Jump to content

Νομικές Ευθύνες ειδικευόμενου Ιατρού


veterinarian

Recommended Posts

Τα τελευταία χρόνια έχει σχεδόν παγιωθεί η εικόνα να βρίσκονται καθισμένοι στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ειδικευόμενοι ιατροί, έχοντας βέβαια (κατά κανόνα τουλάχιστον) δίπλα τους, ως συγκατηγορούμενο, τον ειδικό ιατρό, Επιμελητή, Διευθυντή Κλινικής ή Νοσοκομείου, ή ακόμη και Καθηγητή Πανεπιστημίου. Η εικόνα αυτή σαφώς ξενίζει, κυρίως όμως προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με τη θέση -και την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται- του ειδικευομένου ιατρού απέναντι στον ασθενή. Η επικαιρότητα ενισχύει την άποψη ότι η ποινική ευθύνη του ειδικευόμενου αποτελεί σημαντικό ζήτημα, το οποίο χρήζει οριοθέτησης και εξειδίκευσης. Σημαντικό έναυσμα αποτελεί η πρόσφατη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, της 26.09.2003, η οποία αφορούσε το θάνατο Βρετανού τουρίστα, και ως εκ τούτου έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα στα ΜΜΕ. Το Πλημμελειοδικείο Ρόδου προέβη στην καταδίκη και του ειδικευόμενου ιατρού

Πρέπει να τονιστεί ότι τυχόν ευθύνη του ειδικευομένου ιατρού αναζητείται μόνο στα πλαίσια κινητοποίησης του ποινικού μηχανισμού, πρόκειται δηλαδή κατεξοχήν για ποινική ευθύνη και όχι για αστική. Η τελευταία προϋποθέτει την κατάθεση αγωγής αποζημιώσεως από τον παθόντα ασθενή, ενώ η διερεύνηση της ποινικής ευθύνης έχει ως αφετηρία της σχετική παραγγελία από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, είτε έπειτα από υποβολή εγκλήσεως ή μηνύσεως είτε αυτεπαγγέλτως. Ο αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του ειδικευόμενου ιατρού προκύπτει, εκ των πραγμάτων, από το γεγονός ότι η ειδίκευση λαμβάνει χώρα εντός κρατικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων (Πανεπιστημιακών ή μη), συνεπώς οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης θα στραφεί υποχρεωτικά κατά του Νοσοκομείου ως νομικού προσώπου και όχι κατά του φυσικού προσώπου του ιατρού, ειδικού η ειδικευόμενου. Ο λόγος είναι ο εξής : Ιατροί εργαζόμενοι σε δημόσια νοσοκομεία, έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και καλύπτονται από το ανεύθυνο των δημοσίων υπαλλήλων, που καθιερώνει το άρθρο 38 παρ.1 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, δεν μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν από τον ασθενή. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, ο δημόσιος υπάλληλος δεν υπέχει προσωπική ευθύνη έναντι του διοικούμενου – πολίτη για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του, που λαμβάνουν χώρα μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας του και των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, ως εκ τούτου δε υπεύθυνη είναι μόνο η Υπηρεσία.

Αποκλειστικά αρμόδιος φορέας για την αποζημίωση του ασθενούς είναι, συνεπώς, μόνο το Νοσοκομείο, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου (ΝΠΔΔ). Σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας του δημοσίου υπαλλήλου, το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα να στραφεί αναγωγικά κατά του υπαλλήλου του (δηλαδή του ιατρού), αναζητώντας τα ποσά που αναγκάσθηκε να καταβάλλει στον παθόντα ασθενή, εξαιτίας της δόλιας ή βαριά αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού. Η αναγωγή αυτή ασκείται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν υπάρχει όμως αντίστοιχο προηγούμενο στη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο να αφορά περίπτωση ιατρικής αμέλειας, πόσο δε μάλλον για ειδικευόμενο ιατρό. Καθίσταται, κατά συνέπεια βέβαιο όσο και σαφές, ότι ο ειδικευόμενος ιατρός δεν επέχει αστική ευθύνη

