Jump to content

[ΤΑΙΝΙΟΚΡΙΤΙΚΗ] The Passion of the Christ


Recommended Posts

Απο που γνωριζουμε οτι ο Χριστος ειχε ξανθα μαλλια και μελια ματια!!!!!Φσσστ!Μποινγκ!Τι ανθρωπομορφισμος ειναι αυτος!!!!!!!!!!!!!Σιγα μην ειχε και ...θεληματικο πηγουνι!

embored Από την παράδοση μεγάλε-ανάμεσα στα άλλα λέει η παράδοση και ότι είχε ύψος 6 πήχεις:δεν διάβασες και το ποστ μου emarright οι απεικονίσεις του Χριστού οι παλαιότερες τον απεικονίζουν όλες έτσι.Δηλ. δεν υπήρχαν άνθρωποι που γνώρισαν τον Χριστό για να τον περιγράψουν-άλλο που δεν είναι απόλυτα αξιόπιστες αυτές οι παραδόσεις;Φάντασμα ήταν για να λες ανθρωπομορφισμός;Εγώ ξέρω ότι ήταν τέλειος άνθρωπος και άρα πεινούσε,διψούσε,είχε μαλλιά,2 χέρια,2 πόδια,2 μάτια...Τελικά την δέχεσαι την παράδοση ή όχι;Όταν ακούς τον ακάθιστο και έχει μέσα στοιχεία από τα απόκρυφα ευαγγέλια(τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ...)σε ενοχλεί;Τελικά έπρεπε να φτάσουμε στο έτος 2004 για να γίνουμε ορθόδοξοι;

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Στ αληθεια τωρα τι σ ενδιαφερει,η ουσια της συζητησης η αντιμετωπιζεις τ ολο ζητημα ανταγωνιστικα?Απαντας σ αποσπασματα επουσιωδη και παραθετεις τις πληροφοριες σου.Δεν ειναι σκακι ομως...Π.χ.φρασεις του ειδους" βιαζεσαι,βιαζεσαι πολυ!",τι υποδηλωνουν δηλαδη?Οτι μ εχει πιασει το μαραζι να σε..νικησω?Ας υποθεσουμε οτι ο παπας απ τη Ναυπακτο δεν εχει σχεση με τον δεσποτη του.ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ.Αυτο λεγεται απαντηση.

Η παραδοση μας συμπυκνωνεται και οριζεται απο σπαραγματα φημων και αποκρυφων ευαγγελιων,που εχουν διεισδυσει μεχρι την υμνολογια(ΚΙ ΟΧΙ ΠΑΡΑΠΕΡΑ).Την ΝΗΠΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ που ειναι και η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ,την αγνοουμε?Η προσευχη του Ιησου ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΑ ΔΕΝ ΑΠΟΣΚΟΠΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΕΚ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ?(Τι να πρωτοαναφερω,το"Μια βραδυα στην ερημο τ Αγιου Ορους του π.Ιεροθεου Βλαχου?Την ιδια την Κλιμακα του Σιναιτη?).Θα δεχοταν στα σοβαρα ο οποιοσδηποτε πνευματικος(συμπεριλαμβανομενου και του π.Θεοκλητου)να φαντασιωνεσαι την μορφη του Ιησου?Υπαρχει η παραδοση των Οικουμενικων Συνοδων και η λαικη εκκλησιαστικη παραδοση.Δεν την καταλαβαινεις τη διαφορα ,ε?

Και αφου μιλαμε για παραδοση κι εισαι υπερμαχος της,φανταζομαι οτι την βιωνεις και αρα εχεις και πνευματικο και ασκεισαι κατα το δυνατον κτλ?Αν οχι,συγγνωμη,αλλα δεν υπαρχει καμμια παραδοση μεσα σου,ουτε και καμμια γνωση.Εχεις μονο πληροφοριες και τιποτα περισσοτερο.Αλλο να μιλαμε για τους αδερφους Μαρξ και τη λειτουργια της σατιρας πχ.

Τωρα πως γινεται και χρησιμοποιεις ανθρωπους που τους εχει πονεσει ο καθολικισμος το γνωριζεις μονο εσυ μες στο προσωπικο σου συμπαν.Δες τον Κοντογλου ποσο πονεμενα μιλαει για τα "φραγκολεβαντινικα"στους υμνους και τις εικονες στο Ευλογημενο Καταφυγιο.Τ ο,τι ακριβως ηταν κοσμογυρισμενος δεν σε υποψιαζει για το λογο της εμμονης του και της αυστηροτητας του στη διασωση της Ορθοδοξιας απ τα φραγκολεβαντινικα?Ο Τσαρουχης θα μας δειξει τι ηταν ο Κοντογλου?Η ο Κοντογλου καθοριζει τι μπορει επιπλεον να ναι ο Τσαρουχης?Στα σοβαρα τωρα ξερεις ποιος ειναι ο Κοντογλου?Πλακα μου κανεις?Το Καταφυγιο Ιδεων ειναι οι επιφυλλιδες του στην Ελευθερια την εφημεριδα κι ειναι η γνωμη του η μαλλον η ψυχη του για τον κοσμο.

Τωρα για τη γνωμη του Διονυσιατη για τους Καθολικους και την παραδοση τους,ασ το καλυτερα ,η Λουκα ειναι μετριοπαθεστατη μπροστα του,διαφωνεις?Μη σου πω οτι αμα μαθαινε οτι πας και στα Μc Donalds θα σε ξεσκιζε στις νηστειες!Οχι?Αν τον γνωριζες θα καταλαβαινες!Φωτια κι ατσαλι!Τι ειπανε με τον Γιανναρα?Βαλανε αγαπη,τι να πουνε.Ο Γιανναρας του εξηγησε πως εννοει τα πραγματα κι αυτο ειναι ολο.Αλλα κι εσυ νεος ανθρωπος,αντε αμεσως αιρετικοι ο Γιανναρας κι ο Νυσσης κι ο παπας απ τη Ναυπακτο?(Ε αφου γραφει στο περιοδικο της μητροπολης ,πολυ μυαλο θελει ο,τι εχει το ΟΚ του π.Ιεροθεου Βλαχου?)

Σ ο,τι αφορα τις διαφορετικες λειτουργιες της Τεχνης,αν εννοεις οτι σε μια ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ δεν ειναι κακο η κινηση προς το Θεο απο μια καθολικη εικονα,παω πασο.Αν εννοεις την εμμονη και την προσκολληση στους δυτικους συμβολισμους,ΠΟΥ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΙ-ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΙΤΕ Σ ΑΡΕΣΕΙ ΑΥΤΟ Η ΟΧΙ,εμ διαφωνω.Δηλαδη καποτε ο αμυητος δεν πρεπει να ξεφυγει απ το Passion και να παει και λιγο στον Πανσεληνο ας πουμε?Εμ πως!

Οι καθολικες εικονες κανουν θαυματα?Και οι Τουρκοι δεχονται θαυματα της Παναγιας(Παισιος-δες και τι γινεται καθε χρονο στη γιορτη τ Αι Γιωργη στην Πολη,δεν κανω πλακα,πανε Τουρκοι 100% και προσκυνανε κανονικα τη ...χαρη του)

Εμενα οι δυτικες εικονες,μου θυμιζουν μια Παναγια πιπινι που την εξεθεσε κανα καθαρμα και μου ρχεται να παρω τηλεφωνο το συλλογο προστασιας τ αγεννητου παιδιου της πρεσβυτερας του π.Γεωργιου Μεταλληνου.Τοσο αβοηθητη,τοσο ευαλωτη....Την καημενουλα....Να κι αν ο Χριστος ειχε σφιχτο κωλο,να κι αν δεν....Αδελφες και παλληκαρια γιναμε μαλλια κουβαρια λεω γω!ΠΩΣ βοηθα αυτο τη ζωη μας...Κατι τετοια ερωτηματα σου κανω και τ αποφευγεις απο αγνοια η απο περηφανεια.Δεν μ ενδιαφερει στο τελος-τελος να σε νικησω!

Ερωτω για τελευταια φορα,τι εχεις να πεις για το κειμενο του Ντοστογιεφσκυ?Εχεις διαβασει κανα βιβλιο του Γιανναρα η ειναι αιρετικος απλα επειδη το λεγε ο Διονυσιατης?(Και καλα γιατι τεοιο κολλημα με τον Διονυσιατη.Ποιος ειναι, ο Ποντιφηξ?Γιατι οχι ο π.Βασιλειος Γοντικακης ας πουμε.Εχει κι αλλους Αγιορειτες!)Πως γινεται αιρετικος ο παπας απ τη Ναυπακτο?Με το νι και με το σιγμα.Γι αυτο και εκεινο και το αλλο επειδη εχει γραψει ετουτο.Ειναι η δεν ειναι ΑΤΕΓΚΤΟΙ εναντιων της καθολικης παραδοσης στο συνολο της ο Διονυσιατης και ο Κοντογλου?Οταν μιλαμε για τον Χριστο( κι οχι τον James Dean) εχουμε απαιτησεις για το τι βλεπουμε ως ΖΗΤΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ?Τι βοηθα περισσοτερο ,η εσωτερικοτητα η οι νατουραλιστικες καταγραφες?Ο Πανσεληνος η ο Γκιμπσον?Αυτα ρωτω.Εν γενει μ ενοχλει Η ΑΣΤΙΚΟΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ(αμα διαβασεις και την Μοιρα Της Κουλτουρας του Νικολαι Μπερντιαεφ εκδ.Αστρολαβος,θα...ωφεληθεις!-Σημειωση,δεν ειμαι αριστερος!!!)Αν μ απαξιωνεις βγαζοντας το πινακακι embored ε μη μ απαντησεις,αμα παλι απαντας απο δω κι απο κει,ξανα μην μ απαντησεις(παλι μ απαξιωνεις).

Αν ηθελες (και δεν σου προκαλω βαρεμαρα )καλυτερα να τα λεγαμε απο κοντα ,(η με e-mail).ετσι οπως εχει παει η κουβεντα.Ειναι δυσκολο δημοσιως πλεον.Μερικα πραγματα δεν λεγονται σε κοινη θεα.Eυχαριστω!

YΓ1.Εχει και κατι μουρλο η κουβεντα.Εγω χρησιμοποιω τους "μετριοπαθεις"κι εσυ τους αυστηρους με αναποδες προοπτικες!!!!!ΥΓ2.Και συγγνωμη για τις φορες που εγω εννοουμαι ως επιθετικος και απαξιωτικος,δεν ειναι ομως ετσι!!!(Cross my heart and hope to die!)

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Στα σοβαρα τωρα ξερεις ποιος ειναι ο Κοντογλου?Πλακα μου κανεις?Το Καταφυγιο Ιδεων ειναι οι επιφυλλιδες του στην Ελευθερια την εφημεριδα κι ειναι η γνωμη του η μαλλον η ψυχη του για τον κοσμο.

emiloveyou Καλά όλα τ'αλλα:δεκτά όπως και αν τα πάρεις.Αλλά τον Κόντογλου εσύ τον αγνοείς,έχοντας λατρεία στο έργο του ξέρω και 2 πράγματα παραπάνω γι'αυτόν.Και τα έργα του έχω διαβάσει και τις εικόνες του ξέρω και για τη ζωή του ξέρω.

emstar Αυτό περί λαϊκών στοιχείων που υπερτερούν στην τέχνη του το έφαγε η μαρμάγκα.

emstar Ανέφερα και τον Εγγονόπουλο,γιατί μόνο ο Τσαρούχης;Αλήθεια ξέρεις ας πούμε ότι ο Τσαρούχης τον πήγαινε σε καταγώγια για να παρακολουθήσουν ζεϊμπέκικα ας πούμε;Την αλληογραφία του Κόντογλου την έχεις δει-αλληλογραφούσε και με "θεατρίνες" που η ζωή τους δεν ήταν νηπτική-ασκητική :D όπως η Κοτοπούλη,και με ξένους-καθολικούς κλπ.Την επικοινωνία του με τον Καζαντζάκη,τον Αλέξη Μινωτή,τον Σκαρίμπα,τον Βάρναλη την ξέρεις;Αυτοί τι ήταν;Καλόγεροι;

emstar Ο Κόντογλου ξεκίνησε ζωγραφίζοντας δυτικά,δες το Πέντρο Καζάς και τη Βασάντα.

emstar Οι επιφυλλίδες,κείμενα κλπ. του Κόντογλου που αναφέρεις είναι από μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του:από το 1945-1964 που πέθανε.Ο Κόντογλου πιο πριν δεν υπήρχε;

emstar Ακόμα χειρότερα:ο Κόντογλου στην κατοχή πούλησε το σπίτι του για ένα σακί αλέυρι και ζούσε σε γκαράζ με τη γυναίκα του και τη κόρη του.Μετά την κατοχή άλλαξε τελείως σε σχέση με τον Κόντογλου που έφερε τη Βυζαντινή ζωγραφική στο προσκήνιο,έγραψε απαράμιλλά βιβλία,και έπεσε σε ένα μυστικιστικό παραλήρημα.Δεν είναι απορριπτέος ο Κόντογλου αυτής της περιόδου-της Κιβωτού,αλλά και πάλι δεν είναι ο μόνος Κόντογλου που υπάρχει,ώστε να επικαλείσαι επιφυλλίδες από κείμενά του μόνο τότε.

emstar Αλήθεια τα βιβλία του για πειρατές και κουρσάρους και ότι σύμφωνα με προσωπική του ομολογία αγαπημένο του βιβλίο είναι ο Ροβινσών Κρούσος πώς εντάσσονται στον Κόντογλου που προσπαθείς να παρουσιάσεις;

emstar Το βιβλίο του για τον Μπλεζ Πασκάλ, η ομολογία ότι ήταν άγιοι δυτικοί μετά το σχίσμα,όπως ο Φραγκίσκος,η Τερέζα ντ'Αβίλλα,η Μαρία του Σταυρού πώς μας δείχνουν τον Κόντογλου τόσο κολλημένο;

emcensored Με 2 λόγια:έχεις ράψει έναν Κόντογλου επαρχιώτη και στενόμυαλο.Δεν ήταν.Ακριβώς αυτή είναι η αξία του Κόντογλου:το ότι δεν ήταν κάποιος με το κόμπλεξ της Δύσης,την ήξερε,την έζησε και επέλεξε να κάνει τα δικά του,γύρισε στις ρίζες του και άλλαξε τα δεδομένα στην Ελλάδα.Εγώ πάλι τον αγαπάω και πριν και μετά το 1945.

Υ.Γ.1 Τα Mcdonalds αν δεν τα τρως σε νηστεία μια χαρά φαγητό είναι και δεν θέλω κανένας να μου παίζει τον τιμητή για το τι θα τρώω και τι όχι.Αν δεν του αρέσει να τρώει παϊδάκια στην χασαποταβέρνα της γειτονίας του.Εκτός αν σαν τους Εβραίους πιστεύεις ότι υπάρχουν καθαρές και μη καθαρές τροφές.Μας γυρίζεις πίσω στα χρόνια του Παύλου που έπρεπε να γράφει σε κάθε σχεδόν επιστολή του για το το ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να κρίνει τον άλλον για το τι τρώει.

Υ.Γ.2 Όταν γράφω βιάζεσαι το εννοώ:ας πούμε πουθενά δεν γράφω ότι ο Νύσσης ήταν αιρετικός,αλλά ορισμένα γραπτά του δεν συνάδουν με την ορθόδοξη άποψη.

