά προβλήματα συμπεριλαμβανομένου και αποχωρήσεις μελών. Οι αλλαγές αυτές των μελών της μπάντας αντί να αποδυναμώσουν το συγκρότημα, άφησαν την μεταξύ τους χημεία ανέπαφη.

Με τον δίσκο Confession, oι πραγματικοί ILL NINO, έρχονται στην επιφάνεια. Το βαρύ αυτό άλμπουμ, στην παραγωγή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν πολλά κρουστά περιλαμβάνει δυναμικά riffs, Αγγλικούς και Λατινικούς στίχους και σέβεται απόλυτα την μελωδία. Όσον αφορά στον τίτλο του, ο τραγουδιστής Cristian Machado λέει ότι το άλμπουμ αναφέρεται στην έκφραση των σκέψεων, παλιών εμπειριών και στην εκκαθάριση λογαριασμών με τον εαυτό μας. Μιλάει για την ανάγκη να αποκαλύψουμε την αλήθεια όχι μόνο στους άλλους αλλά κυρίως στον εαυτό μας.

Το Confession τοποθετεί τους ILL NINO στο επόμενο σκαλοπάτι. Αφού πέρασαν δύο χρόνια προωθώντας το Revolution, Revolucion, η μπάντα ήταν εξουθενωμένη, αλλά ταυτόχρονα έτοιμη να γράψει και να ηχογραφήσει νέο υλικό. Το γκρουπ άρχισε να ετοιμάζει τον νέο του δίσκο τον Ιανουάριο του 2003 και μπήκε στο στούντιο τον Ιούλιο, χωρίς να έχει απολαύσει καθόλου ελεύθερο χρόνο μεταξύ της τελευταίας τους περιοδείας το 2002 και των ηχογραφήσεων. Η αφοσίωσή τους στην τέχνη τους είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μπάντας.

Ο χρόνος που πέρασαν τα μέλη της μπάντας περιοδεύοντας, τους βοήθησε να έρθουν πιο κοντά μουσικά και φιλικά. Ο δίσκος αυτός προσδιορίζει καλύτερα τον ήχο των ILL NINO. Tο γκρουπ πιστεύει ότι ο δίσκος αυτός θα αγαπηθεί ιδιαίτερα από το ευρύ μουσικό κοινό, εντυπωσιάζοντας οπαδούς της heavy metal μουσικής καθώς και οπαδούς της rock σκηνής. Ο δίσκος είναι βαρύς και αυτό ακριβώς που αναζητούν οι οπαδοί του γκρουπ.

Διαθέτει επίσης και όλα όσα θα ήθελε να ακούσει κάποιος που δεν είναι οπαδός του γκρουπ: έντονη εκφραστικότητα, συναίσθημα και επιθετικότητα. Δεν είναι πολλά τα rock γκρουπ συγκροτήματα που μπορούν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Μόλις ακούσει κανείς όμως το How can I live θα συνειδητοποιήσει την ικανότητα της μπάντας να καλύψει πολλαπλά μονοπάτια της rock.

Κατά τη διάρκεια της παραγωγής του Confession, oι ΙLL NINO έχασαν δύο μέλη τους που αντικαταστάθηκαν από τον κιθαρίστα των Machine Head, Ahrue Luster και τον Danny Couto. Αν και πολλοί θα θεωρούσαν ότι η ένταξη νέων μελών στο συγκρότημα την περίοδο της κυκλοφορίας του νέου δίσκου, είναι μια τολμηρή ενέργεια, ο Chavarri παραδέχεται ότι τα νέα μέλη φέρνουν μια καινούργια σπίθα στο γκρουπ.

Παραγωγός του Confession ήταν ο Bob Marlette. Το επιθετικό πρώτο single Ηow can I live , που ήταν και το κύριο single από το soundtrack Freddy Vs Jason. To Lifeless Life αναφέρεται στον τόπο που καταφεύγουμε, όταν οι στεναχώριες μας πνίγουν.

Με το Confession , oι ΙLL NINO αποκαλύπτουν στους οπαδούς τους ότι δεν φοβούνται να επεκτείνουν τα ηχητικά και γεωγραφικά όρια της heavy μουσικής. Η μπάντα σχεδιάζει να μεταφέρει το Revolution σε όλες τις γωνίες του κόσμου. Με ένα τόσο άψογο άλμπουμ όπως το Confession αυτό δεν θα είναι πρόβλημα.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Raining Pleasure

Το γκρουπ δημιουργήθηκε στην Πάτρα το Σεπτέμβρη του 1990 με το όνομα Rest in Peace. Ένα χρόνο μετά ξεκινούν συναυλίες στην Πάτρα, και το 1992, αλλάζοντας το όνομα τους σε Raining Pleasure αρχίζουν να επισκέπτονται και άλλες πόλεις στην Ελλάδα.

Το 1994 ηχογραφούν ένα demo που κυκλοφόρησε σε 160 αντίτυπα με 16 κομμάτια μερικά από τα οποία ξανά ηχογραφούνται στο μέλλον από το γκρουπ και συμπεριλαμβάνονται στους δίσκους τους.

Για δυο χρόνια συνεχίζουν να κάνουν ζωντανές εμφανίσεις, και το 1996 κυκλοφορούν για πρώτη φορά επίσημα, 3 κομμάτια τους στην συλλογή του περιοδικού ΠΟΠ+ΡΟΚ με τίτλο ¨Δυτική Ακτή '96¨.

Στα τέλη του 1996 υπογράφουν με την Lazy Dog που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, και αρχές του 1997 κυκλοφορούν το πρώτο τους L.P. με τίτλο "Memory Comes Back" που περιέχει 15 κομμάτια.

Τον Αύγουστο του 1998 κυκλοφορεί από την ίδια εταιρία το δεύτερο L.P. τους "Nostalgia", με 10 κομμάτια.

Κομμάτια από αυτούς του 2 δίσκους, κυκλοφορούν στο μεταξύ σε συλλογές περιοδικών (Voice, Ήχος, Audio, Ποπ+Ροκ κ.α.).

Την ίδια χρονιά η πανευρωπαϊκή σύμπραξη ραδιοσταθμών EUROMUSE, που εδρεύει στην Γαλλία σε συνεργασία με τον Κλικ FM, επέλεξε δυο κομμάτια από το Nostalgia (Is That Yoo?, Julies Birthday), για να μπουν στις δυο συλλογές της που κυκλοφόρησαν εκείνη την χρονιά σε όλους του μεγάλους ραδιοσταθμούς της Ευρώπης, με το σχόλιο 'Οι Raining Pleasure απ' την Ελλάδα, ίσως το πιο καλό κρυμμένο μυστικό της διεθνούς ποπ σκηνής'.

Στην συνέχεια κυκλοφορούν ένα 7" single σε βινύλιο, απο το περιοδικό Fractal Press, με τα "Winters of waiting" και "Love", που είχαν ηχογραφηθεί για να συμπεριληφθούν στο Memory comes back.

Από τον Ιανουάριο του 1998 μέχρι το καλοκαίρι του 2000 τρία από τα μέλη του γκρουπ, εκπληρώνουν της στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα οι δραστηριότητες τους να περιορισθούν.

Στα μέσα του 1999, συμμετέχουν στην συλλογή της Pop art rec. "Try a little sunshine" με το τραγούδι "Is That Yoo?" η οποία κυκλοφόρησε σε Ελλάδα, Ισπανία, Αγγλία, Ιαπωνία, Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστραλία. Την ίδια χρονιά παίζουν με τους Flaming Stars στο Αν Club.

Το φθινόπωρο του 2000 υπογράφουν με την Chrysalis-Emi rec. έχοντας γίνει το δεύτερο αγγλόφωνο γκρουπ στην Ελλάδα που συνεργάζεται με πολυεθνική εταιρία.

Έτσι τον Απρίλη του 2001 κυκλοφορούν το "Capricorn E.P." σαν προπομπός της τρίτης L.P. δουλειάς τους που κυκλοφορεί τον Δεκέμβρη του 2001. Τόσο το "Capricorn EP" όσο και τα δύο προηγούμενα L.P. τους,έγιναν σε δική τους παραγωγή.