Β. Η ποινική ευθύνη του ειδικευομένου ιατρού

Σε κάθε περίπτωση ιατρικού πταίσματος αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί το μέτρο προσοχής που απαιτείται από τον ιατρό. Γίνεται παγίως δεκτό, ότι η επιμέλεια που καλείται να επιδείξει ο εκάστοτε συγκεκριμένος ιατρός είναι εκείνη που είναι σε θέση να καταβάλλει ο μέσος ιατρός, ευρισκόμενος μπροστά στις ίδιες ή παρόμοιες (με την κρινόμενη) περιστάσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ποινικού Κώδικα, η επιμέλεια που αξιώνει το δίκαιο είναι αυτή που οφείλει και μπορούσε να επιδείξει ο εκάστοτε δράστης. Το «ώφειλε» και το «ηδύνατο» συνεπώς αποτελούν τα σημεία αναφοράς σε κάθε εξ αμελείας τελούμενο αδίκημα. Για να προσδιοριστεί το μέτρο της ιατρικής επιμέλειας λαμβάνονται υπόψη οι αντικειμενικές ικανότητες του ιατρού, οι εξωτερικές συνθήκες και τα υπόλοιπα προσωπικά στοιχεία του συγκεκριμένου ιατρού. Κατ’ αποτέλεσμα διαφορετικό πρέπει να είναι το μέτρο επιμέλειας που απαιτείται και από τον ίδιο ακόμη ιατρό σε διαφορετικές καταστάσεις, όταν δηλαδή διαφοροποιούνται οι εξωτερικές συνθήκες και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες ο ιατρός καλείται να παράσχει την ιατρική φροντίδα λ.χ. διαφορετικό θα είναι το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας στα πλαίσια γενικής εφημερίας με αλλεπάλληλα περιστατικά από ότι σε κάποιο προγραμματισμένο περιστατικό, επίσης διαφορετικό θα είναι το μέτρο για τον αναισθησιολόγο σε κατεπείγον χειρουργείο, με τον ασθενή να μην έχει τις αισθήσεις του από ότι σε προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση, όπου έχει την ευχέρεια να λάβει πλήρες ιστορικό.

Το ίδιο ισχύει όταν διαφοροποιείται η προσωπική κατάσταση και συνεπακόλουθα οι ικανότητες του ιατρού. Αν π.χ. ο ιατρός προχωρήσει σε χειρουργική επέμβαση, παρότι ο ίδιος δε νιώθει απολύτως καλά σωματικά ή και ψυχολογικά, τότε το μέτρο της απαιτούμενης επιμέλειας θα «χαμηλώσει», όπως θα ίσχυε για τον μέσο ιατρό σε ανάλογες συνθήκες. Ο συγκεκριμένος ιατρός, βεβαίως, μπορεί μεν να απαλλαχθεί για την ελλιπή επιμέλεια που επέδειξε, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών, θα του καταλογισθεί όμως η ίδια η ανάληψη των ιατρικών του καθηκόντων έπειτα από υπερτίμηση των δυνατοτήτων του και κακή εκτίμηση των δυνατοτήτων επιτυχίας του εγχειρήματός του. Πρόκειται για το λεγόμενο σφάλμα «ανάληψης». Η βλάβη που επέρχεται στον ασθενή προκαλείται από κάποιο ειδικότερο σφάλμα του

ιατρού, στο οποίο υπέπεσε λόγω ακριβώς της εξαρχής αδυναμίας του να ανταποκριθεί στο ζητούμενο πρότυπο επιμέλειας.

Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι το μοναδικό γενικά αποδεκτό αξίωμα στην ιατρική επιστήμη ορίζει ότι «δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς» και ότι ακόμη και θεμελιώδεις κανόνες της ιατρικής δεν είναι απόλυτοι, αλλά σχετικοί, διατυπούμενοι με μόνο σκοπό τη συστηματοποίηση της γνώσης. Κατ’ ανάγκη, το μέτρο της επιμέλειας που καλείται να καταβάλει ο ιατρός προσδιορίζεται και από τη συγκεκριμένη εκάστοτε, ιατρική πράξη, από τις κατ’ ιδίαν συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης παθήσεως και του συγκεκριμένου ασθενούς.

Όπως προειπώθηκε λοιπόν, οι αντικειμενικές ικανότητες του ιατρού συνιστούν μέγεθος καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της απαιτούμενης από αυτόν επιμέλειας. Έτσι διαφορετικό είναι το μέτρο του ειδικού από ότι του γενικού ή ανειδίκευτου ιατρού, όπως επίσης διαφορετικό είναι το μέτρο του πολύπειρου από του λιγότερο έμπειρου ειδικού ιατρού. Στο κάτω άκρο της άτυπης αυτής «κλίμακας» βρίσκεται ο ειδικευόμενος ιατρός, στην περίπτωση του οποίου τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα πρέπει πάντοτε να συμβαδίζουν με τις γνώσεις και τις ικανότητές του.