Υ.Γ.3 Εδώ δεν γίνεται διαγωνισμός γνώσεων,φυσικά αναφέρομαι σε συγγραφείς που αγαπώ και όχι γιατί πρέπει να αποδείξω κάτι.Τα γραπτά ας πούμε του Γοντικάκη δεν μ'ενθουσιάζουν.Ούτε αναφέρω τον Κόντογλου για να δείξω ότι τον ξέρω-τον αναφέρω γιατί τον αγαπάω.Και θα συνεχίσω να τον διαβάζω και βεβαιότατα όχι αποσπασματικά.

Υ.Γ.4 Ο Μπερντιάεφ έχει κατηγορηθεί και αυτός για αιρετικός από τον Φλωρόφσκι.Έχει γράψει κάτι πραγματάκια βέβαια οικουμενίστικα και για απουσία τελικής κρίσης,αλλά έχω αρχίσει να αισθάνομαι ότι η κατηγόρια αυτή είνια κάτι σαν τον χαρακτηρισμό χαφιές στους Κουκουέδες πριν 50 χρόνια.Τράβα να αποδείξεις ότι δεν είσαι!

Υ.Γ.5 Πιστεύεις ότι δεν πρέπει να προσκυνούμε τις δυτικές εικόνες;Πιστεύεις ότι ο Γιανναράς είναι αυθεντία τέτοια που πρέπει να ακολουθήσουμε τις προσταγές του να μην τις προσκυνούμε;Κι αν ο Γιανναράς λέει αυτό είναι και σύμφωνο με τη διδασκαλία της εκκλησίας;(καλά,μέχρι τώρα θα έχεις καταλάβει πόσο συμπαθώ τους νεορθοδόξους!)Ότι κάνουν θαύματα και οι δυτικές εικόνες έχει αναφερθεί και από τον Παϊσιο που αναφέρεις.Η Παναγία σκορπάει τη χάρη της σε όλους,όχι μόνο τη δικιάς μας φυλή.Και δική του φράση-ναι,ήταν αυστηρός με τον Πάπα,όχι με τους καθολικούς-"κι'αυτοί παιδιά του Αδάμ είναι".

Υ.Γ.6 Νομίζω ότι το τελευταίο σχόλιο περί αντιστροφής των όρων από τους 2 είναι πολύ πολύ εύστοχο!

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

-_- Και επείδή η κουβεντούλα μας δεν ενδιαφέρει και πολλούς άλλους-μάλλον χασμουρητά έχει προκαλέσει-αλλά μπορεί να συνεχιστεί και αλλού άνοιξε τα προσωπικά σου μηνύματα-κοίταξε στην αρχική σελίδα αριστερά!
Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 1 year later...

Paul Ev ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - agglika - agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - agglika - agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - agglika - agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - agglika - agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - fragolevantika grapste kalytera ## no greeklish please! ## - oxi fragolevantika grapste kalytera sta agglika - agglika - agglika - agglika -ov

Η μοντέρνα τέχνη ή η ανενεργός Σοφία

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Γιώργος Φωτόπουλος

Η δυτική θεολογία ήδη από τις απαρχές της εκδήλωσε μια σταθερή δογματική αδιαφορία προς την πνευματική εμβέλεια της ιερής τέχνης, την εικονογραφία, η οποία, παρά το μακρύ της μαρτυρολόγιο, είναι τόσο σεβαστή στην Ανατολή. Βέβαια, από θεία πρόνοια, η δυτική τέχνη επροηγείτο της θεολογικής σκέψης και μέχρι τον 12º αιώνα, παραμένει πιστή στην κοινή παράδοση τόσο σε Δύση όσο και σε Ανατολή. Αυτή η μοναδική παράδοση ζει απόλυτα, στη θαυμάσια ρωμανική τέχνη, στο θαύμα του καθεδρικού ναού της chartres στην Ιταλική ζωγραφική που καλλιεργεί ακόμα τη «βυζαντινή μανιέρα"

Αλλά από τον 13º αιώνα και ύστερα οι Giotto, Duccio, Cimabue, εισάγουν την "πλαστή" οπτική, την προοπτική, το βάθος, το παιχνίδι φωτός – σκιάς, τη ζωγραφιά με οφθαλμαπάτη. Εάν η τέχνη γίνεται πιο εκλεπτυσμένη, αντανακλώσα το ενυπάρχον σ’ αυτή στοιχείο είναι λιγότερο φορέας της άμεσης κατοχής του Υπερβατικού (1). Πρόσφατες έρευνες ανακαλύπτουν ακόμα και στη θέα του Fra Angelico μια δυνατή επιρροή του δομηνικανικού διανοητισμού. Ερχόμενη σε ρήξη με τους κανόνες της παράδοσης, η τέχνη δεν εντάσσεται πια στο μυστήριο της λειτουργικής και περισσότερο αυτόνομη και υποκειμενική, εγκαταλείπει την ουράνιά της «βιόσφαιρα». Τα ενδύματα των Αγίων δεν δίνουν πια την αίσθηση «πνευματικών σωμάτων» κάτω από τις πτυχές τους και ακόμα και οι Άγγελοι εμφανίζονται ως όντα από σάρκα και αίμα. Τα ιερά πρόσωπα συμπεριφέρονται ακριβώς όπως όλος ο κόσμος, είναι ντυμένα και τοποθετημένα στο σύγχρονο περιβάλλον του καλλιτέχνη. Ακόμα ένα βήμα και η Βιβλική διήγηση, το θαυμαστό γεγονός δεν είναι παρά μια ευκαιρία για να φτιαχτεί με επιστημοσύνη ένα πορτραίτο, μια ανατομία, ένα τοπίο. Το συνέδριο από πνεύμα σε πνεύμα ξεθωριάζει, η άποψη περί της "φλόγας των πραγμάτων" δίνει τη θέση της στο συναίσθημα, στις κινήσεις της ψυχής, στη συγκίνηση. Για τον Maurice Denis, o Leonard de Vinci, είναι ο πρόδρομος των Χριστών τύπου Muncancsy, Tissot ενώ στην ίδια συναισθηματική γραμμή θα έρθουν οι επίκαιρες εικόνες της "Sacré Coeur". Επίσης όταν ένας Εσταυρωμένος, με τον ηθελημένο ρεαλισμό του, τονίζει το νευρικό σύστημα, το ανέκφραστο μυστήριο του Σταυρού χάνει τη μυστική του δύναμη, εξαφανίζεται. Όταν η τέχνη ξεχνάει την ιερή γλώσσα των συμβόλων και της θείας Παρουσίας και μεταχειρίζεται πλαστικά, «θρησκευτικά θέματα», η πνοή του Υπερβατικού δεν τη διαπερνά πια.

Μετά το ήμισυ του 16ου αιώνα οι μεγάλοι ζωγράφοι που διακρίνονταν για το ύφος τους, Le Brun, Mignard, Tiepolo ασκούνται πάνω σε χριστιανικά θέματα με μια ολοκληρωτική απουσία του θρησκευτικού συναισθήματος. Σήμερα η λεγόμενη ιερή τέχνη που βρίσκουμε μέσα στις εκκλησίες στερείται κατά πολύ της διάστασης του ιερού. Ας δώσουμε το λόγο σ’ ένα θεολόγο : "όλη η διαμάχη γύρω από την ιερή τέχνη που μαίνεται αυτή τη στιγμή στη Δύση κινείται σ’ ένα χώρο και παλεύει μέσα σε μία εναλλαγή που είναι εξίσου ενδεικτικές της πλήρους ετερογένειας ανάμεσα στις δύο ιερές τέχνες της Ανατολής και της Δύσης. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που δείχνει κυρίως, είναι ότι η θρησκευτική τέχνη της Δύσης όποια κι αν είναι η αντίληψη που έχουμε, δεν έχει τίποτα το ιερό με την έννοια που είναι ιερές οι εικόνες. Είναι μια τέχνη βαθιά υποκειμενική που επιδιώκει να εκφράσει το θρησκευτικό συναίσθημα… Όλα αντανακλούν θεαματικά το γεγονός ότι η θρησκευτική τέχνη στη Δύση δεν είναι ενσωματωμένη στη λειτουργία και ότι δεν έχει πια ούτε την έννοια που θα μπορούσε να έχει … Δεν υπάρχει πια, μέχρι στιγμής, Αγία Τράπεζα στον Άγιο Βιτάλιο (Ραβέννα) ούτε λειτουργικό αντικείμενο γενικά. Παρ’ όλ’ αυτά είναι κανείς προφανώς σε μία εκκλησία όπου όλα αναμένουν τα Άγια μυστήρια. Στις καλύτερες και στις πιο ασήμαντες εκκλησίες μας λίγο πριν από τη Γοτθική περίοδο, μπορούμε κάλλιστα να γιορτάσουμε την Θεία λειτουργία κάθε μέρα, εκεί θα βρούμε τι δυναμώνει ή τι μειώνει την προσωπική αφοσίωση. Σε τίποτα όμως δε διαφέρει αυτός ο ναός από ένα ατελιέ ή από ένα μουσείο, δεν ενώνει εν τω μυστηρίω τις ζωγραφιές ή τα αγάλματα που κοσμούν τους τοίχους (2)

Mε το τέλος του 18ου αι. η τέχνη χάνει φανερά τον οργανικό σύνδεσμο ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή και βουλιάζει στη νύχτα των ρήξεων. Βεβαίως η τέχνη παραμένει περίπλοκη, κατά καλή τύχη όμως, διασφαλίζει όλες τις τάσεις αλλά η κυριαρχία ορισμένων τροποποιεί το πρόσωπό της. Θα ακολουθήσουμε την εξέλιξη μόνο αυτής που ολοκληρώνεται στην καθαρή αφηρημένη έννοια.

***

Όταν το "γιγνώσκειν" δεν είναι πια μια στάση θαυμασμού, μια «communion orante", η γνώση διαχωρίζεται από την "θεωρία". Εγκαταλείπεται η εμβάθυνση της εσωτερικότητας που φθάνει μέχρι τη συνάντηση του Υπερβατικού και εν Αυτώ όλης της τρεμάμενης πραγματικότητας της ζωής, προς όφελος ενός "γνωρίζω για να μπορώ" και της αύξησης αυτής της εξουσίας πάνω στα πράγματα αυτού του κόσμου. Αλλά το ον αδειάζει από το ουσιώδες περιεχόμενό του, χάνει την ουράνια καταγωγή του, εκφυλίζεται, αποϊεροποιείται και η συνείδηση δε βρίσκει το «Dasein», το είναι παρά για να αποκαλύψει το "είναι προς θάνατον", ζωσμένο από το μηδέν. Καταστρέφουμε το πραγματικό αποσυνθέτοντάς το, δημιουργώντας ανυπέρβλητες ασυνέχειες. Δεν μένει στον άνθρωπο παρά η πνευματικότητα της ψυχής, βαθιά μη συμπαντική ή ένας ηθικισμός της βούληση που και το ένα και το άλλο, δεν του επιτρέπουν να εγγίσει τη δύναμη που μεταμορφώνουν την ύλη. Μία θεμελιώδης φιλοσοφία, με τις κλειστές ουσίες της που τις διέπει η αρχή της αιτιότητας ή μία θεωρία υπαρξιακή με αρχές χωρίς οντολογικό βάθος, δεν μπορούν να ανοιχθούν στον ενεργητικό δυναμισμό της ομοιότητας και της μετοχής που θεοποιούν αυθεντικά. Η κοσμική λειτουργία δεν βρίσκει πια βάρδους καθώς, η αδιαφάνεια των σωμάτων, δεν είναι σπαρμένη από το Θαβώρειο φως και η δόξα δεν ξεπροβάλλει από μία φύση που δε λειτουργεί πια.

Η τέχνη υφίσταται την επιρροή των "κυριάρχων" του κόσμου και της σοφίας του. Ο καλλιτέχνης προορισμένος παρά ποτέ στην μοναξιά, ψάχνει ένα είδος "υπέρ-αντικειμένου", υπέρ-πραγματικότητας, διότι γι’ αυτόν η απλή πραγματικότητα δεν μπορεί να εκφρασθεί ευθέως. Ηρωικά αλλά απεγνωσμένα προσπαθεί να ξαναβρεί αυτή τη μυστική απ’ όπου παραμερίστηκαν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Στην προσπάθεια να γνωρίσει το κοσμικό αντικείμενο, χάνει το μυστήριό του, αλλά η αναζήτηση από αντίδραση, από απελπισία, αυτού του μόνου μυστηρίου τον κάνει να χάσει το πράγμα και οδηγεί στον αφηρημένο δοκητισμό, στο φαντασμαγορικό παιχνίδι των σκιών χωρίς σώματα.

***

Μπορούμε να ορίσουμε χρονολογικά κατά προσέγγιση τη ρήξη με το παρελθόν που κατάγεται από την Αναγέννηση και τη γέννηση της σύγχρονης τέχνης στην έκθεση του Nadar στα 1874. Η ανεξάρτητη ζωγραφική βαθιά υποκειμενική, από την ενδότατη ανησυχία του Cézanne ως την τραγική αγωνία του Van Gogh, δείχνει μια ανάγκη για ανακαίνιση που ψάχνει να δηλώσει ανικανοποίητες ψυχικές διαθέσεις χωρίς διακοπή. Ο ιμπρεσιονισμός και ο εξπρεσιονισμός μεταβιβάζουν τις υποκειμενικές αντιδράσεις του αμφιβληστροειδούς ή του νευρικού συστήματος του καλλιτέχνη. Είναι μια ζωγραφική του περιστασιακού, του τυχαίου, ερμηνευμένου συγκινησιακά. Το χυλωμένο αντικείμενο διασκορπίζεται στο φωτεινό και χρωματικό πλάσμα. Η τεχνική της κοφτής και σε παράθεση πινελιάς ακολουθεί το χρωματικό τρεμούλιασμα του φωτός και ψάχνει τη σύνθεση στο άδραγμα του στιγμιαίου. Ο κυβισμός από την πλευρά του, αποσυνθέτει τη ζωντανή ενότητα στα γεωμετρικά της στοιχεία και ξαναφτιάχνει τον πίνακα εγκεφαλικά σαν ένα μαθηματικό πρόβλημα. Εγκαταλείπει τα παιχνίδια του φωτός και του χρώματος και αναλύει το αντικείμενο όπως παρουσιάζεται στη φαντασία, τοποθετημένο σ’ ένα χώρο μειωμένο στις δύο διαστάσεις ή, αντίθετα, πολυδιάστατο όπως το άτομο των φυσικών.O Σουρεαλισμός αποσυνθέτει αυτόν τον κόσμο και του επιθέτει έναν άλλο, επινοημένο, φτάνοντας μέχρι του σημείου να διαγράφει μια "αίγλη" υπέρ-υπαρξιακή. Η τέχνη χειραφετείται από κάθε κανόνα, από κάθε τύπο. Όταν είναι "θεουργική" ρίχνεται σε μαγικές δυνάμεις από ξόρκια, σε ψεύτικες υπερβατικότητες, σε όντως «ψεύτικα μεταφυσικά στρώματα". Είναι η μόδα των νέγρικων προσωπείων, της μεταφορικής δύναμης της mescaline, η παραποίηση των ψεύτικων αστρικών συμβολισμών, οι συνθέσεις που εμπνέονται από το μπετόν αρμέ, από το άτομο και τον πύραυλο, οι πλαστικές εικόνες της απόλυτης ταχύτητας, η γλυπτική από σύρματα. Η τεράστια πίεση του σύμπαντος "κολλώδης και αποπνικτική" γεννάει τη σύγχρονη πυκνότητα, μία πορεία διαβολεμένη που όμως δεν οδηγεί πουθενά. Πρόκειται για τη θλιβερή ελευθερία κάθε καλλιτέχνη να αναπαραστήσει τον κόσμο κατ’ εικόνα της ρημαγμένης του ψυχής, φτάνοντας μέχρι το θέαμα ενός αποχωρητηρίου το οποίο είναι γεμάτο από εξαρθρωμένα τέρατα. Αιφνιδιαζόμαστε παντού με την ασυνέχεια των ακανόνιστων και συγκοπτόμενων ρυθμών, τη διάλυση των σχημάτων και την εξαφάνιση του συγκεκριμένου περιεχομένου, του θέματος του προσώπου, του νοήματος των λόγων στην ποίηση ή της μελωδίας στη μουσική.