Το τρίτο lp με τίτλο flood:(coming of a) great quantity of water έχει 12 κομμάτια των οποίων την παραγωγή έχει αναλάβει ο Coti K.

Σε όλα αυτά τα χρόνια, από το 1990, η σύνθεση του γκρουπ έχει συχνά τροποποιηθεί.

Η τωρινή τους σύνθεση είναι:

Vassilikos: Φωνή,Μπάσσο

Jeremy: Κιθάρες, Πλήκτρα

Spiral: Κιθάρες, Πλήκτρα

Jay: Drums

Live crew:

Dennis : Μπάσσο

Salvatore: κιθάρες, πλήκτρα

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Placebo

Eίναι μία επιφοίτηση που προσβάλλει όλους τους αστέρες της ροκ αργά ή γρήγορα-είτε αυτοί βρίσκονται χαμηλά στη λίστα της μουσικής βιομηχανίας, είτε είναι πολύ-πλατινένιοι όπως η Kylie και η Dannii. Mπορεί να εξέλθει από το στόμα του Jimi Hendrix κατά τη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες περιπέτειες με ναρκωτικά, μπορεί να επέλθει στην αίθουσα συσκέψεων μίας μεγαλο-δισκογραφικής εταιρίας ή κατά τη διάρκεια μιας πάρα πολύ ακριβής ψυχοθεραπείας, αλλά παραμένει πάντοτε η ίδια.

Λέει πως ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΝΑ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΙΣ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ.

Για τον μικροσκοπικό Brian Molko - πρώην αμφισεξουαλικό αίνιγμα, πρώην δύσκολη περίπτωση όσον αφορά στις συνεντεύξεις, παρόν παγκόσμιο ροκ φαινόμενο- επήλθε στην άκρη της σκηνής στην Αυστραλία, βλέποντας έναν γυμνό άνδρα με τα γένια του Σατανά να χοροπηδά στο ίδιο σημείο επί μία ώρα.

"Πολλές μπάντες δημιουργούν νέα σημεία αναφοράς στη ροκ, όπως οι Queens Of The Stone Age", ομολογεί με ενθουσιασμό o Brian Molkο, "Την περίοδο που περιοδεύαμε με το Black Market Music, ένα από τα συγκροτήματα που μας ταπείνωσε λόγω της εξαιρετικής του φύσης ήταν οι Αt the Drive-In" και φέτος είναι οι Queens. Παίξαμε και με τις δύο αυτές μπάντες στο Big Day Out. Eίναι οι θεοί της ροκ!"

Το πρόβλημα είναι ότι, όταν είσαι ο τραγουδιστής των Placebo- ενός από τα πιο ενδιαφέροντα και πετυχημένα ροκ συγκροτήματα στην Ευρώπη- το να ανανεώνεις το παιχνίδι σου είναι σαν να παίρνει ο Rik Waller μερικά παραπανήσια κιλά. Το τρίτο τους άλμπουμ "Black Market Music", είχε πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως ως το τέλος του 2002 και έδωσε στους Placebo το πρώτο τους νούμερο 1 στην Γαλλία και Τορ 5 επιτυχία στην Γερμανία. Το ταξίδι τους στην Μόσχα, με σκοπό να εμφανιστούν στην σκηνή στο Gorky Park από την οποία οι Lenin και Stalin απηύθυναν το αιματηρό προλεταριάτο, ήταν σαν να βρίσκονται on "A Hard Days Night με όλους τους θαυμαστές τους να τους κυνηγούν στους δρόμους της Μόσχας". To "Black Market Music" ελευθέρωσε τη μουσική των Placebo από τα στενά όρια της Μ.Βρετανίας και τoυς έκανε παγκoσμίως γνωστούς. Ανανέωσαν το παιχνίδι τους; Πραγματικά, είναι το ίδιο με το να ζητά κανείς από το Everest να αποκτήσει μεγαλύτερο ύψος.

Αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με πωλήσεις δίσκων ή τραπεζικούς λογαριασμούς ή με διάπλατες αγορές που παρακαλούν να ανοιχτούν. Αντίθετα, σκοπός της μπάντας ήταν να πραγματοποιηθεί η αγριότερη επίθεση και να παραχθεί η θεαματικότερη ροκ μουσική που είναι ανθρωπίνως δυνατόν να παραχθεί. Πράγμα το οποίο, σε αντίθεση με το δημοφιλή μύθο, περιλαμβάνει τον Brian Molko.

"Nόμιζα ότι το 'Βlack Market Music' ακουγόταν σαν ακριβά demos σε ορισμένα σημεία ," παραδέχεται ο Brian , "και ήθελα να δημιουργήσω κάτι που ήταν πολύ δυνατό και έντονο. Θεώρησα ότι θα ήταν διασκεδαστικό να κατοικήσω σε αυτό το μέρος για λίγο."

Αν οι Placebo έχουν ένα ρητό αυτό είναι να ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Από τότε που ο 21χρονος Brian συνάντησε τυχαία στο μετρό του Νότιου Kensington τον Stefan Olsdal, μία παλιά του γνωριμία από τα μαθητικά του χρόνια στο Λουξεμβούργο και (όπως γρήγορα αποκαλύφθηκε) έναν από τους πιο ψηλούς μπασίστες στην ιστορία, και συστάθηκαν οι Placebo (o Steve Hewitt, με τον οποίο ο Brian έγραφε τους στίχους των τραγουδιών εκείνη την περίοδο, είχε τις αμφιβολίες του για το άλλο συγκρότημα στο οποίο έπαιζε, τους Breed, ώσπου ξεγλίστρησε και κάθισε πίσω από τα ντραμς με τους Placebo μόνιμα πλέον το 1996), είχαν έντονες αντιπαραθέσεις με τις εφήμερες μουσικές τάσεις, ενώ ταυτόχρονα, ανταπέδωσαν την άγνοια και την προκατάληψη σε όσους τόλμησαν να τους αγγίξουν. Παρατηρείστε. Το 1996, με την Μ. Βρετανία να έχει γεμίσει από ανιαρά αποθέματα της Britpop σκηνής, οι Placebo ήταν μία ψυχο-σεξουαλική παράσταση αμφιλεγόμενης σεξουαλικότητας (και για τον απλό παρατηρητή, αμφιλεγόμενου φύλου). Μόλις δύο χρόνια μετά την πρώτη τους συναυλία (στο Rock Garden, τον Ιανουάριο του 1995, για τους μανιακούς με τις λεπτομέρειες!) και 12 μήνες μετά την πρώτη τους κυκλοφορία ('Bruise Pristine' στo Fierce Panda, τέλη 1995!), ανέβηκαν ως το νούμερο 4 στα charts με το 'Nancy Boy' και έγιναν χρυσοί με το εξαιρετικά ατμοσφαιρικό επώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους. Το 1998, όταν το νεύμα από τον Weller ή τον Νoel ήταν το χρυσό εισιτήριο για να κατακτήσουν φήμη στην ροκ μουσική, οι Placebo ήταν ο μοναχικός φάρος της ναρκωτικής μαγείας - κάνοντας παρέα με τον Μarilyn Manson και τον Bowie και πραγματοποιώντας μία ειδική εμφάνιση στην glam rock ταινία 'Velvet Goldmine', ο δεύτερος δίσκος των Placebo: το σκοτεινό, σαγηνευτικό 'Without You I'm Nothing', πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα και έβγαλε ένα Top 5 single με το 'Pure Morning'. Ως το 2000 και το θριαμβευτικό, επηρεασμένο από τους electro-punk-pop ήχους των Blondie, 'Black Market Music', oι πιστοί τους υποστηρικτές είχαν εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο.