Όπως γίνεται αντιληπτό, τα καθήκοντα που ανατίθενται στους ειδικευόμενους ιατρούς, στα πλαίσια της άσκησης και εκπαίδευσης τους, συγκροτούν τον τομέα ευθύνης των ιατρών αυτών. Ο τομέας ευθύνης συνιστά σημαντικό νομικό μέγεθος, δεδομένου ότι για τον καταλογισμό στον δράστη-ιατρό του αρνητικού αποτελέσματος κάποιας πράξεως ή παραλείψεως, πρέπει ο δράστης-ιατρός να είναι επιφορτισμένος με το καθήκον επίβλεψης του ασθενούς και την αποτροπή αρνητικών αποτελεσμάτων. Μόνο στην περίπτωση αυτή επέχει ο ιατρός εγγυητική θέση απέναντι στη ζωή και την υγεία του συγκεκριμένου ασθενούς. Σε αντίθετη περίπτωση διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως και του αξιόποινου αποτελέσματος (δηλαδή της ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης του ασθενούς). Είναι, πάντως, δυνατό ο ειδικευόμενος ιατρός να έχει καταστεί εγγυητής ή έστω συνεγγυητής της υγείας και ασφάλειας του ασθενούς, παρόλο ότι στον ειδικευόμενο δεν μπορεί ποτέ να αποδοθεί ο τίτλος αλλά και η ιδιότητα του θεράποντος ιατρού. Θεράπων ιατρός θα είναι, πάντοτε και άνευ εξαιρέσεως, ο ειδικός ιατρός.

Εντούτοις, είναι δυνατή η συγκλίνουσα, δηλαδή η συντρέχουσα αμέλεια περισσοτέρων προσώπων, στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή τόσο του ειδικού όσο και του ειδικευομένου ιατρού. Η πλημμελής συμπεριφορά του καθενός θα κριθεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την αμέλεια του άλλου, ενώ δεν δύναται να απαλλαγεί κανείς από τους ιατρούς, αντιθέτως θα κριθούν και οι δύο, κατά το μέτρο της ευθύνης τους.

Γ. Υποχρεώσεις επιμέλειας του ειδικευόμενου ιατρού

Ως θεμελιώδη και πρωταρχική υποχρέωση του ειδικευόμενου ιατρού, τόσο η νομική θεωρία, όσο και η νομολογία, προκρίνουν την παράλειψη, εκ μέρους του ειδικευομένου, έγκαιρης ειδοποίησης του (εφημερεύοντος ή επιβλέποντος) ειδικού ιατρού. Ο ειδικευόμενος οφείλει, πρωταρχικά να ειδοποιεί τον ειδικό ιατρό παρέχοντας του τις απαραίτητες πληροφορίες για τη φύση και τη σοβαρότητα της εκάστοτε παθήσεως. Τυχόν παράλειψη της ειδοποίησης ή μη έγκαιρη διενέργεια αυτής θα στοιχειοθετεί την επίδειξη εξωτερικής αμέλειας, δηλαδή αντικειμενικά αμελούς και πλημμελούς ιατρικής αντιμετώπισης, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και θα καθιστά τον ειδικευόμενο ιατρό υπεύθυνο, έστω και κατά δευτερεύοντα τρόπο, για την επέλευση της ζημίας στον ασθενή. Βεβαίως, θα πρέπει, επιπλέον, να κριθεί ότι η παράλειψη του αυτή συνδέεται αιτιακά με το απευκταίο αποτέλεσμα και ότι οι προσωπικές ιδιότητες του συγκεκριμένου ειδικευόμενου ιατρού ήταν επαρκείς, ώστε να δύναται να αξιωθεί από αυτόν η επίδειξη της αντίστοιχης επιμέλειας και προσοχής. Συγκλίνουσα αμέλεια

Πρέπει, εντούτοις, να σημειωθεί, ότι οι ειδικευόμενοι ιατροί δεν είναι ολοκληρωτικά απαλλαγμένοι των υπολοίπων, πέραν της ειδοποιήσεως του ειδικού, ευθυνών τους, ούτε αντιμετωπίζονται πάντοτε με ευμενή τρόπο από τα Δικαστήρια της ουσίας, η τα Δικαστικά Συμβούλια. Είναι και οι ειδικευόμενοι ιατροί υποχρεωμένοι, στα πλαίσια πάντα των δυνατοτήτων τους, να καταβάλουν όλες τις αναγκαίες προσπάθειες, που απαιτούνται για την αποτροπή του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του ασθενούς.

Έπειτα από την ανωτέρω ανάπτυξη η ευθύνη του ειδικευόμενου μπορεί να υπαχθεί σχηματικά στις ακόλουθες περιπτώσεις:

• Ο ειδικευόμενος παραλείπει ή καθυστερεί να ειδοποιήσει τον ειδικό ιατρό, μολονότι αυτό ήταν ευχερές.