Για τη σύγχρονη πολυεπίπεδη συνείδηση το αντικείμενο δεν υπάρχει κάτω από τη μοναδικότητα του σχήματός του αλλά ενδύεται πολλαπλές όψεις. Πριν να εξαφανιστεί το αντικείμενο ξεσηκώνεται σε μία ύστατη αγωνία, μοιάζει στριμμένο και σπασμωδικό. Τέλος το περιεχόμενο των πραγμάτων και η επιδερμίδα των προσώπων αποσυντίθεται, όλα γίνονται κομμάτια, ατομικοποιούνται, διασπώνται. Έτσι η απτή πραγματικότητα αντανακλά η ίδια μία συνείδηση διχασμένη και με τη σειρά της αντιλαμβάνεται διχασμένα. Ο άνθρωπος δεν είναι πια κύριος των αναρχικών τάσεων της φύσης. Δεν τις διατάζει πια με το πνεύμα του αλλά τις καταγράφει και τις επιβαρύνει με την άρνησή του να παρέμβει. Άλλοτε τα πράγματα έθεταν ερωτήματα, σαν να προσδοκούσαν, κι ο καλλιτέχνης τους απαντούσε ζωντανεύοντάς τα υπό το δημιουργικό του βλέμμα, αποδίδοντάς τους την παρθενική τους αθωότητα, επιστρέφοντάς τα "στα ίδια",στην αγνότητα και στην αφέλειά τους. Ο σύγχρονος καλλιτέχνης, πριν να κοιτάξει τον κόσμο, ρωτάει την ψυχή του και εφαρμόζει στα πράγματα την "ρημαγμένη" του άποψη και καθίσταται συνένοχος της αρχαίας στάσης που θέλει να απελευθερωθεί πριν απ’ όλα από το Πνεύμα, και από κάθε ρυθμιστική αρχή. Μια παρόμοια επιστροφή στο πρωταρχικό χάος επιταχύνει τη φθορά του χρόνου και σύρει το ον μέχρι την ένδεια του μηδενός. Η ύλη διαλύεται χάνοντας το περίγραμμά της, θεάται στο κοσμικό άτομο του οποίου κυνηγάμε τη διάρκεια και άρα την ευαισθησία του ζωντανού προσώπου, την εμπιστοσύνη του βλέμματος. Κάθε ένα από τα κομμάτια της αρχίζει να ζει μια ύπαρξη ιδιαίτερη. Ο διάσημος Saturne του Goya ροκανίζει την ουσία του ανθρώπου. Την εποχή των σπασμών του τέλους του Μεσαίωνα, λόγω των ανοιχτών ρηγμάτων, θειούχα φυσήματα αναδύονται και φέρουν πληθώρα απελευθερωμένων επιθυμιών, το αιώνιο παραλήρημα των σφοδρών επιθυμιών. Οι παράλογες και δαιμονικές δυνάμεις εισβάλουν και ξεχύνονται μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος του Goya απειλείται από τα τέρατα που αναδύονται στο υποσυνείδητό του. Στον Bosch, ακόμα και ο παραδείσιος δρόμος παίρνει το σχήμα ενός μακρύ, ενός ατέλειωτου σκοτεινού τούνελ απ΄ το οποίο θα εμπνευστούν ο Κάφκα και ο Φρόϋντ. Η οδός είναι σκοτεινή, αποπνικτική πολύ λίγο συγκεκριμένη όσον αφορά στη διέξοδό της. Όμως ο άνθρωπος από την οπτική γωνία του Picasso και τη «σκληρή γραμμή» του δεν είναι περισσότερο καθησυχαστικός. Πρέπει κάπως έτσι περίπου να βλέπουν οι δαίμονες τον κόσμο σε μια οπτική αποκρυφιστική και έξω από την απρόσιτη εικόνα του Θεού.

Η παγκόσμια ισοπέδωση θρυμματίζει το Μοναδικό, την Ιδέα, το Ιερό και τα αντικαθιστά με τη μαγεία μιας κίνησης στροβιλιστικής προς τον εαυτό της, η οποία μετατοπίζει το κέντρο. Δεν είναι πια η αιωνιότητα την οποία ο αμαρτωλός τεμάχισε χρονικά, είναι ο χρόνος ο οποίος τεμαχίστηκε σε μηδενικά. Ο Άδης δε θα ήταν ένα κομμάτιασμα του υποκειμενικού χρόνου, του εκτεινόμενου και καρφωμένου στην αιωνιότητα, ένα όνειρο χωρίς ονειρευτή, το ύστατο καταφύγιο του ανύπαρκτου ; Η υπέρ-μοντέρνα ύπαρξη δε γνωρίζει ούτε την Αρχή ούτε την αύξηση ούτε την προοδευτική διαδοχή των γεγονότων αλλά αποδέχεται μια συνύπαρξη θραυσμάτων, θραυσμάτων που καλύπτουν το ένα το άλλο χωρίς τόπο και χωρίς συγκεκριμένη συνέχεια. Η προσανατολισμένη διάρκεια δίνει τη θέση της στον ταυτοχρονισμό, στο στιγμιαίο, στο φουτουρισμό και στενεύει σε μια ψευδοεσχατολογία της επιστροφής στο στοιχειώδες. Στην τελευταία του στιγμή ένα πτώμα δεν κινείται, τεντώνεται. Ήδη ο Ντοστοϊέφσκυ προφήτευε ότι ο άνθρωπος θα έχανε μέχρι και την εξωτερική του μορφή αν έχανε την πίστη του στη θεία αφομοίωση. Άλλοτε οι μεγάλοι Maîtres αγγίζοντας οποιοδήποτε κομμάτι του είναι, έδιναν την αίσθηση ότι κρατούσαν στα χέρια τους τον κόσμο στην ολότητά του που παλλόταν από ζωή. Τώρα ο κόσμος στενεύει, πάνω σε τεράστιους πίνακες, στη φτώχεια κάποιων θραυσμάτων.

Ας δούμε τη διάσημη Barbara από χαλκό του Jacques Lipchitz. Δεν έχει επιδερμίδα, αυτό που βλέπουμε αντιστοιχεί σε ένα πρόσωπο αλλά δεν του μοιάζει καθόλου. Ο γλύπτης έθεσε τον εαυτό του εντός της Barbara και μεταφέρει τις εσωτερικές του αισθήσεις. Μεταθέτει σε ορατό πρόσωπο την κενή αισθητικά εντύπωση. Το πλέξιμο νημάτων, κόμπων, προεξοχών και κοιλωμάτων πρέπει να μας φανερώνει τα αισθήματα της Barbara που έρχεται προς συνάντησή μας. Η εσωτερικότητά της μεταφράζεται χωρίς καμία αναλογία με τη συνήθη φύση. Πρόκειται για μία τέχνη εγκεφαλική που δεν ψάχνει για ένα νόημα ή το μυστήριο του προορισμού, αλλά τη λειτουργία, το συσχετισμό, την εξαίρεση. Έτσι ο γλύπτης Henry Moore ασχολείται με την προβολή μιας ουσίας σε μια άλλη και αναρωτιέται τι γίνεται το ανθρώπινο σώμα, το φτιαγμένο από πέτρα. Τέτοια είναι επίσης η δια-ατομική ζωγραφική ή η μυστική σωματιδιακή του Salvador Dali ή του Francis Picabia.

Η μη εικαστική τέχνη, η ανεπίσημη, η αφηρημένη, καταργεί κάθε οντολογική υποστήριξη αρνούμενη κάθε συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεν πρόκειται για ένα κόκκινο μήλο αλλά για την κοκκινάδα σ’ αυτό, για μια χρωματική κηλίδα στην οποία ο καλλιτέχνης προσδίδει μια σημασία μόνο σ’ αυτόν κατανοητή.

Ο Σοπενχάουερ έλεγε ότι όλες οι τέχνες έχουν μια μυστική τάση στην «μουσικότητα". Αλλά η μουσική είναι η μόνη ανάμεσα στις τέχνες που δεν αντιπροσωπεύει καμία μίμηση των σχημάτων αυτού του κόσμου. Παρ’ όλ’ αυτά, ή μάλλον χάρη σ’ αυτήν την απουσία, οι Kandinsky, Malevitch,Kupka, Mondrian ακολουθούν την ευχή του Mallarmé : "Ας δανειστούμε από τη μουσική τους νόμους και τις αρχές της". Προικισμένος βιολοντσελίστας ο Kandinsky αποκαλεί τα σχεδιάσματά του "αυτοσχεδιασμούς" και τα ολοκληρωμένα έργα του "συνθέσεις". Ο Kupka ζωγραφίζει "φούγκα σε δύο χρώματα" και "θερμός χρωματισμός". Ο Paul Klee, μουσικός και συνθέτης ακολουθεί στη ζωγραφική του μεταμορφώσεις σε διηνεκή φυτρώματα λυρικά ή εκρηκτικά. Αντίθετα ο μουσικός Scriabine μιλούσε για τη "συμφωνία του φωτός" και για ήχους που δημιουργούν χρωματικούς συνειρμούς. Ήταν παθιασμένος με την ιδέα του "τρέχοντος φωτός" το οποίο είναι συνδεδεμένο με ήχους και εκτυλίσσεται στο χρόνο. Οι Survage, Béothy, Cahn, Valensi πραγματοποιούν αυτό το όνειρο στις κινηματογραφικές ταινίες και πειραματίζονται στους "χρωματικούς ρυθμούς", ενώ ο Richter φτάνει μέχρι τη δημιουργία αφηρημένων φιλμ.

Η "σύγχρονη μουσική που έχει βάση όλους τους ήχους" απορρίπτει τη μελωδία, την αρμονία,την αντίστιξη. Ενώ σύμφωνα με τον Mozart το όλον της μελωδίας προηγείται της διαφοροποιήσεως σε κομμάτια, η διαίρεση περνάει στην παράθεση απομονωμένης ηχητικότητας, στην ασυνέχεια του είδους του Stravinsky, τέλος στις καθαρές ηχητικές δονήσεις και στο χάος των απελευθερωμένων θορύβων. Είναι συμπτωματικό ότι ο Boris Bilinsky στις έρευνές του για τη "συνέχεια των σχημάτων και των χρωμάτων χωρίς θέμα" απηχεί ακριβώς τον Debussy και τον Ravel στους οποίους διαφαίνεται ήδη ένα μουσικό μωσαϊκό, μια ασυνέχεια κομματιών χωρίς την αναγκαιότητα ενός οργανικού συνδέσμου.

Ο ζωγράφος Tchourlandsky ( προτού να τελειώσει τη ζωή του σ’ ένα θεραπευτήριο ) ερμηνεύει με τους "πίνακες - σονάτες" χωρίς θέμα τη δική του "μουσική ευαισθησία του κόσμου". Ο Malévitch ένιωσε μέσα του ένα μυστικισμό της νύχτας όπου ο κόσμος ξαναδημιουργήθηκε τέτοιος που θα μπορούσε να είναι. Πρόκειται για τα "μεσάνυχτα" κατ’ επίδραση του Mallarmé και τη "σταγόνα του μηδενός". Δημιουργός του "suprématisme" ο Malévitch αναζητά την ανώτερη δριμύτητα της "απουσίας". Ο απελευθερωμένος χώρος από κάθε ειρμό γίνεται ένα "περιέχον χωρίς διαστάσεις" χωρίς διαστημικό στοιχείο, ένα σχήμα εκ των προτέρων ανόθευτο χωρίς θέμα και αντικείμενο. Η διαγώνιός του εκφράζει την ιδέα της κίνησης στην κενότητα. Πρόκειται για μία αφηρημένη έννοια κεκαθαρμένη στο ακρότατο σημείο που βρίσκει το νόημά της σ’ ένα μαύρο τετράγωνο ενός άσπρου φόντου. Γράφει : "Die Gegen Standlose Welt", ο κόσμος της μη αναπαράστασης και μιλάει για τον κόσμο του αγνού ιδεαλισμού του απογυμνωμένου από κάθε πραγματικότητα που μπορεί να αναπαρασταθεί. Ο Fr. Kupka σπουδάζει θεολογία, μαθαίνει Εβραϊκά για να διαβάσει τη Βίβλο και υπηρετεί μέντιουμ σε πνευματιστικά συνέδρια. Ορφιστής, ζωγραφίζει τη "φούγκα σε κόκκινο και μπλε" και μεταφέρει τις μεταφυσικές του εμπειρίες στο επίπεδο των γεωμετρικών σημείων και μίας αφηρημένης συναισθηματικότητας. Ο εγκεφαλικός και ιδανικός κόσμος αντιτίθεται βίαια στον πραγματικό και αντιληπτό κόσμο. Τα κάθετα σχέδια απωθούν τη βαρύτητα του χώρου.

Σ’ όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, η "μη παραστατική" ζωγραφική δε γνωρίζει παρά αναλογίες και δημιουργικές σχέσεις, μία ανόθευτη ρυθμική των χρωματικών σχεδίων, των επαγωγικών γραμμών και των πλαστικών αξιών. Ο Kandinsky παρουσίασε αυτόν τον αναιμικό μυστικισμό στο βιβλίο του, το πολύ αδύναμο φιλοσοφικά, με τίτλο "Περί του πνευματικού στην τέχνη". Ο Mondrian μέλος της "θεολογικής κοινότητας", Ολλανδός καλβινιστής, ψάχνει το υπερβατικό στην αυστηρή σχέση των γραμμών που συναντώνται στην ορθή γωνία. Ο Paul Klee, περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι, αισθάνεται τη δίψα να εισχωρήσει στην προκοσμική σφαίρα, le tohû wà bohù, στην άβυσσο χωρίς σχήμα, χωρίς περιεχόμενο για την οποία κάνει λόγο η Βίβλος στην αρχή της, στην αγνή και ιδανική δυναμική. Θεωρεί ότι οι εκλεγμένοι καλλιτέχνες κατεβαίνουν μέχρις αυτού του μυστικού σημείου όπου οι προκοσμικές δυνάμεις τρέφουν κάθε δυνατή εξέλιξη. Για τον Klee η σημερινή μορφή του κόσμου δεν είναι η μόνη δυνατή. Επινοεί κανείς τον "δημιουργικό " πειρασμό να προαισθανθεί και να φανταστεί έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που δημιούργησε ο Θεός. Παρομοίως και ο Σουρεαλισμός του τύπου του André Breton, του Max Ernst, Picabia, παραβιάζει τις πόρτες του παραλόγου με τη "συστηματική αποξένωση" και η περιέργεια ορέγεται να ψάξει το μυστικό πυρήνα των πραγμάτων -"Ding an sich"- με την αφηρημένη έννοια του όρου. Κι όμως ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί : "Αλίμονο στην νόηση που είδε υποκριτικά τα μυστήρια του Θεού" (3)

Για τον Iavlensky, φίλο του Kandinsky, η τέχνη εκφράζει τη «νοσταλγία του Θεού». Η διαγώνιος του Malévitch ή η κίνηση των γραμμών που τέμνονται σε ορθή γωνία σταματώντας μπροστά στο τετράγωνο, υποδηλώνει το γεωμετρικό ιδεώδες του Απόλυτου, σύμφωνα με τον Mondrian. Στους μεγάλους εμπνευστές της αφηρημένης τέχνης, η επιθυμία να εισχωρήσουν πίσω από το πέπλο του αισθητού κόσμου είναι φανερά «θεοσοφικής",αποκρυφιστικής προέλευσης. "Στο ψηλότερο σκαλί" γράφει ο Paul Klee, "υπάρχει το μυστηριώδες". Νέα εποχή της γνώσης του Θεού ; Ίσως, αλλά τοποθετείται έξω από τον σαρκωθέντα Θεό, είναι μια γνώση της ιδανικής και αφηρημένης θεότητας έξω από το Θείο Υποκείμενο.