Όταν ήρθε το τέλος της περιοδείας τον Οκτώβρη του 2001, έχοντας ξοδέψει έξι χρόνια προκαλώντας τα πάντα από απέχθεια προς τους ομοφυλόφιλους μέχρι και ιατρική αντιμετώπιση των ναρκωτικών ουσιών ως προς το βαθμό επικινδυνότητάς τους και κερδίζοντας, οι Placebo δεν είχαν τι άλλο να προκαλέσουν παρά τους εαυτούς τους. Εντός ενός μήνα από την επιστροφή τους στο σπίτι τους, το τρίο αγόρασε πανομοιότυπα στούντιο ηχογραφήσεων και ξεκίνησε να πειραματίζεται με ιδέες για τον τέταρτο δίσκο τους, κυκλοφορώντας μουσικά σχέδια σε CD. Έξι μήνες αργότερα, είχαν ήδη ηχογραφήσει 25 τραγούδια σε demo και πήγαν σε μία σειρά από αγγλικά στούντιο ξεκινώντας με την Townhouse τον Ιούλιο του 2002, ηχογραφώντας συνολικά για 4 μήνες με-παραδόξως- τους UNKLE και τον παραγωγό του DJ Shadow, Jim Abbiss. Κανείς φαντάζεται μία συνεργασία μεταξύ Blur/Fatboy Slim αλλά με τη δυνατότητα να 'ροκάρουν' τους ουρανοξύστες κατεδαφίζοντάς τους.

" Θέλαμε να το κάνουμε συντομότερα", αποκαλύπτει ο Βrian, "και θέλαμε να συνεργαστούμε με κάποιον που θα μας έδινε την απαιτούμενη ώθηση και θα μας έκανε να δημιουργήσουμε με ανορθόδοξο τρόπο." Νόμιζα ότι θα ήταν περισσότερο ηλεκτρονικό μόλις θα ολοκληρωνόταν, δεν ήξερα ότι θα ήταν τόσο έντονα τα ροκ στοιχεία του δίσκου. Αλλά θεώρησα ότι ήταν μία φυσική εξέλιξη, το να βρίσκεται το ένα πόδι στην ροκ κατεύθυνση και το άλλο σε ένα πιο ρυθμικό περιβάλλον. Αισθάνθηκα ότι είχαμε φτάσει σ' ένα σημείο, όπου έπρεπε να αναθεωρήσουμε τους εαυτούς μας, να προωθήσουμε τα σημεία εκείνα στα οποία είχαμε διαπρέψει και θεωρήσαμε ότι ο Jim μπορούσε να προσθέσει κάποια στοιχεία που εμείς δεν είχαμε σκεφτεί. Ο Jim είχε πολύ έντονες ιδέες, άλλαζε την διάρκεια των τραγουδιών και άλλα παρόμοια, και εμείς ως τελειομανείς αντιδρούσαμε. Ήταν πολύ δύσκολο, το να πιέζεσαι να κάνεις κάτι με ανορθόδοξο τρόπο. Αλλά το κέρδος που προήλθε από αυτή την κατάσταση, ήταν ότι δύο άνθρωποι με έντονες ιδέες κατέληξαν κάπου, όπου κανείς τους δεν θα είχε φτάσει, αν ο καθένας είχε ακολουθήσει το δικό του ένστικτο. Και αυτό είναι κάτι που ελπίζαμε να κατορθώσουμε."

Το "Sleeping With Ghosts" είναι ένα μεγάλο κατόρθωμα. Το πιο αισθηματικό και ταυτόχρονα εκρηκτικό άλμπουμ των Placebo ως σήμερα, συνδυάζει οργισμένους και διάσπαρτους ηλεκτρονικούς ήχους με απογυμνωμένες ελεγείες που είναι σκοτεινές, συναισθηματικές και εθιστικές ταυτόχρονα, ένα κόλπο δοκιμασμένο στο παρελθόν μόνο από την PJ Harvey και την Bjork. Και όταν οι Placebo ανοίγουν την ντουλάπα με τις Εκρηκτικές Κιθάρες και ξεχύνονται σε μία έκσταση από συγχορδίες με τραγούδια όπως το "This Picture" καθώς και το πρώτο single τους "Bitter End", ακούγονται σαν να έχουν δεχτεί μία ροκ μετάγγιση από τους QOTSA. Πρόκειται για μία θεμελιώδης, πειραματική και απίστευτα φρέσκια δισκογραφική δουλειά, η οποία- σε αντίθεση με άλλα πρόσφατα ηλεκτρονικά /ροκ δείγματα - δεν απομένει κρυμμένο σε απόκρυφα σημεία, αλλά εξαπλώνεται παντού. Το "Sleeping With Ghosts" διατηρεί την δύναμη που έκανε τους Placebo ικανούς να συντρίψουν τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα τους επαναφέρει στο μουσικό προσκήνιο και αφήνει το κοινό τους να έρθει πιο κοντά τους.

"Ο τίτλος του άλμπουμ μιλά για τα φαντάσματα προηγούμενων σχέσεων που κουβαλάμε μαζί μας," εξηγεί ο Brian "στο σημείο που μερικές φορές μία μυρωδιά ή μία κατάσταση ή ένα ρούχο που αγόρασε μία πρώην σχέση μας, φέρνει πίσω στο νου μας αυτό το άτομο. Για εμένα προσωπικά αναφέρεται στη σχέση που αναπτύσσουμε με τις αναμνήσεις μας. Κατοικούν μέσα στα όνειρά μας. Πολλές καταστάσεις του μέλλοντος μπορεί να μας θυμίσουν φαντάσματα παρελθοντικών σχέσεων. Οι περισσότερες απ΄αυτές είναι δικές μου. Κατά κάποιον τρόπο, όταν γράφω τα τραγούδια ελευθερώνω τα θλιβερά αισθήματα που κρύβω μέσα μου και τα τοποθετώ σε ένα κουτί, με αποτέλεσμα να αποκτώ μία πιο αντικειμενική σχέση με αυτά τα συναισθήματα γιατί τα χρησιμοποιώ για καλό σκοπό, οπότε δεν αποτελούν πλέον βάρος".

Aν και τα τραγούδια αυτά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια τριών ετών, το πληγωμένο ύφος των "Ι'll be Yours" και "Protect Me From What I Want" είναι εκείνο που κυριαρχεί. Οι σχέσεις είναι ασφυκτικές σε ολόκληρο τον δίσκο: στο "Bitter End", στην μπαλάντα "Centrefolds" και στο ομότιτλο τραγούδι, που προήλθε από μία ιδέα που συνέλαβε ο Molko από έναν Αμερικανό ψυχολόγο ότι οι άνθρωποι μπορεί να είναι αδερφές ψυχές που έχουν σχέση επανειλημμένως καθ' όλη τη διάρκεια περασμένων ζωών ( ο Brian τις φαντάζεται μετεμψυχωμένες ως αδέρφια). Το "This Picture" καταγράφει τις οδύνες του να παίζει κανείς το ρόλο της " μητέρας" σε μία καταδικασμένη σχέση.

Την περίοδο των ηχογραφήσεων του δίσκου, την οποία θεωρεί ο Molko ως "την πιο επιτυχημένη τους δουλειά ως σήμερα", ο ίδιος συμμετείχε σε πολλά άλλα σχήματα, συνεισφέροντας φωνητικά σε ένα πρόσφατο single των Alpinestars και σε ένα θεματικό δίσκο με την ονομασία " Trash Palace" από τον Γάλλο παραγωγό Dimitri Tikoboi (το "Trash Palace" είναι ένα κρυφό club, που είναι ανοιχτό μόνο για επίσημα μέλη και μετακινείται διαρκώς, με επτά δωμάτια αμαρτίας. Είναι σαν να εισέρχομαι για λίγο στο πάρτυ και να φεύγω ξανά, αντί να είναι ο πρώτος που φτάνει και ο τελευταίος που φεύγει"). Υιοθετώντας μία πιο ευχάριστη και πειραματική προσέγγιση για τη μουσική του, ο Brian έχει διαμορφώσει μία φανταχτερή νέα εικόνα του κόσμου.