• Αναλαμβάνει μόνος του τη διεξαγωγή διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να παραπέμψει το περιστατικό σε ειδικό ιατρό, κρίνοντας εσφαλμένα ότι οι γνώσεις και ικανότητες του επαρκούν για την περίπτωση.

• Παραλείπει να παράσχει ή παράσχει κατά τρόπο εσφαλμένο και πλημμελή τις πρώτες βοήθειες ή άλλες στοιχειώδεις ιατρικές πράξεις που δεν απαιτούν εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία.

• Παραλείπει να δώσει εντολή για τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων, απαραίτητων για την εκτίμηση του περιστατικού.

• Παραλείπει να προβεί σε διενέργεια κλινικής εξέτασης και αξιολόγησης των συμπτωμάτων, προκειμένου να διαγνώσει την ανάγκη ενημέρωσης του εφημερεύοντος ιατρού ή προβαίνει σε λανθασμένη ερμηνεία των ευρημάτων της κλινικής και εργαστηριακής εξέτασης, σε περιπτώσεις που η διάγνωση και ορθή ερμηνεία των συμπτωμάτων είναι προφανής.

• Ενεργεί κατά παράβαση υποδείξεων και εντολών του ειδικού ιατρού.

• Παραλείπει ή διστάζει να αναπτύξει πρωτοβουλία και να προβεί άμεσα στις ενδεικνυόμενες ιατρικές πράξεις, παρόλο που γνωρίζει ότι η (έγκαιρη) παρουσία του ειδικού είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη και ότι το περιστατικό είναι επείγουσας φύσεως.

Η ανωτέρω κατανομή και εξειδίκευση της ευθύνης του ειδικευόμενου ιατρού επιβεβαιώνεται από μία γενική θεώρηση της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων. Πρέπει, αρχικά, να σημειωθεί ότι στην πράξη οι ειδικευόμενοι παραπέμπονται συνήθως επειδή ο ειδικός ιατρός δεν ήταν παρών στην εφημερία (ανεξάρτητα αν υπήρχε αντίστοιχη υποχρέωση ή όχι, σε κάθε περίπτωση), με αποτέλεσμα να πρέπει να διερευνηθεί, αν και κατά ποίο τρόπο ειδοποιήθηκε, εγκαίρως, και ενημερώθηκε επαρκώς από τον ειδικευόμενο. Εξετάζοντας το ζήτημα αυτό οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν να λαμβάνουν υπόψη τους το πραγματικό όσο και κρίσιμο γεγονός ότι οι ειδικευόμενοι, στα πλαίσια γενικής εφημερίας, είναι κατά κανόνα ιδιαίτερα επιβαρυμένοι με αλλεπάλληλα, επειγούσης φύσης περιστατικά. Παρά το συνυπολογισμό αυτό, όμως, δεν παύει να αξιώνεται από τον ειδικευόμενο η επαγρύπνηση και η εύρεση του απαραίτητου χρόνου, ώστε, προβαίνοντας σε στάθμιση της

σοβαρότητας και επικινδυνότητας κάθε περιστατικού, να ειδοποιεί, άμεσα και χωρίς χρονοτριβή, τον εφημερεύοντα ειδικό ιατρό.

Όταν, τέλος, ανακύπτει ζήτημα ευθύνης του ειδικευόμενου (συνηθέστατα χειρουργικής ειδικότητας ή αναισθησιολογίας), στα πλαίσια της συμμετοχής του σε χειρουργική ομάδα, τότε τα δικαστήρια είναι πολύ φειδωλά στην επίρριψη ευθυνών. Γίνεται, παγίως, δεκτό ότι η παρουσία του ειδικού ιατρού (πολλές φορές ακόμη και Καθηγητή Πανεπιστημίου, δηλαδή δασκάλου του ειδικευόμενου) ο οποίος έχει την ευθύνη διενέργειας της επεμβάσεως, απαλλάσσει τον ειδικευόμενο από οποιαδήποτε, σχεδόν, ευθύνη του. Ο λόγος είναι ότι οποιαδήποτε ενέργεια του ειδικευόμενου τελεί υπό την εποπτεία και καθοδήγηση του ειδικού, ο οποίος σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας στον ασθενή, θα είναι υπόλογος για την έλλειψη της επιβαλλομένης επιτήρησης.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

καλό αυτό το άρθρο αλλά εσύ πρέπε να γράφεις στο I am tired και μόνο, γιατί΄εκεί είσαι υπέροχος!