Περισσότερες ανησυχίες παρουσιάζουν οι φόρμες του "καλλιτεχνικού υπαρξισμού". Το ασυνείδητο ονειρεύεται τον καμπυλωτό χώρο και την τέταρτη διάσταση. Η φύση θα μπορούσε όμως να εκδικηθεί δελεάζοντας την περιέργεια των ανθρώπων. Μεθυσμένη η φαντασία από τις απεριόριστες δυνατότητές της εισάγει την παραίσθηση και το παραλήρημα για να καταλήξει στην ακατέργαστη τέχνη του Dubuffet,στην πρωτόγονη τέχνη των πνευματικά νοσούντων, στους "μυστικούς εφιάλτες" του Hernandez, στο θηριομάχο του Kopac, στους "χιμαιρικούς ιδρυτές" του Guraud, στον απόλυτο πρωτογονισμό. Θυμάται κανείς το λόγο του André Gide : "η τέχνη γεννάει επιτήδευση και θανατώνει την ελευθερία". Η σεξουαλική βία κατατρέχει ζωγράφους όπως οι Goetz και Ossorio, ή γλύπτες όπως οι Pevsner, Arp, Stahly, Etienne Martin. Δίπλα στα "κολάζ" και στην αυτόματη γραφή, ο παραλογισμός του Max Ernst ή του Dali παντρεύει τη φωτογραφική ακρίβεια των αντικειμένων με την αλλαγή της λειτουργίας τους, παραδείγματος χάρη "το υγρό ρολόι". Στον Pollok και σ’ όλη την Αμερικάνικη σχολή Action Painting ο αυτοματισμός της ταχύτητας έχει ως σκοπό να αποκλείσει τη συνείδηση. Τα χρώματα είναι βαλμένα στον πίνακα χωρίς να τον ακουμπούν για να αποφευχθεί κάθε πρόθεση ακόμα και ασυνείδητη.

Ο Georges Mathieu, πάνω σ’ ένα βάθρο,ζωγραφίζει σε κατάσταση ύπνωσης υπό τους ήχους της σύγχρονης μουσικής με βάση όλους τους ήχους. Ένας τεράστιος πίνακας 10m² καλύπτεται σε διάστημα μιας ώρας. Τα σωληνάρια ξεκοιλιάζονται και τα χρώματα πετιούνται και εκσφενδονίζονται, τρόπος του λέγειν, μόνα τους, εναρμονισμένα στο μαγικό περιβάλλον της ύπνωσης. Στο τέλος ο καλλιτέχνης είναι σε κατάσταση πλήρης κατάπτωσης. Ο βγαλμένος από τα σπλάχνα του παρορμητικός αυθορμητισμός φτάνει στα όρια του προ-συνειδητού χάους. Από μια ηθελημένη βεβήλωση οι μεγάλοι πρόσφατοι πίνακες του Bernard Buffet είναι πιο συμπτωματικοί. Το μοναδικό τους θέμα δείχνει τερατώδη πουλιά μ’ ένα βλέμμα μιας νεκρικής ακινησίας που ποδοπατούν το γυμνό γυναικείο σώμα. Όλοι οι πίνακες ακόμα και αυτοί της ανατομίας είναι τραβηγμένοι και οι στάσεις, αρκετά καλά μελετημένες αγγίζουν την ύστατη και αναίσχυντη βεβήλωση του μυστηρίου του ανθρωπίνου όντος. Μπροστά σ’ αυτούς τους πίνακες, με την χαρακτηριστική μυρωδιά της αποσύνθεσης, θυμόμαστε ένα απόσπασμα από την κλίμακα του Αγίου Ιωάννου της κλίμακος : "ένας Άγιος βλέποντας την γυναικεία ομορφιά έκλαψε από χαρά και δόξασε τον Δημιουργό…Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ήδη αναστημένος πριν την κοινή Ανάσταση".

Αν θα ήθελε κανείς να φανταστεί τον διάκοσμο της κόλασης, συγκεκριμένη σημερινή τέχνη ανταποκρίνεται σ’ αυτή την προσπάθεια. Ο «πονηρός» της Βίβλου που ο Λούθηρος μετέφρασε :"αυτός που ζαρώνει τη μύτη", έκανε σκοπό της ύπαρξής του το πικρό επάγγελμα να κοροϊδεύει τα όντα. Θα μπορούσαμε να τον αναπαραστήσουμε εν πλήρη συνειδήσει και με επιτυχία ως καλλιτέχνη, ανεπαισθήτως για τον ίδιο και τους άλλους. Πρόκειται για μια αντίσταση στο "κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού" κι ακόμα περισσότερο στον "φιλάνθρωπο" Θεό που υφαίνει με το φως του το ανθρώπινο πρόσωπο. Η αφηρημένη τέχνη, από τη φύση της,δεν έχει τίποτα εντός της για να αναγνωρίσει τον "Σαρκωθέντα Λόγο". Τι μπορεί να πει για την ευχαριστία,τη Μεταμόρφωση του σώματος, την Ανάσταση της σάρκας. Ένα Θαβώρειο φως, χωρίς το Χριστό, η φωτοβολία των Αγίων χωρίς τους Αγίους, είναι μια ακτίνα δέσμια ενός μαγικού καθρέπτη, δαιμονιώδες σημάδι της κενότητας.

Μεταξύ των διαφόρων δυνατών φιλοσοφικών προσεγγίσεων η σοφιολογική αντίληψη είναι η πιο ικανή να προσδιορίσει τη φύση της αφηρημένης τέχνης. Σύμφωνα μ’ αυτό το δόγμα, στην πιο κλασική του έκφραση, πιο βαθιά από τη φαινομενολογική πλευρά που κινείται και μεταβάλλει τα όντα βρίσκεται το θεμέλιο του "ιδεατού" με την πλατωνική έννοια του όρου. Αποτελείται από ιδανικές και ρυθμιστικές αρχές τις οποίες ονομάζουμε Λόγους των πραγμάτων και των όντων. Αυτός ο ιδανικός κόσμος που υπάρχει πάνω από τα χωροχρονικά σχήματα του όντος το οποίο διαρθρώνει και στο οποίο εισχωρεί ονομάζεται κτιστή Σοφία. Κτιστή και γήινη είναι κατ’ εικόνα της ουράνιας και άκτιστης Σοφίας η οποία, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία, συγκεφαλαιώνει τις ιδέες του Θεού, τις δημιουργικές του θελήσεις εν τω κόσμω. Οι δύο Σοφίες είναι ριζικά χωριστές, χωρίς καμία δυνατή σύγχυση. Η ιδεατή πραγματικότητα, κτιστή, οντολογικά αχώριστη από τα πράγματα, προϋποθέτει και δομεί την συγκεκριμένη ενότητα του κόσμου και συνδέει την πολυμέρεια σε κόσμο.

Κάθε γνώση συνίσταται στο να ανυψώσει τα εμπειρικά πράγματα στην καθαρή δομή τους και να αντιληφθεί την ενότητά τους. Η παρουσία του ιδανικού σε ένα ευαίσθητο σχήμα, η αρμονία τους, προϋποθέτουν την αισθητική πλευρά του όντος που κάθε καλλιτέχνης διαβάζει και σχολιάζει. Κι όμως, χάρη στην ελευθερία του πνεύματός του, ο άνθρωπος μπορεί να παραβεί τις νόρμες, μπορεί ακόμα να αλλοιώσει τις σχέσεις,ακριβώς επειδή η ελευθερία του είναι η πιο μεγάλη στην αισθητική σφαίρα όπου το κάλλος αγγίζει την ανθρώπινη καρδιά χωρίς απαραίτητο σύνδεσμο με το Αγαθό και την Αλήθεια. Ψάχνοντας το ατελεύτητο ο ανθρώπινος έρως μπορεί να σταματήσει στην κτιστή σοφία, να την ταυτίσει με τον Θεό, να θεοποιήσει τη φύση. Κι ακόμα περισσότερο σ’ αυτή την εωσφορική ταυτοποίηση, μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του την πηγή της κοσμικής ροής, να νομίσει ότι είναι το Άπειρο, να περάσει τον εαυτό του για Θεό.

Η ιδανική, καθαρή πλευρά δεν υπάρχει παρά για να θεμελιώσει και να ενώσει τον ορατό κόσμο. Έξω από τη "βιόσφαιρα της ενσάρκωσης" το ιδανικό δεν έχει ούτε νόημα ούτε τέλος ούτε λόγο ύπαρξης. Η τέχνη ακριβώς είναι ένα σύστημα εκφράσεων, μία ειδική γλώσσα της οποίας τα στοιχεία αναφέρονται στη Σοφία και την εκφράζουν όπως ακριβώς οι λόγοι τη σκέψη. Σε αντίθεση με τα συμβατικά σημάδια οι καλλιτεχνικές εκφράσεις φέρουν το περιεχόμενό τους σαν ένα μυστικό μήνυμα. Με επιείκεια, που αγγίζει ήδη την εικόνα, πλησιάζουν τα θρησκευτικά σύμβολα που είναι ένας τόπος όπου το συμβολιζόμενο είναι πάντα παρόν. Στα ελληνικά οι λέξεις που σημαίνουν το διάβολο και το σύμβολο έχουν την ίδια ρίζα, αλλά ο διάβολος χωρίζει αυτό που ενώνει το σύμβολο. Ένα σύμβολο είναι μια γέφυρα που ενώνει το ορατό με το αόρατο, το γήινο με το ουράνιο, το εμπειρικό και το ιδεατό και μεταφέρει το ένα στο άλλο.

Οι εικονοκλάστες πίστευαν πολύ ορθά στα σύμβολα,αλλά εξ’ αιτίας της "πορτραιτίστικης" αντίληψής τους για την τέχνη ( μίμηση, αντιγραφή ) αρνούνταν στην εικόνα το συμβολικό της χαρακτήρα και κατά συνέπεια δεν πίστευαν στην παρουσία του πρωτοτύπου στην εικόνα. Δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι δίπλα από την ορατή αναπαράσταση μιας ορατής πραγματικότητας ( αντιγραφή, πορτραίτο ) υπάρχει μια τελείως άλλη τέχνη όπου η εικόνα αντιπροσωπεύει το "ορατό του αοράτου" κι έτσι αποκαλύπτεται το αυθεντικό σύμβολο. Θα είχαν δεχθεί πιο ευχάριστα την αφηρημένη τέχνη στο γεωμετρικό σχεδιασμό της, για παράδειγμα το Σταυρό χωρίς τον Εσταυρωμένο. Κι όμως η εικονική ομοιότητα αντίκειται ριζικά σ’ αυτό που αποκαλείται πορτραίτο και αναφέρεται στην υπόσταση και στο ουράνιο σώμα του. Να γιατί η εικόνα ενός ζώντος είναι αδύνατη και κάθε αναζήτηση γήινης ομοιότητας αποκλείεται. Στην εικονοσοφία η υπόσταση "το ενυπόστατο" οικειοποιείται όχι μια κοσμική ουσία ( το ξύλο, τα χρώματα) αλλά την ομοίωση ως τέτοια, την ιδεατή φόρμα την ουράνια φιγούρα της υπόστασης που αποδέχεται το μεταμορφωμένο σώμα που αντιπροσωπεύει η εικόνα.

Το πλήρωμα προς το οποίο τείνουν όλα θα ενεργοποιήσει την εσχατολογική σύνθεση του "γήινου και του ουράνιου" ( 1Κορ.15/42-49 ). Η τέχνη προτρέχει προφητικά. Δια μέσου της τωρινής ατέλειας διαγράφει την τελειότητα, διηγείται το μυστήριο της ύπαρξης. Αν όμως εγκαταλείψει τη «βιόσφαιρα της ενσάρκωσης" αλλάζει φύση και όταν αρνηθεί συνειδητά κάθε ομοιότητα, βουλιάζει στο αφηρημένο.

Γνωρίζουμε ότι η μαθηματική φιλοσοφία αναζητά την καθαρή σκέψη, απαλλαγμένη από κάθε ανθρωπομορφικό σχήμα. Η επιστήμη, ολοένα και περισσότερο κατακτά γνώσεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη ικανότητα λήψης. Η αφηρημένη τέχνη αντιτίθεται βίαια στην εικαστική τέχνη. "ορκίζομαι στη φύση ότι ποτέ πια δε θα την αναπαραστήσω" διακηρύττει ο Kupka. Βέβαια ό,τι είναι χωρίς Σοφιανικό περιεχόμενο είναι ρηχό και παράλογο όπως οι πίνακες του Fougeron και αυτοί του "σοσιαλιστικού ρεαλισμού". Όμως το ιδεώδες χωρίς το αντικείμενο είναι τυφλό και χωρίς να σημαίνει κάτι. Είναι σαν η τέχνη να εξασκείτο σε εντελέχειες του Αριστοτέλη που θα είχαν χάσει τον τόπο της ενεργοποίησής τους.

Εξ’ επόψεως σοφιολογικής είναι προφανές ότι η αφηρημένη τέχνη (ab-trahere, τραβώ, αποσπώ, απόσπασμα του πραγματικού ) εξασκείται επί της ανενεργούς Σοφίας, η οποία έχει παρεκτραπεί από τον προορισμό της, αλλοιωμένη στην ουσία της ακόμα, στη σχέση της με το πραγματικό, κάτι που της στερεί τον σκοπό της και την καθιστά δυσερμήνευτη διότι είναι η σοφία που έχασε το σώμα της. Στο εξής είναι μια ψεύτικη μαγεία του στιγμιαίου. Φαντάσματα μπορούν πάντα να προσφέρουν μια αισθητική ικανοποίηση. Στοιχειώνουν τα ερείπια του κατακερματισμένου κόσμου αλλά δεν παρουσιάζουν παρά ένα ισχνό ενδιαφέρον. Ο Kandinsky ή ο Paul Klee μπορούν να πετύχουν μια μεγάλη μουσικότητα απλά διότι έχουν ιδιοφυΐα αλλά ο άνθρωπος ο οποίος κοιτάζει αυτά τα έργα δεν είναι ποτέ δεκτός σ’ αυτόν τον ρημαγμένο κόσμο από κάθε παρουσία και πρόσωπο. Ο οφθαλμός μπορεί να ακούσει τις φωνές της σιωπής, η χρωματική απουσία το μόνο που κάνει είναι να αποσπά και να γίνεται φορτική στο τέλος. Μπορούμε να βρεθούμε σε κοινωνία, να σκιαγραφήσουμε μια κίνηση τρυφερότητας για μια απ’ αυτές τις γυναίκες τις ζωγραφισμένες από τον Picasso και τις οποίες ο π. Serge Boulgakov αποκαλούσε "πτώματα ομορφιάς", μπορούμε να αισθανθούμε την επιθυμία να προσευχηθούμε μπροστά στα τετράγωνα του Malévitch ;

Η αφηρημένη τέχνη ασκείται στο ουράνιο τόξο που είναι απομακρυσμένο από το κοσμικό του πλαίσιο. Μπορούμε να θαυμάσουμε το ηλιακό του φάσμα, να το αναλύσουμε και να εναλλάξουμε επ’ άπειρον τα χρώματά του αλλά δε θα ενώνει πια τον ουρανό και τη γη, δε θα λέει τίποτα ουσιαστικό στον άνθρωπο. Κι όμως το ουράνιο τόξο δεν είναι καθόλου ένα παιχνίδισμα των χρωμάτων ούτε ένα αισθητικό αντικείμενο. Σύμφωνα με τη Βίβλο είναι το μεγάλο σύμβολο καταλλαγής του Θεού με τον άνθρωπο. Στην εικονογραφία, το ουράνιο τόξο υποβαστάζει το σώμα του Χριστού Παντοκράτορα κατά την ένδοξη έλευσή του. Η αφηρημένη έννοια κόβει τις φωτεινές δονήσεις από την πηγή τους, από τη λειτουργική Ανατολή. Τι μπορεί να αποκαλύψει στον προσευχόμενο άνθρωπο ο οποίος γονατίζει μπροστά στο απαστράπτον Θείο πρόσωπο και λέει :"Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως …». Ωραίο δεν είναι μόνο αυτό που τέρπει. Περισσότερο από μια γιορτή για τα μάτια τρέφει το πνεύμα και το φωτίζει.