"Νομίζω ότι πρέπει να αποδείξουμε το ταλέντο μας ξανά, γιατί το να επιστρέψουμε αυτή τη φορά με μια πρόχειρη δουλειά θα μας καταδίκαζε στα μάτια του κόσμου. Η νοοτροπία με την οποία επιστρέφουμε τώρα, υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο τις επιτυχίες του παρελθόντος και ότι πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να αποκτήσουμε όσο μεγαλύτερη επιτυχία μπορούμε. Προσμένω με ανυπομονησία τη σκληρή δουλειά του να πείσουμε τον κόσμο ότι αξίζουμε ως μπάντα και ότι δεν έχουμε γεράσει. Η μάχη συνεχίζεται..."

ΟΙ PLACEBO BΡΙΣKONTAI ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥΣ...ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΕΡΝΟΥΝ, ΓΥΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

HIM

Mετά από την περσινή ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ εμφάνιση των ΗΙΜ στη χώρα μας, το αγαπημένο συγκρότημα του ελληνικού κοινού φιλοξενείται στο Rockwave Festival 2004 για να αναζωπυρώσει όλες τις επιτυχίες που έχουμε λατρέψει και να παρουσιάσει νέο υλικό ! Η μπάντα επιστρέφει ανανεωμένη, ύστερα από μία εκτεταμένη περιοδεία και υπόσχεται να δώσει τον καλύτερο της εαυτό στο κοινό που ο Ville αποκαλεί Sweethearts!

H φετινή εμφάνιση των ΗΙΜ στη χώρα μας, αναμένεται να είναι ξεχωριστή για έναν ακόμη λόγο. Η διάσημη Φινλανδική μπάντα, ύστερα από τέσσερις πετυχημένους δίσκους, επιστρέφει με ένα greatest hits άλμπουμ στις βαλίτσες της και θέλει να το γιορτάσει με όλους τους φίλους της.

Ο χαρισματικός frontman, Ville Valo, μαζί με την μόνιμη παρέα του, τον Linde στην κιθάρα, τον Mige στο μπάσο, τον Burton στα πλήκτρα και τον Gas στα ντραμς, έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό. Πρόκειται για μία σχέση Αγάπης και Εξάρτησης, η οποία είναι έκδηλη σε κάθε τους συναυλία στη χώρα μας.

Φανταστείτε λοιπόν την εξής εικόνα: Kαυτές νύχτες κάτω από το φως της σελήνης, εθιστικές μελωδίες, γλυκόπικροι στίχοι για τη ζωή και το θάνατο, σπαραχτικά φωνητικά και Love Metal σε όλο του το μεγαλείο. Όχι, δεν πρόκειται για όνειρο, αλλά για το θέαμα που θα απολαύσετε κατά την εμφάνιση των ΗΙΜ στο Rockwave Festival 2004.

I was waiting for you, waiting for all my life.

I've been crying for you, dying for you all this time.

I'M NOT GOING TO LOSE YOU TONIGHΤ...

Αρχικά παίρνεις στα χέρια σου μία κιθάρα για να εντυπωσιάσεις τις γυναίκες και χωρίς να το καταλάβεις ανεβαίνεις στα ύψη του Top (όπως λέμε ότι It's A Long Way to the Top If You Wanna Rock 'n' Roll). Ποτέ όμως δε περιμένεις ότι θα φτάσεις στο σημείο αυτό 'Οχι ούτε στα πιο μακρινά σου όνειρα. Αλλά το θέλεις!

Εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού του μυθικού ταξιδιού. Όλα τα καλά και τα άσχημα, οι λοξοδρομήσεις και τα περίεργα συναισθήματα. Το rock 'n' roll δεν είναι μια καριέρα, όπου αν ακολουθήσεις μια στρατηγική θα οδηγηθείς από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β. Είναι μια συνεχής, δημιουργική πορεία, κατά την οποία κανείς ζει και μαθαίνει δια μέσου μιας σημαντικής και τρελής διαδρομής. Μια πορεία που σε ζαλίζει και σε κάνει να σταματάς κάθε λίγο και λιγάκι για να πάρεις μια βαθιά αναπνοή.

Το "And Love Said No-The Greatest Hits 1997-2004" συναντά τους HIM σε μια στιγμή στην καριέρα τους, κατά την οποία έχουν δει το πρόσφατο single τους 'Funeral Of Hearts' να ανεβαίνει ως το νούμερο 15 των Βρετανικών charts. Αυτή τη στιγμή το δεύτερο άλμπουμ τους (από τα τέσσερα που έχουν κυκλοφορήσει συνολικά) 'Razorblade Romance' έχει πουλήσει πάνω από 100,000 αντίτυπα στην Αμερική μόνο και μόνο λόγω της διάδοσης του από στόμα σε στόμα- μία ελπιδοφόρα προσθήκη στα 2.3 εκατομμύρια αντίτυπα που πούλησε στην Ευρώπη. Η μπάντα έχει συνειδητοποιήσει πλέον ότι έχει αποκτήσει φήμη και ότι αποτελεί την Πιο Συναρπαστική Μπάντα Σήμερα! Οι HIM έχουν αποδείξει ότι είναι πολύ καλοί για να παραμείνουν μυστικοί.

Το "And Love Said No-The Greatest Hits 1997-2004" πρέπει να θεωρηθεί ως μια ταξιδιωτική περιγραφή του πρώτου μέρους του μυθικού τους ταξιδιού. Μια απίστευτη διαδρομή που τους έφερε ενώπιον 6,000 θαυμαστών ακριβώς στο κέντρο της Αθήνας, σε μεγάλα φεστιβάλ της Γερμανίας ως κύριο όνομα και στην Πολωνία, όπου κέρδίσαν τις εντυπώσεις. Ηχογραφήσεις έγιναν στα θρυλικά Rockfield Studios, γενέτειρα του παρθενικού δίσκου των Black Sabbath, του 'Bohemian Rhapsody' των Queen και του 'Morning Glory'των Oasis...Τα γυρίσματα των video clips έγιναν στο Λονδίνο με τον Kevin Godley ('Pretending') και σε μέρη όπως το Los Angeles ('Buried Alive By Love'), η Πράγα ('The Sacrament') και η Φιλαδέλφεια ('Solitary Man') με τον Νο 1 οπαδό τους και επαγγελματία Jackass, Bam Margera. Είδαν το 'Join Me' να μεταμορφώνεται από Νο 1 επιτυχία στον πρώτο αληθινό τους ύμνο.

Στα μέση της δεκαετίας του '90, ο πρωταρχικός σκοπός της μπάντας ήταν να κερδίσει το σεβασμό των συνανθρώπων τους στο Ελσίνκι και ίσως να κλείσουν μία ή δύο συναυλίες. Ξεκινώντας ως 'Βlack Sabbath tribute band', όπως εξομολογείται ο τραγουδιστής Ville Valo, άρχισαν σιγά να εξελίσσονται ως συγκρότημα. Έκλεισαν πολλές εμφανίσεις, ηχογράφησαν ένα εκρηκτικό ντεμπούτο άλμπουμ ('Greatest Love Songs, Vol 666', 1997) και ο ορίζοντας άνοιξε διάπλατα! Έξι χρόνια αργότερα έβαλαν την καριέρα τους στην άκρη καθώς περίμεναν από το είδωλό τους Οzzy Osbourne να αναρρώσει ύστερα από το ατύχημα του έτσι ώστε να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους και τον συνοδέψουν στην Βρετανική περιοδεία του. Τελικά αναγκάστηκαν να προχωρήσουν παρακάτω, αλλά να είστε σίγουροι, πως ευχήθηκαν ένα συγκινητικό 'Γίνε καλά **** γρήγορα! στον ¶ρχοντα του Σκότους.

