Jump to content

Μεσοτοιχίες


Recommended Posts

ΓΚΟΥΣΤΑΒΟ ΤΑΡΕΤΟ

Μεσοτοιχίες

Η μεσοτοιχία, ο «τυφλός» τοίχος μιας κατασκευής, εκείνος που κρύβει την ασχήμια της ουσιαστικής αποσύνθεσης τελικά, εμφανίζεται να μην έχει οργανική δραματουργική σχέση στην ιστορία που αφηγείται η ταινία. Το στοιχείο που αναδεικνύεται ως ουσιαστικός μοχλός εξέλιξής της, είναι μάλλον ο Γουόλι, ο ήρωας της παιδικής σειράς του Βρετανού εικονογράφου Martin Handford, ο πρωταγωνιστής του «Whereis Wally?»Στα βιβλία του Γουόλι οι αναγνώστες ψάχνουν να τον βρουν κρυμμένος όπως είναι ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων. Αυτό ακριβώς κάνουν οι - άγνωστοι μεταξύ τους - Μάρτιν και Μαριάνα της ταινίας. Το γεγονός τώρα ότι αποφασίζουν να ανοίξουν από ένα (παράνομο) παράθυρο, στις μεσοτοιχίες τους, ώστε να μπαίνει εκείνη η ακτίνα φωτός που αμφότεροι έχουν τόση ανάγκη, συνιστά μόνο ένα σημείο καμπής!

Σε γενικές γραμμές, χαριτωμένα ιδιαίτερη και γοητευτική η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού Γκουστάβο Ταρέτο, που μπαίνει στο σινεμά από το χώρο της διαφήμισης και δείχνει ότι γνωρίζει καλά τον τρόπο να ξεγελά τις εικόνες του με εικονογραφικά σύμβολα και οπτικές ιδέες...

Γλυκόπικρη κωμωδία πάνω σε υπαρξιακά/ επικοινωνιακά προβλήματα μιας τριαντάχρονης μεσαίας τάξης, βλέμμα πάνω στη μοναξιά και την απογοήτευση, πάνω στην ιδέα της αρχιτεκτονικής του σύγχρονου άστεως σαν εξωτερική αντανάκλαση, της εσωτερικής αταξίας. Ο Μάρτιν σχεδιάζει ηλεκτρονικές σελίδες. Το διαδίκτυο τού άλλαξε τη ζωή, του την έκοψε δηλαδή παντελώς. Ολο το 24ωρο βρίσκεται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή: δουλεύει, παίζει παιχνίδια, ψωνίζει, παραγγέλνει φαγητό... και κάνει σεξ μέσω του υπολογιστή. Πεθαίνει από επιθυμία να ζήσει πραγματικά και όχι εικονικά. Κάθε φορά που βγαίνει στον έξω κόσμο, επιστρέφει στο μικρό του κλειστοφοβικό διαμέρισμα ηττημένος.

Η Μαριάνα είναι αρχιτέκτονας, εν δυνάμει, γιατί ακόμα δεν έχει σχεδιάσει ούτε ένα μπάνιο. Κερδίζει τη ζωή της διακοσμώντας βιτρίνες καταστημάτων και αρχίζει να μοιάζει με τις ψυχρές και κενές κούκλες, ανάμεσα στις οποίες ζει. Ο Μάρτιν και η Μαριάνα σαν ακτινογραφία της μοναξιάς του άστεως. Της μεγαλούπολης που εμφορείται από «κουλτούρα ενοικιαστή», που οι άνθρωποι ζουν σε «κουτιά παπουτσιών», είδος φυλακής - φυσικής και πνευματικής - όπου καθένας είναι πάντα συνδεδεμένος (με το διαδίκτυο) και πάντα μόνος! Και οι δύο κάνουν διαπιστώσεις χωρίς όμως πουθενά να εκφράζουν μια θέση, την παραμικρή δική τους θέση. Δεν προτίθενται οι ίδιοι να αλλάξουν τίποτα, ελπίζουν όμως ότι κάπου θα υπάρχει κάποια λύση στο πρόβλημά τους που μορφοποιείται στον έρωτα.

Πού βρίσκεται όμως ο έρωτας; Το σκηνογραφικό φόντο μπορεί με παιχνιδιάρικο τρόπο να τοποθετείται στο Μπουένος Αϊρες αλλά ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Δυο μοναχικοί νέοι μένουν σε γκαρσονιέρες στο κέντρο της πόλης, οι διαδρομές τους διασταυρώνονται καθημερινά, χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλον. Μάλιστα βρίσκονται δίπλα δίπλα, στο εμβληματικό επεισόδιο ενός «αυτόχειρα» σκύλου, που πηδάει από το μπαλκόνι, πιθανότατα αποκαρδιωμένος από τη φυλακή των ελάχιστων τετραγωνικών του και απογοητευμένος από την πνιγηρή ανωνυμία της μεγαλούπολης. Ψάχνουν για την αδελφή ψυχή και παράλληλα ζουν κάποιες τυχαίες, ενοχλητικές μάλλον συναντήσεις.

Πέρα από την καταπληκτική εισαγωγική σεκάνς ντοκουμενταρίστικης σαφήνειας για την πληθώρα αρχιτεκτονικών στυλ της πόλης που αρχικά γοητεύει, υποσχόμενη πολλά, η ταινία μπαίνει γρήγορα σε τροχιά κατάρρευσης λόγω εσωστρέφειας αφενός και οριοθέτησης αφετέρου της επιφάνειας, αλλά και του βάθους των καταστάσεων και χαρακτήρων όπου πρόκειται να κινηθεί. Το εντελώς προβλέψιμο τέλος της, έρχεται σαν επιστέγασμα ενός νανουρίσματος αιώνια σαχλών αυταπατών. Το τέλος αναιρεί όποια προσπάθεια προσωπικού στιλ και φέρνει την ταινία κοντά σε πονήματα τύπου Μεγκ Ράιαν π.χ.

Ο Ταρέτο με χάρισμα και εφευρετικότητα χρησιμοποιεί όλες τις μορφές που θρέφουν το σκοπό του. Από φωτογραφία ως χαρακτικά και κινούμενα σχέδια χωρίς να μεταμορφώνει το ακραία γραφικό σύμπαν του σε καρικατούρα φόρμας. Με επιληπτικό μοντάζ, με έξυπνο ρυθμό, με δύο διακριτές φωνές over, με οπτικές και αφηγηματικές συρραφές από τα συναισθήματα και τις φοβίες των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης πιάνεται από τις αντιθέσεις του μεταμοντέρνου κόσμου για να υπογραμμίσει τις αδυναμίες της μετα-νεοτερικότητας και τον τρόπο που αυτή αλλοιώνει μέχρι παραλογισμού τις σχέσεις των ανθρώπων (sms, mms, facebook, twitter κλπ). Δυστυχώς, όμως, αισθάνεται υποχρεωμένος να προσθέσει κι ένα επεξηγηματικό, μπανάλ κείμενο. Κρίμα, γιατί αυτό εμποδίζει τη μελαγχολική γοητεία αυτού του παραμυθιού του σύγχρονου άστεως να ενεργήσει με τρόπο ολοκληρωτικό.

Παίζουν: Χαβιέ Ντρόλας, Πιλάρ Λόπες δε Αγιάλα, Ινές Εφρον, Αντριάν Ναβάρο, Ραφαέλ Φέρο κ.ά.

Παραγωγή: Αργεντινή, Ισπανία, Γερμανία (2011).

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.

×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.