Οι εκθέσεις δείχνουν ότι οι σύγχρονες φόρμες δεν επιζούν. Όσο περισσότερο η φόρμα είναι κενή λογικού περιεχομένου τόσο περισσότερο είναι περιορισμένη στους συνδυασμούς της, στα "πως", αλλά από τη στιγμή που κλήθηκε να πει το "τι" να αποκαλύψει μια "quiddité" μια μόνο σύμπτωση με το περιεχόμενό της, τότε το απεριόριστο των εκφράσεων αντιστοιχεί στο περιορισμένο της ψυχής. Αντιθέτως, το θείο απεριόριστο παίρνει τη μόνη και μοναδική έκφραση της ενσάρκωσης :"από τη φύση σου βέβαια είσαι απεριόριστος αλλά ηυδόκησες Κύριε να περιοριστείς στη σαρκική περιβολή". Στο μοναδικό πρόσωπο του Χριστού, ο Θεός είναι παρών και μαζί Του ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η ιεροπρέπεια των Αγίων, η εικονογραφική τους ακινησία σχεδόν άκαμπτη,αυτό το εξωτερικό όριο της φόρμας αποκαλύπτει το απεριόριστο του πνεύματός τους. Από τη μετωπική τους στάση, χωρίς κανένα τέχνασμα, το βλέμμα τους όπως η φλεγόμενη βάτος, μας καίει χωρίς να μας εξαφανίζει.

***

Στην καθαρή από σύμβολα αξία της, η εικόνα ξεπερνάει την τέχνη αλλά και την ερμηνεύει επίσης. Μπορούμε να θαυμάσουμε χωρίς επιφύλαξη τα έργα μεγάλων Μαιτρ όλων των αιώνων και να φτιάξουμε την κορυφή της τέχνης. Η εικόνα θα παραμείνει λίγο πιο ’κει,’όπως η Βίβλος θα τοποθετηθεί υπεράνω της λογοτεχνίας και της παγκόσμιας ποίησης. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις η καθαρή τέχνη θα είναι πάντα τυπικά πιο τέλεια από την τέχνη των εικονογράφων διότι ακριβώς αυτή η τελευταία δεν αναζητά αυτή την τελειότητα. Ακόμα και η κατάχρησή της θα έβλαπτε την εικόνα, θα κινδύνευε να αποπροσανατολίσει το εσωτερικό βλέμμα της αποκάλυψης του Μυστηρίου, όπως μια υπερβολική και εξεζητημένη ποίηση θα ζημίωνε τη δύναμη του Βιβλικού λόγου. Το κάλλος μιας εικόνας βρίσκεται στην ιεραρχημένη ισορροπία μιας εξεζητημένης απαίτησης. Πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο και άμεσα, δε θα είναι πια παρά ένα απλό σχέδιο, πιο κάτω και ακολουθώντας τη στοχαστική ιδιοφυΐα της εικονογραφίας, η εικόνα από μόνη της επιβάλλει και ακτινοβολεί την ακριβή ομορφιά σύμφωνα με το θέμα της

Εκφραστική η τέχνη, μπορεί να εκφράσει διαφορετικά περιεχόμενα. Ελεύθερη, μπορεί να συμπέσει με την εικόνα - όπως ένας πίνακας του Rembrandt – όπως μπορεί και να απομακρυνθεί από κάθε θρησκευτικό περιεχόμενο. Στο ύστατο σημείο, μπορεί να περάσει στην καθαρώς σημαίνουσα λειτουργία ή να γίνει μόνο αισθητικό αντικείμενο, τέχνη για την τέχνη, διακόσμηση, τέλος να αλλάξει τη φύση της και να πάψει να είναι μια τέχνη.

Η μεγάλη εικαστική τέχνη μας φέρνει την μεταμορφούσα άποψη των Μαιτρ. Αντιλαμβάνεται τη γήινη Σοφία μέσα στην αρμονία αυτών των δύο όψεων, πραγματικής και ιδανικής, την τραγουδά και οικοδομεί το Σοφιανικό Ναό. Όμως αυτός για να γίνει μεταμορφωμένη σάρκα, théophanique, πρέπει να ανοιχθεί μέσα από την πίστη και την αγιότητα του ανθρώπου στο Θείο φως και στην άκτιστη σοφία. Η κτιστή Σοφία δεν είναι παρά ο διφορούμενος καθρέπτης της Δόξας, κηλιδωμένος από την πτώση και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ίδια η τέχνη παραμένει βαθιά διφορούμενη. Για να συναντήσει κανείς το κάλλος πρόσωπο προς πρόσωπο, για να αγγίξει την ενεργητική ακτινοβολία της χάρης, πρέπει μέσα από μια υπερβατικότητα, από ένα ξεπέρασμα του αισθητού και του κατανοητού, να δρασκελίσει τις μυστικές πόρτες του Ναού και να η εικόνα. Δεν είναι πια η επίκληση αλλά η Παρουσία, το κάλλος έρχεται προς συνάντηση του πνεύματός μας όχι για να το γοητεύσει αλλά για να το ανοίξει στη φλέγουσα εγγύτητα του προσωπικού Θεού. Η συγκατάβαση της ουράνιας Σοφίας είναι που κάνει τη γήινη Σοφία να ακτινοβολεί τον αποδέκτη της, τη φλεγόμενη βάτο. Η τέχνη της εικόνας δεν είναι αυτόνομη εμπεριέχεται στο λειτουργικό μυστήριο και είναι λουσμένη στη Θεία Παρουσία, κάνει κτήμα της μια συγκεκριμένη «αφηρημένη έννοια». Μέσα στην ελευθερία της σύνθεσής της, διαθέτει κατά τη βούλησή της τα στοιχεία αυτού του κόσμου στην ολοκληρωτική υποταγή τους στο πνευματικό. Μπορεί να αναπαραστήσει την Παρθένο με τρία χέρια, να κάνει ένα μάρτυρα να περπατάει κρατώντας στα χέρια του το ίδιο το κεφάλι του, να δώσει σ’ ένα σαλό κατά Χριστό τα χαρακτηριστικά ενός σκύλου, να βάλει το κρανίο του Αδάμ στη βάση του Σταυρού, να προσωποποιήσει τον κόσμο με τα χαρακτηριστικά ενός γέρου Βασιλιά και τον Ιορδάνη μ’ ένα ψαρά, να ανατρέπει την προοπτική και να αποκορυφώνει σ’ ένα μόνο σημείο όλους τους χρόνους κι όλα τα διαστήματα. Το φως εδώ είναι κάτι περισσότερο από το αντικείμενο, χρησιμεύει, μέσα από τη χρωματική ύλη, για την εικόνα, την κάνει από μόνη της απαστράπτουσα, κάτι που καθιστά άχρηστη κάθε πηγή φωτός, όπως ακριβώς στην πολιτεία της Αποκάλυψης.

Χωρίς να μπορεί να το αποδείξει κανείς, είναι προφανές ότι η αφηρημένη τέχνη έχει την καταγωγή της στην εικονογραφία, στα αραβουργήματα των μουσουλμάνων,στο υπερβατικό. Το να αντιληφθεί κανείς αυτή την αρχική αντιστοιχία σημαίνει να αναζωπυρώσει την αμοιβαία κακή συνείδηση. Όμως η ωραιότης εξευτελίστηκε παγκοσμίως και ο στοχασμός αποϊεροποιήθηκε. Ο ακαδημαϊσμός της τέχνης καθώς κι ο ακαδημαϊσμός της θεολογίας και του κηρύγματος, ο ακαδημαϊσμός της χριστιανικής ζωής προκάλεσαν μια σωστή επανάσταση, μια παθιασμένη και πόσο τραγική αναζήτηση του αληθινού. Όμως κάθε εξέγερση φέρει εντός της την δική της υπερβατικότητα, η κόλαση δεν υπάρχει παρά από το φως που λάμπει στα σκοτάδια. Η προσμονή του αντιθέτου, η διαλεκτική ακόμα, της φρικτής μετάνοιας αποτελεί το ακρότατο σημείο της μυστικής της οδύνης. Η τεράστια επιχείρηση κατεδάφισης συνυφασμένη με την αφηρημένη τέχνη είναι

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

emeleos
Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Πάνω απ'όλα ΤΕΡΑΑΣΣΤΙΑ!! :P

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ!ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ!ΑΛΗΘΕΙΑ!CROSS MY HEART AND HOPE TO DIE IF I DO! :)

Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ

Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον μεγάλο μας δάσκαλο Φώτη Κόντογλου στην μετάφραση του μικρού του βιβλίου «Η ΕΙΚΟΝΑ». Έ­να άρθρο του μεταφράστηκε από τον άξιο μαθητή του Κόντογλου, κ. Ξυνόπουλο, καθηγητή της Σχολής Κα­λών Τεχνών στην Αθήνα, στο περιοδικό «Σύνορο» (τ. 36, χειμώνας 1965) με τίτλο «Σκέψεις για το μέλλον της Εικονογραφίας».

Στον πρόλογο του ο Κόντογλου μιλάει για τον Ούσπένσκυ: «...Δεν τον είδα ποτέ με τα σωματικά μάτια μου. ούτε με είδε, αλλά τον είδα και με είδε με τα μάτια που μας έδωσε ο Χριστός, κι αγαπήσαμε ο ένας τον άλλον με την καινούργια καρδιά που μας έδωσε ο ίδιος Κύριος και Σωτήρας μας. Ανάμε­σα σε μυριάδες ανθρώπους που καταγίνονται με τις ματαιότητες του κόσμου, άκουσα την φωνή του και την ένοιωσα, γιατί μιλούσε με κάποια καινούργια γλώσσα πού την μιλά οποίος αγαπά 'Εκείνον πού εί­πε πώς όσοι τον πιστεύουνε «γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς».. (Μάρκ. ΙΣΤ' 17).

Το 1980 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο στο Πα­ρίσι, μια εκτεταμένη μελέτη στηριγμένη πάνω στους ΙΙατέρες της Εκκλησίας με θέμα, «Ή Θεολογία της Εικόνος μέσα στην 'Ορθόδοξη Εκκλησία» από τις εκδόσεις CERF και τo δεύτερο βιβλίο του, «Προς την Ενότητα;» από τις εκδόσεις YMCA-PRESS, τον Ιούλιο τού 1987

ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ;

Στα μάτια ενός μεγάλου αριθμού από τους συγχρόνους μας οι διαφορές ανάμεσα στις ποικίλες θρησκείες χάνουν απ’ την σπουδαιότητα τους. Φθάνει, να πιστεύει κανείς σε Θεό. Η γνώση της Εκκλησίας διαλύεται μέσα σε μια γενική γνώση της θρησκείας (όχι μάλιστα αναγκαστικά χριστιανική) και χάνεται. Τελικά, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια αντίληψη της εκκλησίας είτε διαστρεβλωμένη, αν και κλειστή και εντελώς καθορισμένη (μέσα σε μια μερίδα του Ρωμαιοκαθολικισμού), είτε συγκεχυμένη και αόριστη, ανακατεμένη με αόριστες ιδέες πάνω στον χριστιανισμό.

«Η εκκλησιολογία δεν είναι πια λαϊκή». Οι «εκοσμικευμένες» ερμηνείες, και πιο πρόσφατα, οι διάφορες φόρμες του «χαρισματισμού» (charismatisme) μοιάζουν να έχουν καταστήσει ανώφελη την εκκλησιολογία σαν εκκλησιολογία. Θεωρεί κανείς την εκκλησία σχεδόν σαν ένα είδωλο και οπωσδήποτε, σαν ένα εμπόδιο για τον άνθρωπο, να επιβεβαιώσει την κλίση του μέσα στην ιστορία και να δεχθεί απευθείας τις πνευματικές δωρεές.1 Πρέπει να προσθέσουμε σ’ αυτούς, την άμεση ή την έμμεση επίδραση της αθεΐας, που μέσα στη σχέση της με την θρησκεία δεν βλέπει ούτε κάνει διακρίσεις ανάμεσα στις διάφορες ομολογίες κι από την άλλη, την απουσία της ενότητας στους Χριστιανούς στο επίπεδο των διαφόρων ομολογιών.

Όλα αυτά προξένησαν το χάος που διαπιστώνουμε στην εποχή μας — χάος αδιαφοροποίητο τόσο στην περιοχή του δόγματος όσο και των κανόνων. Από την στιγμή που το δόγμα χάνει την έννοια και την σημασία του, φθάνουμε στην πλήρη περιφρόνηση των κανόνων. «Καταλάβαμε» ξαφνικά αυτό, που οι άγιοι Πατέρες δεν καταλάβαιναν: Οι κανόνες δεν είναι παρά «ανθρώπινες επινοήσεις» και όχι η εφαρμογή, στη ζωή, των δογμάτων της εκκλησίας. «Οι σύνοδοι, οι κανόνες, όλα αυτά, είναι παραγεγραμμένα». Το προνόμιο της Συνόδου — «άρεσε στο Άγιο Πνεύμα και σε μας»—το διεκδικεί σήμερα ο καθένας από εμάς, για τον εαυτό του.

Το ίδιο παράξενο με αυτό μπορεί, να φανεί σ’ ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, το ότι η έννοια της χριστιανικής θρησκείας και της εκκλησίας, δεν ταυτίζονται. Η θρησκεία είναι μία έννοια πολύ πλατιά, συμπεριλαμβάνουσα καμιά φορά φαινόμενα αντιφατικά, ενώ η Εκκλησία είναι ένα φαινόμενο όλως διόλου συγκεκριμένο. Δεν είναι μια νέα θρησκεία που ο Χριστός ήρθε να προσθέσει στις ήδη πολυάριθμες. Ήρθε για να εγκαθιδρύσει την εκκλησία του (... και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν) Ματθ. 16-18.2

Μπορεί να πει κανείς, βεβαίως, πως η Εκκλησία είναι μια θρησκεία. Αλλά η θρησκεία δεν είναι ακόμη, Εκκλησία. Υπάρχουν χριστιανοί έξω από την Εκκλησία σήμερα, όπως και στους αποστολικούς χρόνους. Κατά τον Ευαγγελιστή, η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Είναι ένα θαύμα — είναι η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, το θεϊκό. Σαν Σώμα του Χριστού η Εκκλησία είναι καρπός δύο θαυμάτων: της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού και της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και «η οντότητα της εκκλησίας δεν μπορεί με τίποτα πάνω στη γη, να συγκριθεί, αφού δεν υπάρχει καμία ενότης πάνω σ' αυτήν, αλλά μόνον διαίρεση (...) Η εκκλησία είναι κάτι το εντελώς καινούργιο μέσα στον κόσμο, το εντελώς παράδοξο και μοναδικό στο είδος του, που δεν μπορεί να ορισθεί με καμία έννοια της ζωής του κόσμου (...) Η Εκκλησία είναι ομοίωση της Αγίας Τριάδας, ομοίωση κατά την οποία οι πολλοί γίνονται ένας».3 Κι αφού αυτό το «μοναδικό ον» εφάνη, αποδεικνύεται «σκάνδαλο» και «τρέλα» για τις άλλες θρησκείες και για τον κόσμο που το περιβάλλει. Η συνείδηση των συγχρόνων μας συνεχίζει να μην το δέχεται.