Με άφθονο ελεύθερο χρόνο στα χέρια τους, οι HIM επέστρεψαν στο στούντιο στα τέλη του 2003 και ηχογράφησαν δύο νέα τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν το ομότιτλο κομμάτι 'And Love Said No', που έγραψε ο Valo ( όπως συμβαίνει με τα όλα τα τραγούδια της συλλογής αυτής εκτός από δύο). Το άλλο είναι μια επανακυκλοφορία της επιτυχίας 'Solitary Man' του Neil Diamond (1966), που δέχτηκε τoν ίδιo love metal ενθουσιασμό με την επιτυχία του Chris Isaak, Wicked Game, η οποία μετατράπηκε σε αγαπημένο ύμνο του κοινού. Όταν ακούσει κανείς την ενεργητική διασκευή του 'Solitary Man', μπορεί να δει τη λάμψη στα μάτια της μπάντας, η οποία προσμένει τη στιγμή που το Αμερικάνικο κοινό θα τους αποθεώσει στην επερχόμενη περιοδεία τους.

Το Love Metal, συνδυάζει τις σπαραχτικές ερμηνείες με τα ηχητικά κύματα που προέρχονται από τις εκρηκτικές κιθάρες, όπως οι ακτίνες φωτός διαπερνούν το σκότος. Ο σταθερός ανδρισμός του ρυθμού ελέγχεται από το τρυφερό πιάνο και τις ακουστικές κιθάρες. Το Love Metal λαμβάνει τη μορφή μιας γροθιάς ('Buried Alive By Love') ή μπορεί να επιλέξει μια πιο μαλακή προσέγγιση ( 'In Joy and Sorrow') αλλά πάντα υπάρχει ένα κοινό σημείο αναφοράς: όταν δει κανείς πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων θα έρθει αντιμέτωπος με ένα Τραγούδι.

'Love Metal' ήταν ο τίτλος του τέταρτου άλμπουμ τους που κυκλοφόρησε την ¶νοιξη του 2003 και με το οποίο οι HIM γιόρτασαν την επιστροφή στις ρίζες τους. Η μπάντα έδωσε επτά συναυλίες στο μικρό, αλλά μοντέρνο club Semifinal στο Ελσίνκι- που συνοδεύουν την limited edition του 'And Love Said No' με τη μορφή ενός live DVD που περιλαμβάνει έξι τραγούδια (το DVD θα συνοδεύει όλες τις συλλογές ανεξαιρέτως που θα κυκλοφορήσουν στην Μ. Βρετανία και Αμερική). Οι HIM αποτελούν εκρηκτική, ζωντανή μπάντα και στενή ομάδα φίλων.

Η σχέση που έχει αναπτύξει η μπάντα με το κοινό της είναι αυθεντική και στοργική, πράγμα το οποίο τους έχει ανεβάσει στη θέση που βρίσκονται σήμερα. Κατά κάποιον τρόπο, είναι δυνατόν να συγκρίνει κανείς τους HIM με έναν λάτρη της παλιάς σχολής, που ενδιαφέρεται πραγματικά για τον ήρωά του, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στους λιγότερο θνητούς. Μπορείτε να παρατηρήσετε το δέσιμο να δημιουργείται σιγά σιγά και αληθινά αισθήματα παίρνουν τη θέση τους στις μπροστινές σειρές. Αυτός είναι ένας σημαντικός φορέας που τοποθετεί τους HIM σε μια τόσο υψηλή θέση στις καρδιές των οπαδών τους: είναι μια μπάντα, την οποία μπορεί να ερωτευθεί κανείς πολύ εύκολα.

Τώρα, ο Ville Valo αποτελεί είδωλο, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Όπου και αν βρεθεί, τραβάει όλες τα βλέμματα πάνω του. Αλλά οι θαυμαστές των HIM ξέρουν ότι είναι το είδωλό τους και ότι οι HIM είναι η αγαπημένη τους μπάντα. Η απόσταση μεταξύ μπάντας και οπαδών εξαφανίζεται και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά.

Οι αναγνώστες του Kerrang ανέδειξαν πρόσφατα τον Ville ως τον πιο sexy άνδρα, ενώ οι αναγνώστες του Rock Sound τον τοποθέτησαν σε βάθρο, χρίζοντάς τον Γόη της χρονιάς. Σε σχέση με αυτούς τους τίτλους, η ανάδειξη των HIM ως Καλύτερη Live Μπάντα, του 'Sacrament' ως Καλύτερο Tραγούδι (Rock Sound) και των HIM ως Καλύτερη Μπάντα με τους Iron Maiden και Metallica (Metal Hammer Uk) φαντάζει ασήμαντη.

Eδώ είμαστε λοιπόν, σε ένα ταξίδι που περιλαμβάνει 16 ύμνους. Δεκαέξι 'γλυκά' τραγούδια, τα οποία πολλές μπάντες θα ήθελαν να ανήκαν στους ίδιους. Αλλά, τα τραγούδια αυτά είναι μία συνέχεια, όχι ένας προορισμός. Για τους ΗΙΜ το παρόν είναι ένας τόπος όπου η αληθινή περιπέτεια λαμβάνει μέρος.

Σας ακούω να διερωτάσθε, τι συμβαίνει όταν η αγάπη λέει ναι. Θα επουλώσει άραγε τις πληγές μας, ή θα μας σκοτώσει; Aυτό είναι κάτι που πρέπει να ανακαλύψει ο καθένας μας. Συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Ville.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Starsailor

Ετοιμαστείτε να υποδεχτείτε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της Βρετανίας στην σκηνή του Rockwave Festival 2004. Η μπάντα των James Walsh (φωνητικά), James Stelfox (μπάσο), Ben Byrne (ντραμς) και Barry Westhead (πλήκτρα) θα επισκεφθεί για πρώτη φορά τη χώρα μας και υπόσχεται να δώσει ένα αξέχαστο live που θα περιλαμβάνει όλες τις επιτυχίες που έχετε αγαπήσει.

Η λυρικότητα των στίχων του James Walsh σε συνδυασμό με την διαχρονική φύση των προσεγμένων μελωδιών και τα αισθησιακά φωνητικά θα πλημμυρίσουν την σκηνή του Terra Vibe.

Οι στίχοι των Starsailor εκφράζουν την ελπίδα, τον πόθο και την απελπισία που κυριαρχεί στις ανθρώπινες σχέσεις με αποτέλεσμα να αποτελούν ύμνους της σύγχρονης αστικής ζωής. Μόνο ένα γκρουπ που διαθέτει εκφραστικότητα και ευαισθησία, όπως οι Starsailor, θα μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόσωπος του ρομαντικού ήχου.

BIOΓΡΑΦIA

Oι Starsailor κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single, 'Fever', τον Φεβρουάριο του 2001. Την ίδια χρονιά, ο Βρετανικός τύπος τους ονόμασε 'Καλύτερη Πρωτοεμφανιζόμενη Βρετανική Μπάντα' και έκτοτε το indie rock κουαρτέτο συνεχίζει να ηχογραφεί τραγούδια που θυμίζουν τον ήχο των Travis και των Coldplay. Το γκρουπ σχηματίστηκε στο Wigan από τους James Walsh (φωνητικά/ κιθάρα), James Stelfox (μπάσο) και Ben Byrne (ντραμς), μαθητές της μουσικής, και τον Barry Westhead (πλήκτρα) που συμπλήρωσε το σχήμα αργότερα.

Επηρεασμένοι από τον Tim Buckley (το γκρουπ οφείλει την ονομασία του στον δίσκο που κυκλοφόρησε το 1970), τον Van Morrison και τον Neil Young, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ζωντανά στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2000 στο Heavenly Social. Την ίδια εποχή άρχισε να κυκλοφορεί στον χώρο της μουσικής ένα demo tape με τα τραγούδια 'Fever', 'Coming Down', και 'Love Is Here'. Μέχρι το καλοκαίρι ένας μεγάλος αριθμός δισκογραφικών εταιριών ήθελε να υπογράψει συμβόλαιο με την μπάντα. Η ΕΜΙ κέρδισε την υπογραφή των μελών της μπάντας. Αφού πέρασαν τον Ιανουάριο του 2001 περιοδεύοντας με τους JJ72 και τους Amen, oι Starsailor κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους single 'Fever', το οποίο οι κριτικοί αγάπησαν.