καλό, αλλά εσύ πρέπει να γράφεις στο Ι αμ τιρεδ, αφού είσαι υπέροχος εκεί!

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Μην τα ισοπεδώνουμε κι όλα. Απλά ο vet είναι απολαυστικός εκεί - σε άλλα θέματα η συμμετοχή του είναι πολύ ουσιαστικότερη.

Το παραπάνω άρθρο είναι χρήσιμο σε γενικές γραμμές για να έχει ο καθένας μια πυξίδα για το τι πρέπει να κάνει για να μη βρεθεί μπλεγμένος. Τις περισσότερες φορές πάντως οι μηνύσεις δεν αφορούν τον ειδικευόμενο (δεν ενδιαφέρει και κανέναν η παρουσία του, τον ειδικό θεωρούν όλοι υπεύθυνο). Στο ποινικό δίκαιο αυτό καλείται κάθετη κατανομή της ευθύνης: ο υφιστάμενος πέφτει σχεδόν πάντα στα μαλακά.

Θέλει κάποια προσοχή πάντως σε θέματα περισσότερο πειθαρχικά που εύκολα γίνονται ποινικά, ο ειδικευόμενος γυναικολογίας που πιάστηκε με φακελλάκι σε νοσοκομείο των Αθηνών πρόσφατα είναι ένα παράδειγμα.

Φυσικά, σε περίπτωση ποινικής δίωξης, το πρώτο που πρέπει να κάνει ο ειδικευόμενος είναι να απευθυνθεί σε δικηγόρο για την κατάστρωση της υπερασπιστικής του γραμμής, άσχετα αν η καταγγελία είναι παντελώς αβάσιμη. Μέχρι να τεθεί στο αρχείο δεν ξέρει ποτέ κανείς. Θέλει προσοχή ακόμα και στις περιπτώσεις που ζητηθεί η μαρτυρία του για ιατρικό λάθος άλλου - δεν είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κι αυτός κατηγορούμενος αν πει τα λάθος πράγματα.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Το άρθρο αυτό το βρήκα στο παραπάνω site και το έχει γράψει νομικός νομίζω, που έχει ασχοληθεί με μια υπόθεση στη Ρόδο, για malpractice. Γιαυτό και έχει σημασία. Είναι απλά η γνώμη ενός ειδικού. Διαβάστε το για να καταλάβετε πως θα ξεμπλέξετε, από τις δύσκολες καταστάσεις.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

  • 1 month later...

Άρθρο

ΙΑΤΡΙΚΗ ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ, ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ (ΣΧΕΔΟΝ) ΜΕ ΤΗ «ΡΑΘΥΜΙΑ» ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΤΕΛΗ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ»

Χάρης Τ. Πολίτης

Δικηγόρος, Δρ Ιατρικής Π.Α.,

Αν. Καθ. Δημόσιας Υγείας Brittnau,

Πρόεδρος Ελληνικής Ιατρονομικής Εταιρείας

Είναι γνωστό ότι, σε περίπτωση που ο γιατρός κατηγορείται για ιατρική αμέλεια, υπέχει τρία είδη ευθύνης: α. ποινική, που επιβάλλεται από τα Ποινικά Δικαστήρια και αναφέρεται στην απαίτηση της έννομης τάξης να τιμωρείται εκείνος που από αμέλεια του προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη τρίτου, β. αστική, που αφορά στην υποχρέωση να καταβληθεί αποζημίωση από τον υπαίτιο προς εκείνον που ζημιώθηκε από αδικοπραξία για υλική ζημία ή για ηθική βλάβη ή αν έχει επέλθει θάνατος, για ψυχική οδύνη και γ. πειθαρχική, η οποία επιβάλλεται σε όλους τους γιατρούς από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου, στον οποίο ανήκει ο γιατρός, και αποσκοπεί στη διατήρηση του κύρους του ιατρικού επαγγέλματος. Αν ο γιατρός εργάζεται στο ΕΣΥ, τότε υπέχει ένα τέταρτο είδος ευθύνης, πειθαρχικής ευθύνης, σύμφωνα με το Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα. Πειθαρχική ευθύνη επίσης υπέχουν και γιατροί που εργάζονται σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, που αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ.

Δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός για το πότε στοιχειοθετείται αμέλεια του γιατρού. Σύμφωνα με ΠΚ. 28, που αποτελεί και σημείο αναφοράς για την αποτίμηση της ιατρικής ευθύνης, «Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν». Ο Αστικός Κώδικας αναφέρεται σε ευθύνη λόγω πταίσματος σε μια ενδοσυμβατική σχέση, όπως είναι αυτή του γιατρού με τον ασθενή, ΑΚ. 330: «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Ο Αστικός Κώδικας, τουλάχιστον ως προς την νομική θεωρία και νομολογία, και ορθώς, ως προς τις σωματικές βλάβες έχει ταυτιστεί με τον Ποινικό Κώδικα. Τόσο η νομική θεωρία όσο και η νομολογία έχουν παγιωθεί ως προς την ιατρική ευθύνη στο ότι ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να επιδεικνύει το μέτρο επιμέλειας του μέσου ειδικευμένου γιατρού και ανάλογα με τις συγκεκριμένες δεξιότητες και εμπειρία. Μειωμένο μέτρο επιμέλειας, κατ΄ αναλογία, αναμένουμε από τον αγροτικό γιατρό, ενώ αυξημένο από τον πανεπιστημιακό δάσκαλο. Σύμφωνα με περιπτωσιολογία ιατρικών σφαλμάτων, θα λέγαμε ότι διακρίνονται σε υπαίτια παράλειψη θεραπείας, σε υπερβολική θεραπεία, σε εσφαλμένη αγωγή όσον αφορά στον τόπο, χρόνο ή μέρος του σώματος του ασθενή, κατάληψη γαζών, εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο κύτος της κοιλίας του ασθενούς, σφάλμα κατά την ανάληψη θεραπείας του ασθενή χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία, παράλειψη παρακολούθησης της πορείας του ασθενούς, παράλειψη διαφώτισης ασφάλειας, ευθύνη από όργανα και συσκευές που χρησιμοποιεί, οργανωτικό σφάλμα, εσφαλμένη συνεννόηση σε περιπτώσεις ομάδας γιατρών κλπ.

Η έννοια της αμέλειας, τόσο στους κώδικες ιατρικής δεοντολογίας όσο και στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, όταν πρόκειται για ιατρική αμέλεια, είναι εξαιρετικά ασαφής. Ο Ν. 3418/2005, νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, σε κανένα σημείο δεν ορίζει την ιατρική αμέλεια, παρά μόνο σε αρθρ. 2 παρ. 3 αναφέρει ότι «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης». Πρόκειται για ορθή διατύπωση της lege artis συμπεριφοράς, η παρέκκλιση δε από αυτούς τους κανόνες επισύρει τις κυρώσεις του αρθρ. 36 παρ. 1 «Κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος τιμωρείται πειθαρχικά από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα», που στην περίπτωση αυτή είναι, όπως προαναφέρθηκε, τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Ιατρικών Συλλόγων σε πρώτο βαθμό και το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών (ΑΠΣΙ) σε δεύτερο (αρθρ. 57 επ. Β.Δ. 11.10/7.11.1957). Σύμφωνα με αρθρ. 24 Α.Ν. 1565/1939

«Κώδικας Ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος», ορίζονται τα εξής: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών».

Ο νομοθέτης του ΑΝ. 1565/1939 απαιτεί από το γιατρό, πέρα από τη lege artis συμπεριφορά («συμφώνως προς τα θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας»), να παρέχει την ιατρική του συνδρομή «μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως». Πρόκειται για τρεις, όπως λέγονται στη νομική επιστήμη, αόριστες νομικές ή μετανομικές έννοιες, οι οποίες διαδραμάτισαν δυστυχώς διαχρονικά την πεποίθηση, ακόμη και από τα Δικαστήρια, ότι το μέτρο επιμέλειας δεν αρκεί να είναι του μέσου ευσυνείδητου γιατρού, αλλά απαιτείται και η συνύπαρξη ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσίωσης. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη τέτοια ερμηνεία, γιατί, όπως έχουμε κατά καιρούς αναγράψει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί «ζηλόμετρο» ή «αφοσιόμετρο», το οποίο θα καθορίζει το μέτρο επιμέλειας του γιατρού. Επί χρόνια ολόκληρα, δικαστικές αποφάσεις τόνιζαν ότι η ευθύνη του γιατρού είναι μεγαλύτερη από εκείνη του μηχανικού ή του εργολάβου ή άλλων επαγγελματιών. Είναι σαφές ότι ο νομοθέτης του ΑΝ. 1565/1939 ανέφερε σε νομοθετικό κείμενο αυτούς τους μετανομικούς όρους με οίστρο ηθικολογικού χαρακτήρα, χωρίς να έχει συνείδηση ότι αργότερα θα χρησιμοποιούνταν ως μεθοδολογικό εργαλείο για την επίταση της ευθύνης των γιατρών.

Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο και παράλογο να τιμωρείται γιατρός ο οποίος ενήργησε lege artis και παρέσχε θεραπεία καθ’ όλους τους ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης με επαγγελματική «ψυχρότητα». Θα τιμωρηθεί λ.χ. ο χειρουργός που επιτέλεσε lege artis μια ιατροχειρουργική επέμβαση, αλλά δεν «χτύπησε στην πλάτη» τον ασθενή; Όλοι είμαστε υπέρ μιας ευγενικής και ανθρώπινης συμπεριφοράς, μιας ανθρωποκεντρικής και λιγότερο ιατροκεντρικής περίθαλψης, με γνώμονα την προστασία των εννόμων συμφερόντων του ασθενούς, αλλά δεν είναι δυνατόν η αυστηρή, lege artis, «επιστημονικότητα» και «επαγγελματικότητα» να ποινικοποιούνται, γιατί αυτή η ποινικοποίηση και η υπέρμετρη επιβάρυνση των γιατρών είναι γνωστό ότι προκαλεί, ως εξαρτημένο αντανακλαστικό, φαινόμενα αμυντικής ιατρικής.

Ας σημειωθεί ότι τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Ιατρικών Συλλόγων είναι ίσως τα μόνα που δεν επηρεάστηκαν, δεν παρασύρθηκαν για την ακρίβεια, ώστε να προσθέτουν στο μέτρο επιμέλειας και το ζήλο ή την αφοσίωση (ας σημειωθεί ότι η ευσυνειδησία εμπεριέχεται στο μέτρο επιμέλειας). Έτσι, ορθώς κατά τη γνώμη μας, το ΑΠΣΙ έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ότι δεν έχει ευθύνη πλαστικός χειρούργος για θάνατο 23χρονης στην οποία ενήργησε λιποαναρρόφηση, εφόσον επρόκειτο για μη προβλέψιμο αναφυλακτικό σοκ και εφόσον υπήρχε καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης αναισθησιολόγος, που μετά το σύμβαμα συνόδεψε την ασθενή στο ασθενοφόρο και μέχρι το νοσοκομείο, παρά την αντίθετη απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου.