Η θρησκεία δεν είναι ακόμη Εκκλησία. «Η θρησκεία είχε και έχει πάντα για διπλή αρχή, την έλξη προς το «άγιο» ξέροντας πως αυτό, το απόλυτα άλλο, υπάρχει ταυτόχρονα με την άγνοια αυτού που τούτο είναι. Επίσης, δεν υπάρχει φαινόμενο πάνω στη γη πιο διφορούμενο και τραγικό εξ’ αιτίας της αμφιβολίας που γεννά, όσο η θρησκεία. Είναι μονάχα η σημερινή μας συναισθηματική και αλλοιωμένη θρησκευτικότητα που μας πείθει πως η «θρησκεία» είναι πάντα κάτι το θετικό, το ευεργετικό και χρήσιμο, και πως σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι πίστευαν πάντα στον ίδιο «αγαθό» και επιεική Θεό, στον «Πατέρα», έστω κι αν τελικά αυτή η παράσταση σχηματίστηκε «κατ' εικόνα και καθ’ ομοίωση» της καθαρά δικής μας μέτριας καλοσύνης, της λίγο υποχρεωτικής μας ηθικής, των καθημερινών μας συγκινήσεων, της φτηνής ευαρέσκειας μας (cheap complacency), μια γενναιοδωρία αφορολόγητου εμπορεύματος. Ξεχάσαμε ότι μαζί με την θρησκεία ήταν κατά κάποιο τρόπο συγγενής η σκοτεινή άβυσσος του φόβου, του παραλογισμού, του μίσους, του φανατισμού, μια τρομακτικά μεγάλη δεισιδαιμονία, που οι πρώτοι χριστιανοί σφοδρά καταδίκασαν γιατί έβλεπαν εκεί μία εστία διαβολικών πειρασμών. Ή για να μιλήσω διαφορετικά, ξεχάσαμε πως η «θρησκεία» προερχόταν τόσο από τον θεό, αντικείμενο άφθαρτης έμπνευσης και αναζήτησης για τον άνθρωπο, όσο κι από τον «άρχοντα αυτού του κόσμου» που χώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό και τον έριξε μέσα στο φοβερό σκότος της άγνοιας».4

Η σύγχυση ανάμεσα στην Εκκλησία και την θρησκεία δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο. Στον 18ο και 19ο αιώνα, μία ανάλογη σύγχυση είχε σαν αποτέλεσμα την διάχυση ή μάλλον την εισβολή της δυτικής τέχνης μέσα στον κόσμο της ορθοδοξίας. Ήταν ένας «οικουμενισμός» της τέχνης.

Σ' αυτή την περίοδο επεκράτησε η ίδια εικόνα, τόσο ανάμεσα στους καθολικούς όσο και στους ορθόδοξους. Αυτός ο οικουμενισμός απομάκρυνε σε δεύτερο πλάνο την εικόνα της Εκκλησίας και την δική της τέχνη, αντικαθιστώντας την με μια τέχνη που εξέφραζε μια κάποια έννοια του χριστιανισμού, μια γενικά θρησκευτική τέχνη, που εκφράζει δηλαδή, την θρησκεία μιας χριστιανικής λεγομένης κουλτούρας, μέσα από μια σωρεία ατομικών ερμηνειών. Όταν, λοιπόν, η ορθοδοξία φανερώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, αποδείχθηκε πως η εικόνα δεν της είναι μια δανεική θρησκευτική τέχνη, αλλά η αποκλειστικά δική της τέχνη, που συγκροτεί την μαρτυρία της και την εκδήλωση της. Η θρησκευτική τέχνη δυτικού τύπου της οποίας κορύφωση υπήρξε η Αναγέννηση (τέχνη που στην ίδια την Δύση ναυάγησε), μεταφυτευμένη στο Ορθόδοξο έδαφος αποκαλύπτεται ασυμβίβαστη με την Εκκλησία, την διδασκαλία της και την πατερική παράδοση της. Μ’ αλλά λόγια, αυτή η απόπειρα του «οικουμενισμού μέσα στην τέχνη» φανέρωσε σαφώς την αστάθεια και την αμφιβολία της: Η σύγχυση ανάμεσα στην θρησκεία και την Εκκλησία υπήρξε ένας καταστρεπτικός παράγοντας.

«Δεν αναλογίστηκες ότι θα κατέληγε ν’ απωθήσει και να αμφισβητήσει την εικόνα Σου και την αλήθεια Σου, εξουθενωμένος κάτω απ’ αυτό το φοβερό φορτίο: την ελευθερία της εκλογής;» Η εικονομαχία απέρριψε την ανθρώπινη εικόνα του Θεού. Αυτή η απόπειρα πληρώνεται μέσα στην εκκλησία με την αποτυχία. Απέμενε να αμφισβητήσουν αυτή την εικόνα κι αυτή την αλήθεια, κι η Ιστορία της Εκκλησίας βρίθει από απόπειρες αμφιβολιών, απόπειρες να μειώσουν την εικόνα του Θεού σε μια σύλληψη ευκολίας, να μειώσουν την θεανθρώπινη αλήθεια της σε μια ειδωλολατρική ανθρωπο-θεότητα. Και μήπως δεν είναι ενδεικτικό πως οι πιο μανιώδεις διώκτες της εικόνας του Χριστού δεν ήταν ούτε οι ειδωλολάτρες, ούτε οι Εβραίοι, ούτε οι Μουσουλμάνοι, αλλά οι βαπτισμένοι χριστιανοί που δεν μπορούσαν να υποφέρουν «το φοβερό φορτίο της ελευθερίας της εκλογής»;

Οι προτεστάντες, στην εποχή τους, έκαναν την εκλογή τους κι αρνήθηκαν την εικόνα ή ακριβέστερα την θρησκευτική τέχνη που ανάσταινε την αβεβαιότητα της αρχαιότητας και την λατρεία της σάρκας της Αναγέννησης. Απορρίπτοντας αυτή την τέχνη, ο προτεσταντισμός, θα αρνηθεί κάθε ιερή εικόνα γενικότερα και θα υιοθετήσει την θέση των εικονομάχων. Ο ρωμαιοκαθολικισμός έκανε το ίδιο, μιαν εκλογή: Υιοθέτησε έναν εύκολο δρόμο που θα προσδιορίσει όλη την εξέλιξη της θρησκευτικής τέχνης στην Δύση.

Όντως, στην εποχή ακόμη της εικονομαχίας η σύλληψη της χριστιανικής εικόνας καθ' εαυτής, όπως και η στάση απέναντι στην εικόνα ήταν οι ίδιες σε Ανατολή και Δύση. «Και η οικουμενική Εκκλησία πάντοτε προσκυνούσε τις αγίες εικόνες και τις προσκυνά μέχρι και σήμερα, με εξαίρεση κάποιους Γαλάτες, στους οποίους η χρησιμότητα τους δεν απεκαλύφθη ακόμη».5 Κι επίσης: «Οι επίσκοποι, αυτοί οι ίδιοι έφεραν εικόνες στις συνόδους. Και κανείς απ’ αυτούς που αγαπά τον Χριστό, τον Θεό, δεν έφευγε για ταξίδι, χωρίς εικόνες». «Έτσι κάνουν οι ενάρετοι άνθρωποι και αρεστοί στον Θεό», έγραφε ο Πάπας άγιος Γρηγόριος ο δεύτερος στο γράμμα του προς τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Ίσαυρο.6 Από την Ανατολή και την Δύση μαζί, προκηρύχθηκε το δόγμα, σφραγισμένο με το αίμα μαρτύρων και ομολογητών, και μαζί επεξεργάστηκαν το περιεχόμενο αυτού του δόγματος πάνω σε βάση πολλών αιώνων κοινής αφομοίωσης του Χριστιανισμού.

Η αυθεντική παράδοση μέσα στην πνευματική ζωή και μέσα, επομένως στην καλλιτεχνική δημιουργία, επέζησε πολύ καιρό ακόμη στην Δύση. Απόδειξη, η υπέροχη άνθιση της ρωμανικής τέχνης. Αλλά αυτή η άνθιση δεν ήταν τίποτα άλλο από μια γρήγορη αναλαμπή.

Πως λοιπόν συνέβη στην Δύση μετά από μια κοινή σύνταξη του δόγματος της 7ης οικουμενικής συνόδου (η εικόνα «αντιστοιχεί στο ευαγγελικό κήρυγμα, η εικόνα χρησιμεύει να βεβαιώσει την ενσάρκωση, αληθινή κι όχι φανταστική, του Θεού Λόγου») να τεθεί το ερώτημα της παράστασης του Θεού;

Από τον 13ο αιώνα εμφανίζονται συζητήσεις ανάμεσα στους δυτικούς θεολόγους. Ο Θεός εικονίζεται, ναι η όχι; Η Αγία Τριάδα μπορεί να εικονιστεί κι αν ναι, πως; Με ποιο τρόπο έφθασε λοιπόν να χάσει την αποφασιστική σημασία της η εικόνα της ενανθρωπήσεως και να πνίγει μέσα σε μια πολλαπλότητα ποικίλων Θεοφανειών; Πως έφθασε να εμφανισθούν μετά την εικονομαχία δύο τέχνες μέσα στον χριστιανισμό, η ίδια αποκάλυψη, να έχει ληφθεί με τρόπο τόσο διαφορετικό όσο αντιφατική αποδεικνύεται η έκφραση της μέσα στην τέχνη;

Η αυθαίρετη παρεμβολή του «Filioque» μέσα στο τριαδικό δόγμα διακόπτει την ενότητα της πίστης. Όλες οι μεταγενέστερες αποκλίσεις, ακόμα κι όταν δεν φαίνονται να συνδέονται άμεσα, πηγάζουν απ' ευθείας απ’ αυτή την διατύπωση πρωταρχικής σημασίας, γιατί διαστρέφει την ομολογία του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η διατύπωση φέρει πάνω της, σαν αναπόφευκτες συνέπειες, άλλες παραβιάσεις ενότητας, πίστης και ζωής: Την διδασκαλία της κτιστής χάρης, το δόγμα της άσπιλης Σύλληψης, του αλάθητου του Πάπα και της οικουμενικής δικαιοδοσίας του.

Μετά την εικονομαχία οι ιστορικές περιστάσεις και κυρίως οι διδακτικές καινοτομίες στην ομολογία του Αγίου Πνεύματος, άγνωστες στην 7η οικουμενική σύνοδο και νέες ως προς την ορθόδοξη διδασκαλία της εικόνας, καλλιέργησαν το έδαφος για την ανάπτυξη της στάσης των Ρωμαιοκαθολικών απέναντι στην εικόνα και γενικότερα την θρησκευτική τέχνη. Οι δυτικές ομολογίες είδαν να εμφανίζεται μια θεωρία που δεν εξέφραζε τις αποφασιστικές δογματικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της 7ης οικουμενικής Συνόδου σχετικά με την εικόνα. Αυτή η διδασκαλία ήταν η αιτία να γίνει στη Δύση μια «δεύτερη» υπόθεση, η παρουσίαση του Θεού, «μη αγγίζουσα κανένα θεμελιώδη κανόνα της πίστης», «γνήσιας διδασκαλίας».7 Οι δρόμοι, που χάραξε η 7η οικουμενική Σύνοδος στην εκκλησιαστική τέχνη, και η θεολογία αυτής της τέχνης, παραμένουν ξένοι στη Δύση. Αυτή, υιοθετεί αλλά δεδομένα, μια διαφορετική σύλληψη της τέχνης, μια άλλη στάση προς το περιεχόμενο και το ρόλο της. Τα Καρολίνια βιβλία δείχνουν το σημείο αναχώρησης ενός δρόμου που λίγο-λίγο θα απομακρύνει την τέχνη από την παράδοση, κι εν συνεχεία θα την αποκόψει ολοκληρωτικά. Η 7η οικουμενική Σύνοδος συνεχίζει να αναγνωρίζεται από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και όπως και η 6η μνημονεύεται καμιά φορά. Αλλά το σύνολο των ορών τους ή διαστρέφεται ή απλά αγνοείται.

«Οικοδομώντας την Εκκλησία Του, ο Χριστός δεν της παρέδωσε ένα κώδικα ετοίμων νόμων (...). Της γνωστοποίησε ωστόσο ένα σκοπό όπου οφείλει να πετύχει και της έδωσε την δύναμη να χρησιμοποιεί, γι’ αυτό το σκοπό, κάποια μέσα δείχνοντας της την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να στρέψει την προσοχή της. Οι εντολές του (...) είναι οι αρχές από τις όποιες η Εκκλησία, οδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα εγκαθίσταται και φανερώνει το έργο της μέσα στον κόσμο».8 «... χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ίωαν. ΙΕ', 5). Αυτά τα λόγια του Χριστού βάζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε εξάρτηση μ’ αυτές τις «αρχές» που κατευθύνουν την εκκλησία. Αυτή, έντυσε την δραστηριότητα της με το σχήμα των κανόνων. «Οι κανόνες που διευθετούν την ζωή της εκκλησίας στην εγκόσμια έκφραση» της είναι αδιαχώριστοι από τα χριστιανικά δόγματα. Δεν είναι νομικά καταστατικά για να το πούμε καθαρά, αλλά εφαρμογή των δογμάτων της Εκκλησίας, της παράδοσης της εξ’ αποκαλύψεως, σ’ όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της χριστιανικής κοινωνίας».9 Η πιστότητα στην αποστολική Παράδοση, η ομολογία της πίστης, η ζωή και η δημιουργία, όλα προστατεύονται και διευθύνονται από τους κανόνες. Έξω από τους κανόνες, δεν υπάρχει λοιπόν ιερή εικόνα ούτε μπορεί να υπάρξει.

Μέσα στο σώμα της εκκλησίας, τα μυστήρια, η ομολογία της ορθής πίστης και η διάταξη των κανόνων, είναι αδιάρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Εκεί όπου η ομολογία της πίστης διαστρεβλώνεται, διαστρεβλώνεται και η διάταξη των κανόνων, διαστρεβλωμένη είναι επίσης και η έννοια της ιερής εικόνας και αυτή η ίδια η εικόνα. Επομένως, μέσα στην εικόνα φανερώνονται με τον πιο πειστικό τρόπο, αφού τα βλέπουμε με τα μάτια μας όχι μόνον η αλήθεια, αλλά επίσης και κάθε αλλοίωση της. Τα λόγια μπορούν να είναι τα ίδια, αλλά η εικόνα καταγγέλλει με τον πιο αδιαφιλονίκητο τρόπο κάθε παραβίαση της πατερικής Παράδοσης, κάθε προδοσία προς αυτήν.