Με την κυκλοφορία του δεύτερου single τους, 'Good Souls' τον Απρίλιο, ξεκίνησαν μια sold out περιοδεία στην Μ. Βρετανία. Το δεύτερο single γνώρισε παρόμοια επιτυχία με το πρώτο και μπήκε κατευθείαν στο Τορ 20. Την ίδια εποχή το συγκρότημα πήγε στην Ουαλία για να ηχογραφήσει το ντεμπούτο του άλμπουμ. Το καλοκαίρι εκείνο η μπάντα εμφανίστηκε σε πολλά φεστιβάλ και ξεκίνησε μια Αμερικάνικη περιοδεία με τους Doves.

Όταν το single τους 'Alcoholic' εισχώρησε στο Τορ 10 των Βρετανικών charts το 2001, oι Starsailor κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους άλμπουμ 'Love Is Here' και αποχαιρέτησαν μία άκρως επιτυχημένη χρονιά με μια Ευρωπαϊκή περιοδεία. Το 'Love Is Here' κυκλοφόρησε στην Αμερική τον Ιανουάριο του 2002.

Τον Σεπτέμβριο του 2003 οι Starsailor κυκλοφόρησαν το νέο τους άλμπουμ με τίτλο 'Silence Is Easy'. Τα μέλη της μπάντας, μαζί με τους Danton Supple και John Leckie, επιμελήθηκαν την παραγωγή του νέου δίσκου. Tην παραγωγή του πρώτου single 'Silence Is Easy' ανέλαβε ο γνωστός παραγωγός Phil Spector.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

The Soundtrack Of Our Lives

Oι Soundtrack Of Our Lives θα αποτελέσουν την μουσική επένδυση που θα στολίσει την σκηνή του Rockwave Festival 2004, προσφέροντας στο ελληνικό κοινό ψυχεδελικές μελωδίες και χαώδεις ηλεκτρικούς ήχους που σίγουρα δεν έχει γευτεί ξανά στο παρελθόν. Αν θεωρήσουμε ότι οι Hives είναι οι σοβαροί εκπρόσωποι της Σουηδικής μουσικής σκηνής, τότε οι Soundtrack Of Our Lives αποτελούν την εκκεντρική, ακανόνιστη πλευρά της σκηνής αυτής. Η μουσική τους παντρεύει με απόλυτη επιτυχία την αγάπη με το θάνατο, την ευτυχία με την μελαγχολία, διατηρώντας πάντα το ίδιο ηχητικό φόντο.

Οι Soundtrack Of Our Lives είναι ένα από τα λίγα συγκροτήματα που έχουν την ικανότητα να ανασύρουν τους rock ήχους των 80's και να τους μετατρέψουν σε κάτι φρέσκο και νέο, με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί το ευρύ μουσικό κοινό.

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΥΣ SOUNDTRACK OF OUR LIVES ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΣΑΣ ΖΩΗΣ.

BIOΓΡΑΦIA

Ένας σοφός άνδρας είπε κάποτε ότι δεν πρέπει να ανακατεύεται κανείς με τη μουσική βιομηχανία εκτός και αν δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει. Μόλις αρχίσεις να αμφισβητείς την ικανότητά σου ως καλλιτέχνη και αναλογιστείς την περίπτωση να βρεις μια σταθερή απασχόληση και μια ήρεμη ζωή...Τότε ξέχασέ το, δεν έχεις τα απαιτούμενα προσόντα.

Όπως γνωρίζουμε όλοι μας, δεν ακολουθούν όλοι αυτή τη συμβουλή. Σήμερα πολλές από τις νέες κυκλοφορίες είναι αδιάφορες και αποτελούν προϊόντα που προορίζονται για το ευρύ κοινό, κατασκευασμένα από καλλιτέχνες που θα έκαναν καλύτερα τη δουλειά του μοντέλου ή του τηλεπαρουσιαστή.

Τα μεγάλα ονόματα της rock και ποπ σκηνής, ηχογραφούν τραγούδια σαν η ζωή τους να εξαρτιόταν από αυτό. Καταθέτουν τη ψυχή τους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πάντοτε εκθαμβωτικό. Το μουσικό αυτό είδος όχι μόνο καταλαμβάνει το πορτοφόλι μας αλλά και την ψυχή μας. Αναφερόμαστε βέβαια σε ονόματα όπως οι Stones, Led Zep, Kinks, Nick Drake, The Who, James Brown, Sly Stone, George Clinton, Neil Young, Lou Reed, Iggy Pop, David Bowie, Black Sabbath, Marvin Gaye, Public Enemy, Beck, Blur, Beastie Boys...Αυτοί είναι καλλιτέχνες που αντιπροσωπεύουν την αληθινή πλευρά της μουσικής σκηνής και ποτέ δεν σκέφτηκαν να πάψουν να είναι αληθινοί.

Και εδώ είναι που φτάνουμε στους Soundtrack Of Our Lives (SOOL), ένα γκρουπ το οποίο χωρίς αμφιβολία θα αφήσει το στίγμα του στο χώρο της μουσικής. Ένα αυθεντικό γκρουπ που ξέρει τι λέει και τι κάνει.

Σχηματίστηκαν στο Gotheburg, στη Σουηδία, το 1994 και διαθέτουν ένα μεγαλειώδες πακέτο: εξαιρετικά τραγούδια, αξιοθαύμαστη μουσικότητα, δυναμική σκηνική παρουσία και τη δυνατότητα ανίχνευσης σωστής μουσικής κατεύθυνσης. Μπορεί να είναι μία ροκ μπάντα με ευαίσθητους ποπ ήχους, μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίστροφο - πρέπει να σχηματίσει κανείς τη δική του γνώμη αφού βέβαια τους ακούσει πρώτα. Ταλαντεύονται μεταξύ διαφορετικών μουσικών ειδών χωρίς δυσκολία, επιλέγοντας τα καλύτερα κομμάτια και συνδυάζοντάς τα με έναν απρόσμενοι και ευχάριστο τρόπο.

Έχουν συγκριθεί με Βρετανικές ποπ μπάντες όπως είναι οι Oasis, οι Kula Shaker και οι Verve, αλλά η σύγκριση αυτή δεν είναι δίκαιη. Το ηχητικό παρασκήνιο των SOOL χρειάστηκε πολύ χρόνο για να διαμορφωθεί, περισσότερο από το χρόνο ύπαρξης της Βρετανικής ποπ σκηνής, και ωρίμασε έχοντας περισσότερο περίπλοκες επιρροές χωρίς να μένουν προσκολλημένοι μονάχα σε δύο δίσκους των Beatles. Για να περιγράψουμε, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούμε, τους SOOL θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο.

Μεταξύ του 1986 και 1993 υπήρχε ένα σουηδικό μουσικό σχήμα το οποίο δεν πουλούσε πολλούς δίσκους αλλά κέρδισε πολλούς οπαδούς, μεγάλος αριθμός των οποίων σήμερα αποτελούν αστέρες του ροκ και πολιτισμικά είδωλα σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αινιγματικό όνομα της μπάντας ήταν Union Carbide Productions (UCP).

Οι UCP ήταν μια μπάντα που αγαπήθηκε από τους εξής αστέρες της μουσικής: Kurt Cobain, Billy Corgan, Monster Magnet, Jello Biafra, Sonic Youth, Steve Albini, Jon Spencer, Henry Rollins, The Hellacopters, The Posies, Peter Bucks των R.E.M, Corrosion Of Conformity, New Bomb Turks, The Replacements, Jim 'Foetus' Thitwell, Lydia Lunch, Jesus Lizard και πολλούς λλους. Δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε τους πιστούς οπαδούς τους στην Σκανδιναβία και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Οι δίσκοι της μπάντας δέχτηκαν τις καλύτερες κριτικές από περιοδικά όπως τα Maximum Rock 'n' Roll, Spin και Forced Exposure. To αμερικάνικο περιοδικό Ugly Things έγραψε ένα αφιέρωμα 35 σελίδων για το γκρουπ στο 16ο τεύχος, που κυκλοφόρησε το 1998.