Μέσα στην εικόνα είναι ακριβώς που φανερώνεται έκδηλα αυτή η διάσταση ανάμεσα στην διδασκαλία και την πνευματική ζωή της ορθοδοξίας από τη μια και την διδασκαλία και πνευματική ζωή των δυτικών ομολογιών από την άλλη.

Την Πεντηκοστή παρουσιάζεται μέσα στον κόσμο, με την μορφή της αδιαίρετης και ασύγχυτης Αγίας Τριάδας, ένα καινούργιο ον - η Εκκλησία - οργανισμός χωρίς προηγούμενο που φέρει πάνω του μιαν ενότητα, ξένη μέχρι τότε στον κόσμο κι άγνωστη προς αυτόν.

Τόσο για την Ορθοδοξία όσο και για τον Ρωμαιοκαθολικισμό η ενότητα της εκκλησίας είναι ένα δόγμα της πίστης, Η ορθοδοξία και ο ρωμαιοκαθολικισμός βεβαιώνουν, ο καθένας απ’ την μεριά του, την ενότητα του και την μοναδικότητα τους σαν Εκκλησία. Αλλά η μετοχή στην εκκλησία προσδιορίζεται στην μια, όπως και στην άλλη περίπτωση, από την συμμετοχή στο Μυστήριο της Ευχαριστίας. Αλλά δεν υπάρχουν, δεν μπορεί να υπάρχουν «δυο Ευχαριστίες που δεν κοινωνούν μεταξύ τους», έτσι όπως δεν μπορεί να υπάρχουν δυο Εκκλησίες ούτε δυο Χριστοί. Αυτό σημαίνει πως η μια ή η άλλη από τις δυο Ευχαριστίες δεν πραγματοποιεί ολοκληρωτικά την Εκκλησία σαν Σώμα Χριστού.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια εκλογή κι αυτή η εκλογή αφορά στο ερώτημα το πιο καυτό της εποχής μας, της ενότητας, και της Εκκλησίας.

Η δογματική βάση της ορθόδοξης εκκλησιολογίας είναι η ομολογία της ενότητας των τριών Προσώπων μέσα στην Άγια Τριάδα. Ολόκληρη αυτή η εκκλησιολογία έτσι όπως εκφράζεται με ακρίβεια στους κανόνες της Εκκλησίας βασίστηκε πάνω στην εφαρμογή της ζωής της που είναι το Πρωτότυπο της. Δηλαδή αναπαύεται στην ορθόδοξη ομολογία της Αγίας Τριάδας, θεμέλιο ακλόνητο και κανόνας ολόκληρης της ζωής της Εκκλησίας. «Το δόγμα της Τριάδας, «καθολικό» κατ’ εξοχήν, είναι το πρότυπο, «ο κανόνας» όλων των κανόνων της Εκκλησίας, το θεμέλιο ολόκληρης της εκκλησιαστικής οικονομίας».10

Μέσα στην Τριάδα, σαν πρωτότυπο της Εκκλησίας, της δόθηκαν οι εξής ουσιώδεις ιδιότητες: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα της, που βρίσκουν την ολοκλήρωση τους μέσα στην αποστολικότητά της. Αυτή η ολοκλήρωση είναι το Ευχαριστιακό μυστήριο. Στην Ορθοδοξία η τριαδολογία και η εκκλησιολογία βρίσκουν την εικονογραφική τους έκφραση μέσα στα εικονογραφικά στοιχεία της Πεντηκοστής. Δύο εικόνες πολύ διαφορετικές στο περιεχόμενο τους και την σημασία τους αντιστοιχούν σ’ αυτή τη γιορτή: Η Τριάδα της Παλαιάς Διαθήκης και η Κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, εικόνες από το έργο και το πλήρωμα τους κληθείσες.

Η υπέρτατη έκφραση της ορθόδοξης τριαδολογίας μέσα στην τέχνη είναι η εικόνα της Αγίας Τριάδας που αποκαλύπτει τον ένα και τριαδικό Θεό, την ισότητα των Προσώπων και την ενέργεια της θείας πρόνοιας μέσα στον κόσμο. Αυτή η εικόνα θεμελιώθηκε μ’ ένα γεγονός της Αγίας Γραφής - την εμφάνιση του Θεού στον Αβραάμ, με την μορφή των τριών ανδρών. Είναι η εικόνα της Μεγάλης Συνόδου, η ένωση των Τριών γύρω από το θυσιαστικό ποτήριο ετοιμασμένο από πάντα. «Πιθανόν, η γνώση, που κατέχει η Εκκλησία απ’ αυτή την ενότητα που ξεπερνά κάθε λογική, και καθορισμό, δεν εκφράστηκε ποτέ καλύτερα και δεν ενσαρκώθηκε άλλου παρά μόνον στην εικόνα των εικόνων, την Αγία Τριάδα τον Ρουμπλιώφ: Η θαυματουργική όψη της στηρίζεται στο ότι, όντας συνάμα η αναπαράσταση των Τριών, είναι στην πιο βαθιά έννοια του όρου, μια εικόνα, δηλαδή μια αποκάλυψη και μια θέαση της Ενότητας ως θείας ζωής καθεαυτής ως Αυτού που είναι».11

Είναι ακριβώς την παραμονή της εισόδου της Εκκλησίας στην ειδικά «εκκλησιολογική» περίοδο της ιστορίας της, που απορρίφθηκαν όλα τα στοιχεία της καθημερινής ζωής μέσα σ’ αυτή την εικόνα και όλα συγκεντρώνονται στο δόγμα.

Νομίζουμε πως δεν είναι δυνατό να θεωρήσουμε τυχαία την μεγάλη εξάπλωση αυτής της εικόνας, σε απάντηση προς την αλλοίωση του τριαδικού δόγματος και της εκκλησιολογίας μέσα στις ρωσικές αιρέσεις.

Σαν αποκάλυψη της αναπαράστατης Θεότητας, η εμφάνιση στον Αβραάμ δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνο στην εικόνα των τριών αγγέλων, χωρίς ατομικότητα. Γι' αυτό κάθε διευκρινιστικό όνομα των θεϊκών υποστάσεων δεν μπορεί παρά να είναι, μέσα σ’ αυτή την εικόνα, μια αυθαίρετη αντιφατικότητα της Έκτης και Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου.12

Η τριαδική Θεοφάνεια αποκαλύπτεται στην Πεντηκοστή - «ενέργεια του Πνεύματος που δίνει την γνώση της Τριάδος». Αυτή η γνώση είναι μια συμμετοχή στην τριαδική ζωή, μια βιωμένη εμπειρία της κοινωνίας με τον Άκτιστο, μια κοινότητα ζωής. Δεν πρόκειται εδώ για μια αφηρημένη έννοια, δυνατόν ίσως να ψηλαφηθεί, αλλά για μια γνώση υπάρξεως του Υιού μέσα στο Πνεύμα και του Πατέρα μέσα στον Υιό, - και μοναδικός δρόμος που δόθηκε στον άνθρωπο, είναι ο δρόμος της εσωτερικής εμπειρίας της χριστιανικής ζωής. Ο καρπός αυτής της γνώσης είναι η πρώτη ιδιότητα της Εκκλησίας, η ουσιαστική της ιδιότητα - η Ενότητα που χωρίς αυτήν όλα τ’ άλλα είναι αδύνατα. Διαφορετικά, η ενότητα μέσα στην Ορθοδοξία θεμελιώνεται πάνω στην ένωση του κτιστού όντος με τον Άκτιστο, την αλληλοπεριχώρησή τους. Το θαύμα αυτής της ένωσης ανάμεσα στο κτίσμα και τον Άκτιστο είναι η Θεανδρική φύση της Εκκλησίας, η ενότητα της με τον Χριστό και «εν Χριστώ», η ενότητα της Κεφαλής με το Σώμα. Είναι αυτή η ενότητα που αντιστοιχεί στα λόγια του Χριστού: «... ίνα πάντες Έν Ώσι», «καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί Εν Ημίν εν ώσιν...» (Ίωαν. ΙΖ', 21), - η θεανθρώπινη ενότητα («εν ημίν») στην εικόνα της Αγίας Τριάδας («καθώς συ πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι»).

Στον ρωμαιοκαθολικισμό η γνώση της Αγίας Τριάδας θεμελιώνεται σε διαφορετικές βάσεις από την ορθοδοξία. Η λατινική θεολογία αποκομμένη από την πνευματική ζωή ξεφεύγει από την έννοια της θεϊκής φύσης. Αν και αυτή η φύση (η Θεότητα) είναι απολύτως ακατανόητη (ορθόδοξοι και καθολικοί συμφωνούν εδώ), είναι αυτή που χρησιμεύει σαν σημείο ξεκινήματος των θεολογικών μετεωρισμών της ρωμανικής περιόδου, του Ρωμαιοκαθολικισμού.

Την τριαδική αποκάλυψη δεν την συνέλαβαν σαν μια προσωπική γνώση-κοινωνία, αλλά ξεκινώντας από λογικές αντιλήψεις που δεν μπορούν να είναι παρά μόνον αφηρημένες έννοιες. Άλλωστε δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη βιωμένη εμπειρία αλλά για αφηρημένη σκέψη που ενεργεί μέσα σε λογικές κατηγορίες.13

Συνοψίζοντας, η Αγία Τριάδα κατανοείται σε αναλογία με τον κτιστό κόσμο, κατά τις εικόνες και τις κατηγορίες της επίγειας ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων.

Εδώ η αναλογία γίνεται έννοια κλειδί. «Μέσα στη γνώση τον Θεού, λέει ο Ν, Μπερδιάγιεφ, η αναλογία είχε μια μοιραία σημασία. Φαίνεται καθαρά αυτό μέσα στο σύστημα του Θωμά Ακινάτη. Ο Θεός γνωρίστηκε δια των αναλογιών με τον κτιστό κόσμο, τα φυσικά πράγματα. Είναι ένα είδος ανώτερου φυσικού πράγματος, προικισμένο με όλες τις ιδιότητες σε υπερθετικό βαθμό (...) Η αναλογία τον Θεού με μια δύναμη τον φυσικού κόσμου δεν αποτελεί χριστιανική αντιστοιχία. Κυοφορεί έναν θεολογικό νατουραλισμό που είναι κληρονομιά ειδωλολατρικών θεολογικών μεθόδων. Η Εκκλησία επίσης παρ’ ότι σκόπευε στον ουρανό κατανοήθηκε σε αναλογία με την Εξουσία, το βασίλειο του Καίσαρα»14 όπως επίσης και σαν μια συγκεντρωτική διοικητική ενότητα. Η διαφορά των προϋποτιθεμένων φέρνει μια διαφορά μέσα στην ίδια τη σύλληψη της ενότητας και την συγκεκριμένη πραγμάτωση της μέσα στη ζωή.

Η σμίκρυνση του Αγίου Πνεύματος στους κόλπους της Τριάδας ερμηνεύεται μέσα στην οικονομία Της από το γεγονός ότι οι ουσιώδεις ιδιότητες της Εκκλησίας, αυτές που δημιουργήθηκαν από το Άγιο Πνεύμα (η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα) τέθηκαν στα χέρια του Πάπα: Μόνον στον Πάπα ανήκει η πραγματοποίηση τους. Έτσι τα ερωτήματα που αφορούν την πίστη και την ζωή της Εκκλησίας βρίσκονται ενωμένα στα χέρια ενός μόνου ανθρώπου που (ακόμα και μέσα σε ορισμένες συνθήκες) δεν μπορεί να σφάλει.

Σύμφωνα με τα δόγματα των δύο τελευταίων συνόδων του Βατικανού, η ρωμανική εκκλησιολογία βλέπει στο πρωτείο του Πάπα της Ρώμης την καθοριστική αρχή της ορατής ένωσης της Εκκλησίας. Ο Πάπας είναι «η ενωτική αρχή της Εκκλησίας»15 «η ανώτερη κεφαλή, πνευματική και πρόσκαιρη ολόκληρης της εξαπλωμένης πάνω στη γη εκκλησίας, ο μοναδικός τοποτηρητής του Χριστού πάνω στη γη και χορηγός κάθε χάρης».16

«Το να μη μετέχει κανείς της κοινωνίας του διαδόχου του Πέτρου σημαίνει ότι τίθεται έξω από την Εκκλησία».17 Η ενότητα λοιπόν είναι επικεντρωμένη εδώ, πάνω στην ρωμαϊκή έδρα. Χωρίς την Ρώμη, δεν υπάρχει Εκκλησία. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι «η ενότητα της Κεφαλής: Στον ουρανό ο Χριστός, στην γη ο τοποτηρητής του».18 Παρόμοιος διχασμός της κεφαλής – διχοτομία της ενότητας - καταφέρει κτύπημα στην θεανθρώπινη ένωση κι από εκεί στην θεανδρική φύση της Εκκλησίας.

Έτσι παρουσιάζεται ένα ελάττωμα όχι μόνο στις θεολογικές θεωρίες και την πνευματική ζωή, αλλά και στην ίδια την εκκλησιαστική δομή. Γιατί μια εκκλησία μ’ έναν τοποτηρητή του Χριστού αλάνθαστο στην κεφαλή της είναι ένα τριαδολογικό λάθος που απορρέει από το δόγμα του «Filioque».

Απομακρυνόμενη σιγά-σιγά από την Παράδοση της Εκκλησίας, έχασε η Δύση την έννοια των διαδοχικών σταθμών της τριαδικής οικονομίας. Δεν γνωρίζει λοιπόν τριαδικές εικόνες θεμελιωμένες πάνω σε ιστορικά γεγονότα αποκαλυμμένα μέσα στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας σαν άμεσες, προοδευτικές εκδηλώσεις της Αγίας Τριάδας μέσα στην οικονομία της: Την Τριάδα της Παλαιάς Διαθήκης, την Βάπτιση του Χριστού, την Μεταμόρφωση του, την Κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Δεν υπάρχει εδώ καμιά συναφής και συνειδητά προσανατολισμένη αποκάλυψη. Ούτε υπάρχει λοιπόν άμεσος δεσμός ανάμεσα στην Αγία Τριάδα και την Κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Είναι γι’ αυτό που οι ρωμαιοκαθολικές αναπαραστάσεις της Αγίας Τριάδας διακρίνονται όχι μόνο από μια υπερβολική ποικιλία αλλά και από τον αυθαίρετο χαρακτήρα τους.

Η εμφάνιση στον Αβραάμ δεν θεωρήθηκε σαν αρκετά βέβαιη αποκάλυψη του ενός και τριαδικού Θεού (τρεις εμφανίσθηκαν με ανθρώπινη μορφή, αλλά ποιος; Μήπως η Τριάδα, ή ο Χριστός με δυο αγγέλους;) Αλλά, όπως η αποκαλυπτική διδασκαλία, που άφορα τον απερινόητο Θεό δεν προσφέρει συγκεκριμένα στοιχεία ούτε για τα φιλοσοφικά συστήματα, ούτε για τις αναπαραστάσεις, εκείνο, που έλειπε, το αντικατέστησε η φαντασία, «αποδίδοντας στο αθέατο και στερημένο κάθε φαινομενικότητας, ευαίσθητες εικόνες δημιουργημένες από την φαντασία».19 Μήπως δεν είναι, στην πραγματικότητα, εδώ μια ασυνειδητοποίητη επιστροφή στην κληρονομιά των ειδωλολατρικών θεολογικών μεθόδων; Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι ο συνεχής πειρασμός του χριστιανισμού - η αναπαράσταση της ανεικόνιστης Θεότητας, που βρήκε ένα πρόσφορο έδαφος.

Η εικόνα της Τριάδας στον ρωμαιοκαθολικισμό είναι σύνθετη, «ανεβασμένη», ας πούμε, ξεκινώντας από τις διάφορες θεοφάνειες της οικονομίας της.20

Η αρχική θέση της ρωμανικής θεολογίας - η μεταβίβαση του χρονικού επιπέδου της οικονομίας στο άχρονο του θείου - βρήκε την ορατή της εκδήλωση κυρίως σε δυο εικόνες: «την Πατρικότητα» και την «Καινοδιαθηκική Τριάδα».21 Η διάταξη των Υποστάσεων μέσα στο τριαδικό Είναι έχει αφομοιωθεί στην διάταξη της εκδήλωσης τους μέσα στον κόσμο, αφού η πρώτη είναι κατανοητή σε αναλογία με την δεύτερη. Η μετάθεση της θείας οικονομίας μέσα στο τριαδικό Είναι και μάλιστα στο ενδο-τριαδικό Είναι, έγινε ο κανόνας μέσα στη δυτική θεολογία. Αυτή η ορθολογιστική προσέγγιση χαρακτηρίστηκε σαν «μια μεταφυσική τριαδολογία έχουσα την δική της αξία».22

Αυτές οι δυο εικόνες επιχειρούν μιαν απόπειρα να δείξουν όχι μόνο την θεϊκή τρι-ενότητα, αλλά και τις σχέσεις επίσης τις ενδο-τριαδικές, εκφράζοντας τις σημαντικές θέσεις της θεολογίας του Filioque: Το Άγιο Πνεύμα σαν «δεσμός αγάπης» ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό (στην «Τριάδα της Καινής Διαθήκης») και της εκπόρευσης Του από τον Πατέρα και τον Υιό «σαν μια μόνη αρχή» (την «Πατρότητα»). Αυτές οι εικόνες εισάγουν μέσα στην Αγία Τριάδα όχι μόνο τον ανθρωπομορφισμό και τον ζωομορφισμό (αφού η περιστερά εικονίζεται σαν προσωπική εικόνα του Αγίου Πνεύματος) αλλά και τις διαφορές της ανθρώπινης ηλικίας, δηλαδή μια χρονική αρχή. Αυτές οι ετερογενείς εικόνες, αποτελέσματα διαφόρων κειμένων και τεχνητά ενωμένων δεν αναπαραστούν ούτε μπορούν να αναπαραστήσουν την ισότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδας (απούσα άλλωστε κι από την θεολογία), ή την ενότητα της φύσης τους. Δεν μπορούν λοιπόν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν εικόνες της Αγίας Τριάδας.

Οι δυτικές αναπαραστάσεις της Αγίας Τριάδας δηλώνουν λοιπόν μια ορθολογιστική αφηρημένη τακτική προς το θεμελιώδες δόγμα του χριστιανισμού, τακτική απαράδεκτη για την ορθοδοξία. Έτσι οι ίδιες λέξεις και αυτή η ίδια έννοια της «Αγίας Τριάδας» αντιστοιχούν σε μια ερμηνεία και περιεχόμενο πολύ διαφορετικό. Οι ρωμαιοκαθολικές αναπαραστάσεις της Αγίας Τριάδας εκφράζουν το ανέκφραστο, αναπαραστούν το αναπαράστατο. Έτσι όπως δίκαια το λέει ένας σύγχρονος συγγραφέας: «Μια ορατή αναπαράσταση του ουσιαστικά αόρατου είναι, (...) όχι μόνον απαίτηση ή τρέλα. Είναι αίρεση και ιεροσυλία γιατί αυτό σημαίνει μια ακόμη αυθαιρεσία στην Αποκάλυψη και την θεία οικονομία και στην προκειμένη περίπτωση επί πλέον μια αίρεση που βεβαιώνει την ενσάρκωση του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος».23 Ο όρος «αίρεση» δεν μας φαίνεται όλως διόλου κατάλληλος. Βλέπουμε κυρίως έναν κυκεώνα και μια συσσώρευση διαφόρων εννοιών, συχνά καθαρά αιρετικών, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κανείς να την χαρακτηρίσει σαν ευσεβή βαρβαρότητα.

Τόσο η Ορθοδοξία όσο κι ο Ρωμαιοκαθολικισμός βλέπουν στην Κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την στιγμή όπου συγκροτείται η Εκκλησία. Η γιορτή παραμένει η ίδια, αλλά η σύλληψη και η αναπαράσταση της είναι απόλυτα διαφορετικές.

Η ορθόδοξη εικονογραφία της Πεντηκοστής απέχει αρκετά από μια πιστή εικονογράφηση του γεγονότος έτσι όπως περιγράφεται στο πρώτο χωρίο των Πράξεων των Αποστόλων. Περισσότερο από το γεγονός καθεαυτό, όλα είναι στραμμένα προς το εκκλησιολογικό περιεχόμενο αυτού του γεγονότος: Εκείνο που βλέπουμε είναι η τάξη της Εκκλησίας, η ενότητα της μέσα στο πλήθος, με την εικόνα της Θεϊκής Τριαδικής ενότητας, δοσμένης με την συγκεκριμένη πραγματικότητα του κύκλου των δώδεκα Αποστόλων.24

Η Κάθοδος του Αγίου Πνεύματος είναι η αρχή της ζωής της Εκκλησίας σαν διαρκής Πεντηκοστή. Από την ήμερα εκείνη, το Άγιο Πνεύμα πραγματοποιεί τις ουσιώδεις αρχές της Τριαδικής ζωής μέσα στην Εκκλησία: Την ενότητα, την αγιότητα, την καθολικότητα. Με την θέληση της Αγίας Τριάδας και την ενέργεια του Πνεύματος συντελείται την ήμερα εκείνη η εκπλήρωση του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας - η αναδημιουργία του ανθρώπου και της κτίσης που κατήργησε το προπατορικό αμάρτημα.

Η έλλειψη κάθε προσώπου στην κορυφή του κύκλου των Αποστόλων είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή την εικόνα.

«Για το Σώμα που είναι η εκκλησία, η θεϊκή Κεφαλή δεν μπορεί ν’ αντικατασταθεί ούτε από έναν άγγελο ούτε από ένα ανθρώπινο ον, στην εσχάτη περίπτωση».25 Η θέση στην κορυφή του αποστολικού κύκλου παραμένει άδεια, και η σύνθεση της εικόνας την συνδέει άμεσα με τον συμβολικό ουρανό, το επέκεινα. Η ορθόδοξη εικόνα της Πεντηκοστής δείχνει τον άμεσο δεσμό της Εκκλησίας με το Τριαδικό πρωτότυπο της από την μια και την σχέση της με τον κόσμο από την άλλη (ο Κόσμος στο κάτω μέρος της εικόνας).

Οι δυτικές απεικονίσεις της Πεντηκοστής ποικίλουν τόσο, όσο και οι απεικονίσεις της Αγίας Τριάδας και είναι το ίδιο αυθαίρετες. Μετά την περίοδο της εικονομαχίας αφού δικαιώθηκε η εικονογραφία της Πεντηκοστής, είχε ακόμη αυτή η εικόνα στη Δύση μια κάποια σύνδεση με την εκκλησιολογία. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, και μέχρι τον 13ο αιώνα έβαλαν τον απόστολο Πέτρο στην κορυφή του αποστολικού κύκλου (που δεν περιελάμβανε καν πολλές φορές και τους δώδεκα Αποστόλους). Αυτή η Πρωτοκαθεδρία εξέφραζε ήδη την εκκλησιολογία που αργότερα επρόκειτο να διατυπωθεί με τα δόγματα της οικουμενικής εξουσίας και του αλάθητου του πάπα. Από τον 13ο αιώνα, δηλαδή την στιγμή που θα θριαμβεύσει ο σχολαστικισμός του Filioque έρχεται και η ολοκληρωτική ρήξη με την παράδοση. Στην εικόνα της Πεντηκοστής η θέση του Αγίου Πέτρου αντικαθίσταται με την θέση της Παναγίας και διακόπτεται κάθε δεσμός αυτής της εικόνας με την εκκλησιολογία.26 Παίρνει σιγά-σιγά ένα χαρακτήρα φωτογραφικό και περιορίζεται στην απεικόνιση του γεγονότος (Πραξ. Α', 13-14). Είναι η ολοκληρωτική ρήξη ανάμεσα στην θεολογία, την πνευματική ζωή και την καλλιτεχνική δημιουργία.

Από την Πεντηκοστή και υστέρα είναι που τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και κατά συνέπεια τότε δόθηκε ένας τύπος, μια γενική κατεύθυνση σ’ ολόκληρη την ζωή της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της τέχνης της.

Ο δεσμός ανάμεσα στο ευχαριστιακό Μυστήριο και την εικόνα γίνεται ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και στην εικονομαχική περίοδο, οι Ορθόδοξοι υπεράσπιζαν την σχέση της εικόνας με το Μυστήριο, την αλληλουχία τους. Δεν επρόκειτο για μια καινοτομία, αλλά μια διακεκομμένη διαδοχή της πρακτικής και της διδασκαλίας της πρώτης Εκκλησίας.27

Ο δεσμός αυτός ανάμεσα στο Ευχαριστιακό Μυστήριο και την εικόνα δεν ανήκει σε μια κάποια ιδεατή κι αφηρημένη Ορθοδοξία: Είναι ο κανόνας. Αναπαραστούμε «το σώμα του Θεού μέσα στην Θεία «δόξα», άγιο, άφθαρτο, ζωοποιό.28

Παραβιάσεις αυτού του κανόνα, όπως κι οποιουδήποτε άλλου είναι πάντα δυνατές και δημιουργούνται από την ανθρώπινη αδυναμία. Αύτες οι παραβιάσεις μπορούν να έχουν ένα μαζικό χαρακτήρα και να διαρκέσουν πολύ. Έτσι, η παραβίαση ολόκληρου του συνόλου των εκκλησιαστικών κανόνων κατά την συνοδική περίοδο στην Ρωσία, διήρκεσε σχεδόν διακόσια χρόνια. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε την επάνοδο στους κανόνες. «Ακόμα κι αν ζει μέσα στην αστάθεια και ανέχεται τις «πρακτικές αιρέσεις» η Ορθοδοξία δεν δογμάτισε ποτέ αυτές τις αιρέσεις, εγκαταλείποντας την δυνατότητα να τις πολεμήσει προκειμένου ν’ αποκαταστήσει, να δημιουργήσει».29 Ο κανόνας υπάρχει είτε τον συνειδητοποιούν είτε όχι. Είναι σωτήριος και αποτελεί μέρος του ζωντανού ιστού της ορθόδοξης λειτουργίας. Σφραγίστηκε με το δόγμα της προσκύνησης των εικόνων, εκφρασμένο και προστατευμένο από τον κανόνα της εικονογραφίας.

Με τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας καθιερώθηκε λειτουργικά αυτή ακριβώς η σύλληψη της εικόνας. «Εκείνη η ήμερα ήταν μια μεγάλη ημέρα για την Εκκλησία. Από τότε γιορτάζουμε την Εκκλησία του ενσαρκωμένου Λόγου (...) ορατού μέσα στην καρδιά των πιστών που βρίσκονται κι’ όλας στην ουράνια μακαριότητα, στην αιώνια χαρά του Κυρίου και Θεού τους. Οι άγιες εικόνες είναι η μαρτυρία μας, της δόξας της ερχόμενης Βασιλείας, Βασιλείας που είναι κι όλας μαζί μας».30

Από την αρχή «το μυστήριο της Εκκλησίας αποτυπώνεται στις δυο τέλειες φύσεις: Την θεϊκή Φύση του Χριστού και την ανθρώπινη φύση της Θεοτόκου».31 Έτσι, ολόκληρη η θεία οικονομία, συνοψισμένη στο σύνολο της στην πατερική έκφραση «Ο Θεός έγινε Άνθρωπος για να γίνει κι ο άνθρωπος Θεός», εκφράστηκε από πολύ νωρίς μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας με δυο εικόνες: Του Προσώπου του Ιησού Χριστού (το άγιο Μανδήλιο), εικόνα «αχειροποίητη», και της Θεοτόκου (οι εικόνες της του Ευαγγελιστή Λουκά), νέος Αδάμ και νέα Εύα. Κι αν αρνηθούμε τις απόψεις της γερμανικής προτεσταντικής επιστήμης πάνω στην καταγωγή της Χριστιανικής τέχνης, αν στηριχθούμε πάνω στην Παράδοση της ίδιας της Εκκλησίας, αποδεικνύεται ότι οι δύο αυτές εικόνες βρίσκονται στην βάση τόσο του δόγματος της προσκύνησης των εικόνων όσο κι ολόκληρης της εικονογραφικής δημιουργίας της Εκκλησίας. Μ’ όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς πως «το δόγμα της προσκύνησης των εικόνων κατανοείται σε σχέση με το δόγμα της θείας Ευχαριστίας, δηλαδή τα δύο δόγματα αποδεικνύουν τον ενεργό δεσμό του Χριστού με τον Κόσμο, δεσμό διπλό: Μέσα στην εικόνα και μέσα στην ύλη του Σώματός του, μέσα στην εικονογραφία και μέσα στην θεία Ευχαριστία»32

Στον ρωμαιοκαθολικισμό η εικόνα βρίσκεται αποκλεισμένη από την δογματική θεμελίωση που είναι η βάση της εικονογραφικής τέχνης της Εκκλησίας. Την στιγμή όπου κατά την ομολογία της Αγίας Τριάδας, η Θεότητα Της (η φύση Της) είναι απόλυτη και οι Υποστάσεις μέσα στους κόλπους Της δεν είναι παρά σχέσεις διαρκείς και μόνιμες» η τριαδικότητα των Προσώπων, η ίδια τους η ύπαρξη γίνεται σχετική. Επομένως το πρόσωπο ακριβώς είναι το θεμελιακό μυστήριο της χριστιανικής αποκάλυψης. Γιατί μόνον μια εικόνα προσώπου μπορεί να μαρτυρήσει την θεία ενσάρκωση: «Αυτός που τιμά μιαν εικόνα, τιμά και την υπόσταση αυτού που απεικονίζει η εικόνα».33

Ωστόσο η έννοια του προσώπου (η υπόσταση) έννοια κλειδί τόσο για το δόγμα της Χαλκηδόνας όσο και για το δόγμα της προσκύνησης των εικόνων, αμαυρώθηκε μέσα στην ρωμαιοκαθολική θεολογία. Η εικόνα του προσώπου του Χριστού χάνει από την σημασία της σαν μαρτυρία. (Θυμίζουμε ότι η Δύση δεν δέχτηκε ποτέ τον 82ο κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου). Κι απ’ αυτό το γεγονός έχουμε μια ολοκληρωτική απουσία της διαφοράς ανάμεσα στην εικόνα της ενσάρκωσης και τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο δυτικός χριστιανισμός έχοντας διασπάσει την ενότητα της ομολογίας κόβοντας τις ζωντανές ρίζες της Παράδοσης δεν μπόρεσε να δεχτεί το έργο για το όποιο ο άνθρωπος κλήθηκε. Η Δύση υιοθέτησε λοιπόν έναν δρόμο ευκολίας κι αυτή η ευκολία έγινε ο κανόνας τόσο για την θεολογία όσο και για την τέχνη.

Ακόμα κι αν μοιάζουν οι λεκτικές διατυπώσεις, εμφανίζονται έτσι δυο σχήματα της τέχνης του χριστιανισμού που καθ’ ένα απ’ αυτά ακτινοβολεί μια διαφορετική σύλληψη της

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.

×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.