Πολλά τραγούδια του γκρουπ έχουν επανακυκλοφορήσει από σχήματα όπως τους The Replacements και τους αυστραλούς 20 Seconds Sect.

Μέσα σε επτά χρόνια, οι UCP κυκλοφόρησαν τέσσερις αξιοπρεπείς δίσκους, περιόδευσαν στην Ευρώπη και επισκέφτηκαν τις ΗΠΑ για μερικές θρυλικές συναυλίες. Το στυλ της μπάντας ήταν το ίδιο ωμό με αυτό των Iggy & The Stooges, MC5, Captain Beefheart και Minor Threat με επιρροές από το σκοτεινό και πιο καταθλιπτικό ύφος των Love, The Burds, Neil Young, και τους Simon & Garfunkel. Μια ηλεκτρική μίξη η οποία στα χέρια των UCP μετατρέπεται σε μια φονική ηχητική κυκλοφορία που κατέκτησε τον ακροατή από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Εξαιτίας της νεανικής τους δυναμικότητας και του ανυπότακτου πνεύματος των μελών της μπάντας, καθώς και λόγω της έλλειψης υποστήριξης από τη δισκογραφική τους, βρίσκονταν διαρκώς σε μάχιμη κατάσταση. Αφού έχασαν την ευκαιρία να υπογράψουν συμβόλαιο με την Sub Pop στο Seattle το 1990 το γκρουπ αποφάσισε να διαλυθεί, μετά από μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους στην Σουηδία, το φθινόπωρο του 1993.

Μέσα από τις στάχτες των UCP, αναδείχτηκαν οι SOOL, ένα πιο έμπειρο γκρουπ από τον προκάτοχό του. Αποτελούσαν ένα πιο ώριμο και σοφό σχήμα σε σχέση με τους UCP. Δεν ήταν πια μαθητευόμενοι. Ήταν έτοιμοι να κολυμπήσουν στα βαθιά, πράγμα το οποίο άρχισαν να μεθοδεύουν απότ5η στιγμή που διαλύθηκαν οι UCP. Οι κιθαρίστες Bjorn Olsson και Ian Person δούλεψαν μαζί χρησιμοποιώντας το όνομα Black Balloons και παρήγαγαν instrumental μουσική, ενώ ο τραγουδιστής Ebbot ήταν παραγωγός τοπικών σουηδικών σχημάτων (Nymphet Noodles, Cry). Σύντομα όμως οι παλιοί φίλοι άρχισαν να έρχονται κοντά ο ένας με τον άλλο, σαν να τους ωθούσε ένας μαγνήτης. Οι Οlsson, Ebbot και Ian Person άρχισαν να ανταλλάσσουν demos μεταξύ τους και να συνθέτουν το νέο ύφος των SOOL. Γρήγορα τους συνόδεψαν οι Kalle Gustafsson (μπάσο), Fredrick Sandsten (ντραμς) και Martin Hederos (πλήκτρα). Ο Sandsten είχε αναδείξει το ταλέντο του στα ντραμς όταν ήταν μέλος των Whipped Cream, ο Gustafsson ήταν παλιότερα μέλος των Electric Eskimoos και ο Hederos ήταν μέλος των Nymphet Noodlers. Στα τέλη του 1994, είχαν ήδη γράψει νέα τραγούδια και όλα τα μέλη είχαν μεγάλη έμπνευση. Είχε φτάσει η στιγμή να παρουσιάσουν το υλικό τους στο κοινό. Τον Μάρτιο του 1995 έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στο club Neferrtiti στο Gothenburg. Η ανταπόκριση ήταν απίστευτη.

Tο μόνο πρόβλημα ήταν η ονομασία του γκρουπ. Αρχικά επέλεξαν τα ονόματα Jehovah Sunrise και Nobody Never, όμως τελικά κατέληξαν στο όνομα Soundtrack of Our Lives, το οποίο δανείστηκαν από τους στίχους του Ebbot στο τραγούδι Firmament Vacation. Είναι βέβαια μακρύ και εξεζητημένο αλλά εμπεριέχει το νόημα της μπάντας: αποφασιστικό, αυθεντικό και δυναμικό και αρκετά τολμηρό. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το γκρουπ μεταφέρθηκε στο εξοχικό του φίλου τους, Jan Tuores, για να ηχογραφήσουν τον πρώτο τους δίσκο ως SOOL. Για να αποδείξουν το ανεξάρτητο πνεύμα τους, τα μέλη της μπάντας γέμισαν τον κήπο του εξοχικού με χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις και τριγυρνούσαν φορώντας ενδύματα του 19ου αιώνα. Όταν ολοκληρώθηκαν οι ηχογραφήσεις, είχαν ήδη ετοιμάσει 50 τραγούδια και ως το τέλος του έτους το νούμερο αυτό είχε φτάσει τα 70. Το ύφος είχε διαφοροποιήσεις και τραγούδια όπως το Black Star, Grand Canaria, Firmament Vacation και το Four Ages ανέδειξαν πλήρως τις φωνητικές δυνατότητες του Ebbot και τον δραματικό ήχο του Bjorns. To Chromosome Layer ήταν ένα ψυχεδελικό folkpop τραγούδι, ενώ το Confrontation Camp ήταν ένα χαρούμενο τραγούδι που οι Βlack Crowes θα ήθελαν πολύ να ήταν δικό τους. Έπειτα υπήρχε και το Instant Repeater 99, ένα powerpop τραγούδι, γραμμένο από τους Ian & Ebbot. Oι Ian & Ebbot έγραψαν μαζί και το αιθέριο Endless Song, ίσως ένα από τα ομορφότερα τραγούδια των SOOL.

To μόνο που χρειάζονταν τώρα ήταν μία δισκογραφική εταιρία για να υποστηρίξει το έργο τους. Όταν ο Klas Lunding, θρυλικός Α&R και πρώην διευθύνων σύμβουλος της σουηδικής ανεξάρτητης δισκογραφικής Stranded, παρουσιάστηκε σε μία συναυλία των SOOL στο Gotheburg to 1996, συνειδητοποίησε αμέσως τις τεράστιες δυνατότητες της μπάντας και υπέγραψε συμβόλαιο μαζί τους. Πριν υπογράψουν με το σουηδικό παράρτημα της Warner, την Telegram, οι SOOL είχαν ήδη κυκλοφορήσει το τραγούδι Four Ages στην τοπική εταιρία Dolores. Αυτό το single, λόγω του ό,τι κυκλοφόρησε μόνο σε βινύλιο και σε λίγα αντίτυπα, αποτελεί σήμερα συλλεκτικό είδος.

Αφού υπέγραψαν το νέο συμβόλαιο-με μια δισκογραφική που είχε την οικονομική δυνατότητα να τους υποστηρίξει- η μπάντα κυκλοφόρησε το Homo Habilis Blues, ένα EP με πέντε τραγούδια που κατενθουσίασε τον μουσικό τύπο, την άνοιξη του 1996. Tο Instant Repeater '99 παίχτηκε πολύ στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και αναδείχτηκε σε μεγάλη ποπ επιτυχία στη Σουηδία. Το καλοκαίρι εκείνο οι SOOL έπαιξαν στο μεγαλύτερο σουηδικό φεστιβάλ, στο Hultsfred, και είχαν τεράστια ανταπόκριση. Ο Ebbot κυκλοφορούσε στη σκηνή φορώντας το αναγνωρίσιμο πλέον αραβικό καφτάνι του και κεντρίζοντας την προσοχή του κοινού με μεγαλειώδεις χειρονομίες και την αισθησιακή, μελαγχολική φωνή του. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας έπαιξαν τα τραγούδια με έναν πολύ δυναμικό τρόπο, που δεν είναι συνήθης στους Σουηδούς.

Όταν το πολύ-αναμενόμενο ντεμπούτο τους άλμπουμ με τίτλο 'Welcome to the Infant Freebase' κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του ίδιου έτους, oι κριτικοί μουσικής έγραφαν μόνο θετικές κριτικές. Οι λέξεις 'αριστούργημα' και 'μεγαλειώδες' χρησιμοποιήθηκαν τόσο συχνά από τον μουσικό τύπο που έχασαν το νόημά τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα το άλμπουμ αυτό θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα Σουηδικά rock άλμπουμ όλων των εποχών.

Το αριστουργηματικό 'Welcome to the Infant Freebase', αποτελεί τρανή απόδειξη ότι οι Σουηδικές μπάντες διέθεταν το ταλέντο να δημιουργήσουν δίσκους το ίδιο καλούς με αυτούς που παράγονταν στην Μ. Βρετανία και Αμερική. Η μπάντα πραγματοποίησε μια θριαμβευτική εθνική περιοδεία και χάρισαν στους οπαδούς τους εξαιρετικές εκτελέσεις των τραγουδιών τους, διατηρώντας άθικτες τις μουσικές συμφωνίες στη σκηνή και ταυτόχρονα εμβολιάζοντάς τους με πολλές δόσεις ενέργειας. Το 1997 oι SOOL βραβεύτηκαν στα Grammis Awards, τα αντίστοιχα σουηδικά Grammy Awards, με το βραβείο της καλύτερης πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας.

To 1997 ήταν μια δύσκολη χρονιά, αφού ο Bjorn Olsson αποφάσισε να εγκαταλείψει την μπάντα. Ήταν γνωστό πλέον ότι η σχέση των Bjorn και Ebbot δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Τα δύο αυτά μέλη είχαν συνειδητοποιήσει ότι οι ακραίες αντιδράσεις σε συνδυασμό με την οργή και τη θλίψη καλλιεργούν ένα ανταγωνιστικό πνεύμα ιδιαίτερα στο χώρο της μουσικής. Η συνεργασία τους ήταν πλέον παρελθόν. Ο Ebbot παραδέχτηκε ότι οι δυο τους είχαν μια περίπλοκη σχέση, τονίζοντας όμως την σημασία ύπαρξης διαφορετικών προσδοκιών.

Αφού εγκατέλειψε τους SOOL, ο Bjorn ηχογράφησε ένα instrumental δίσκο και απέκτησε τη φήμη ενός πολυτάλαντου session player. Η αποχώρηση του Bjorn έδωσε χρόνο στην μπάντα να σκεφτεί πώς να συνεχίσει με ένα μέλος λιγότερο. Ο κατάλληλος άνθρωπος για να τον αντικαταστήσει βρέθηκε στο πρόσωπο του Mattias Barjed, πρώην κιθαρίστα των Nymphet Noodlers. Tην επιλογή αυτή ενέκρινε και ο ίδιος ο Bjorn. O Εbbot ήταν και αυτός ευχαριστημένος με την επιλογή αυτή.

Το 1997, η μπάντα κυκλοφόρησε τον δίσκο του στη Μ. Βρετανία όπου και έδωσε πολλές συναυλίες. Οι SOOL εμφανίστηκαν επίσης σε πολυάριθμα φεστιβάλ στην Σουηδία και τη Δανία. Το ίδιο έτος οι SOOL άρχισαν την ηχογράφηση του νέου τους άλμπουμ. Με τίτλο Extended Relevation, ο καινούργιος δίσκος κυκλοφόρησε το 1998 και ανέδειξε τους νέους ψυχεδελικούς ήχους που είχε υιοθετήσει η μπάντα. Τα τραγούδια From gravity to gold, Century Child και Jehova Sunrise ανέδειξαν το νέο δραματικό ήχο του γκρουπ που αποτελούσε πλέον σήμα κατατεθέν της μπάντας, ενώ το Impacts & Egos είχε στενή συγγένεια με το Instant Repeater '99.

To Extended Relevation ήταν ένας πιο ήπιος δίσκος σε σχέση με το 'Welcome to the Infant Freebase', αποδεικνύοντας ότι το γκρουπ δεν ήθελε να κυκλοφορήσει έναν νεό δίσκο ολόιδιο με τον προηγούμενο. Το 1998 και 1999 οι SOOL βρέθηκαν σε περιοδεία, παίζοντας στην Σουηδία, τη Μ. Βρετανία και την Ευρώπη. Το 1999 οι SOOL άνοιξαν τη συναυλία των Rolling Stones στην Στοκχόλμη.

Το 2000 οι SOOL ηχογράφησαν τον τρίτο τους δίσκο, Behind The Music, που ήταν πιο δυναμικός από τον προηγούμενο. To EP Gimme Five! που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2000 προϊδέασε το κοινό για το τι θα επακολουθούσε. Ο μελαγχολικός ήχος που κυριαρχούσε στους δύο προηγούμενους δίσκους, έδωσε τη θέση του σε έντονους και γρήγορους ρυθμούς. Το γκρουπ διατηρεί ακόμη την ισορροπία, υιοθετώντας ακουστικούς ήχους και ερμηνεύοντας μελαγχολικά τραγούδια. Ο ενθουσιασμός των μελών των SOOL είναι εμφανής σε όλα τα τραγούδια. Οι SOOL επέστρεψαν ανανεωμένοι, όχι καλύτεροι ή χειρότεροι, αλλά διαφορετικοί. Ίσως τώρα να είναι περισσότερο χαρούμενοι απ' ό,τι στο παρελθόν. Η ανταγωνιστική σχέση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των Bjorn και Ebbot, έχει πλέον αντικατασταθεί από έναν πιο ώριμο τρόπο σκέψης και δράσης.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Film

Ξεκίνησαν να παίζουν φιλτράροντας τις επιρροές τους, αναμιγνύοντας ήχους απο διαφορετικά μουσικά είδη. Μια ηχητική εξερεύνηση που άρχισε με ένα λευκό χαρτί για χάρτη... με αποτέλεσμα έναν πειραματικό ήχο, με μελωδικές φωνές και ηλεκτρονικό θόρυβο, το οποίο η μπάντα ονόμασε "music for airports and supermarkets" που δίνει την αίσθηση ενός κινηματογραφικού soundtrack.

Το Ιούνιο του 2003 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο ">/:no lugggage" από την HitchHyke Music, το οποίο απέσπασε πολύ καλές κριτικές από το μουσικό τύπο και το κοινό, καθώς αναγνωρίστηκε από πολλούς ως το ντεμπούτο της χρονιάς.

Συμμετείχαν στην συλλογή "Friendly Fire", του DJ Γιώργου Φακίνου, που κυκλοφόρησε απο την ΕΜΙ και περιλαμβάνει b-sides και σπάνια τραγούδια από μεγάλα ξένα συγκροτήματα όπως Placebo, Puressence, Interpol, κ.α. Το κομμάτι με το οποίο συμμετείχαν είναι ένα ατμοσφαιρικό remix του Στάθη Ιωάννου των Illegal Operation στο τραγούδι "Radio 84.0" απο το ντεμπούτο τους αλμπουμ.

Έχουν κάνει αρκετά live σε χώρους της Αθήνας, με σημαντικότερα αυτών, μέχρι τώρα, τα support στους Puressence στο Gagarin205 (2002), στους Flaming Lips στο Gagarin205(2003).

Τον Σεπτέμβριο του 2003 ο Brian Molko, (Placebo), επέλεξε τους film, ως support group για την συναυλία των Placebo στο Θέατρο Λυκαβηττού 14/09. Οι film κατάφεραν να ενθουσιάσουν το κοινό και απέσπασαν εξαιρετικές κριτικές αποδεικνύοντας την δυναμική των ζωντανών εμφανίσεών τους.

Αυτό τον καιρό οι film δουλεύουν πάνω σε νέο υλικό και σχεδιάζουν περισσότερες συναυλίες στην Ελλάδα καθώς στα άμεσα σχέδιά τους είναι και οι συναυλίες στο εξωτερικό. Το ντεμπούτο τους αλμπουμ ">/:no luggage" κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Γερμανία, την Ελβετία και την Ισπανία ενώ αναμένεται η διανομή του και σε άλλες χώρες του εξωτερικού.

Πηγή όλων των παραπάνω : Avopolis Music Network

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.

×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.