Στο Πειθαρχικό Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων τα πράγματα είναι κατά πολύ χειρότερα, επιτείνονται δε από την ισχύουσα πειθαρχική νομοθεσία του ΕΣΥ. Σύμφωνα με αρθρ. 106 παρ. 1 και 2 Ν. 2683/1999, «1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο. 2. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, οι εντολές και οδηγίες όσο και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος και εκτός της υπηρεσίας ώστε να μην θίγεται το κύρος αυτής». Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αρθρ. 106 Ν. 2683/1999 απαιτείται α. πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, β. υπαιτιότητα του υπαλλήλου δηλ. δόλος ή αμέλεια και γ. ικανότητα προς καταλογισμό. Η παράβαση καθήκοντος, κατά τον Πειθαρχικό Κώδικα, δε στοιχειοθετεί καθαυτή ποινικό αδίκημα (ΣτΕ 786/1991) συνδυάζεται κατά κανόνα και εξειδικεύεται με το πειθαρχικό αδίκημα της ατελούς ή της μη εκπλήρωσης υπηρεσιακού καθήκοντος. Έτσι κρίθηκε ότι στοιχειοθετεί το αδίκημα του αρθρ. 106 Ν. 2683/1999 η χειρουργική επέμβαση από γιατρό του ΙΚΑ σε ιδιωτική κλινική, έστω και αν αυτή ήταν συμβεβλημένη με το ΙΚΑ (ΣτΕ 461/1996), η μη προσέλευση γιατρού ΙΚΑ για εκτέλεση του ωραρίου εργασίας του, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας εξέταζε ασθενή στο ιατρείο του (ΣτΕ 1687/1987). Η ιατρική αμέλεια δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάγεται στη στενή έννοια της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος του αρθρ. 106. Σύμφωνα με αρθρ. 107 παρ. 1 περ. στ’, πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως «Η αμέλεια, καθώς και η ατελής ή μη έγκυρη εκπλήρωση του καθήκοντος». Σύμφωνα με τη νομική θεωρία (Τάχος, Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο, 1991, 229 επ., Ναυπλιώτης, Πειθαρχικό Δίκαιο, 2003, 529 επ.) η αμέλεια, καθώς και η ατελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος απορρέει από την παραβίαση της παρεχόμενης στα αρθρ. 29 και 30 υποχρέωσης (σύμφωνα με αρθρ. 25 παρ. 1 Ν. 2683/1999 «ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και την νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών». Σύμφωνα δε με αρθρ. 27 παρ. 1 και 2 «1. Ο υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται εντός και εκτός της υπηρεσίας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης. 2. Ο υπάλληλος οφείλει κατά την άσκηση των καθηκόντων του να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους διοικούμενους και να τους εξυπηρετεί κατά την διεκπεραίωση των υποθέσεων τους.»). Η παλαιότερη νομοθετική πρόβλεψη του αντίστοιχου πειθαρχικού παραπτώματος ήταν διεξοδικότερη, αλλά κινήθηκε στα ίδια ερμηνευτικά πλαίσια. Έτσι, σύμφωνα με αρθρ. 131 παρ. 1 περ. ιβ’ Ν. 1811/1951, ετιμωρείτο «η ραθυμία, η αμέλεια, ως και η ατελής ή μη έγκαιρος εκπλήρωσης καθήκοντος». Η διατύπωση επαναλαμβάνεται και σε αρθρ. 206 παρ. 1 περ. ιβ’ Π.Δ. 611/1977. Για τη στοιχειοθέτηση του πειθαρχικού αδικήματος, απαραίτητη είναι, πέρα από τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, και η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου της υπαιτιότητας (ΣτΕ 2030/1976, 1669/1977, 2412/1989, 3910/1999, 1601/2000). Ας σημειωθεί ότι στην περίπτωση του άρθρου αυτού προστέθηκε και η λέξη «αμέλεια», η οποία, ουσιαστικά και νοηματικά ταυτίζεται με τη ραθυμία και την ατελή ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος. Ως παραδείγματα να αναφέρουμε περιπτωσιολογία γιατρών που καταδικάστηκαν λόγω «αμέλειας, ραθυμίας ή μη έγκαιρης εκπλήρωσης καθήκοντος», όπως μετάκληση από γιατρό-διευθυντή νοσοκομείου, χωρίς προηγούμενη αίτηση προς τη Διοίκηση, ιδιώτη αναισθησιολόγου, καθώς και η αντικανονική εισαγωγή μεγάλου αριθμού ασθενών που τοποθετήθηκαν στους διαδρόμους και η μη σύνταξη προγράμματος χειρουργείου (ΣτΕ 406/1972), η αντικανονική έκδοση συνταγών (ΣτΕ 1981/1990), άτακτη διαχείριση από μόνιμο αγροτικό γιατρό του αγροτικού ιατρείου με μισθοδοσία της συζύγου του ως δήθεν καθαρίστριας, υπερτιμολογήσεις αγοράς ειδών (ΣτΕ 4655/1987), η έκδοση από γιατρό του ΙΚΑ αυξημένου αριθμού συνταγών για ασφαλισμένο (ΣτΕ 3402/1987), η περιορισμένης διάρκειας απουσία γιατρού (ΣτΕ 373/2001), χορήγηση αναρρωτικής άδειας από γιατρό σε ασφαλισμένο ασθενή χωρίς να τον εξετάσει προσωπικά και χωρίς να ανήκει στην περιοχή του υποκαταστήματος ΙΚΑ που αυτός υπηρετεί (ΣτΕ 460/1984), η απαίτηση από γιατρό θεραπευτή ΙΚΑ αμοιβής (ΣτΕ 650/1987, 2597/1987 [το αδίκημα αυτό προβλέπεται ειδικότερα από αρθρ. 107 ιζ’, αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ο υπάλληλος, κοινώς «φακελάκι»]), παράλειψη από διευθυντή νοσοκομείου προφυλακτικών μέτρων για διασφάλιση μηχανημάτων του νοσοκομείου (ΣτΕ 2191/1980). Απαλλάχθηκαν γιατροί για μη έλεγχο λογαριασμών οδοντιατρικής περίθαλψης (ΣτΕ 4508/1984), για αναγραφή πολλών συνταγών εξαιτίας ανεπαρκούς νομογραφικού συστήματος (ΣτΕ 2378/1983), ιατρικές εξετάσεις μεγαλύτερου αριθμού χωρίς να έχουν λάβει χώρα εσφαλμένες διαγνώσεις ή θεραπείες ή άρνηση εξέτασης ασφαλισμένης, δεδομένου του ότι δεν επρόκειτο για επείγον περιστατικό (ΣτΕ 1211/1988) ενώ μειώνεται η ποινή αν η τέλεση του αδικήματος είναι μεμονωμένη και οφείλεται σε φόρτο εργασίας (ΣτΕ 4151/1996). Περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας που συνεπάγεται πρόστιμο είναι η από γιατρό χειρουργό που δεν επισκέφτηκε σοβαρά πάσχοντα ασθενή, ώστε να διαμορφώσει δική του υπεύθυνη γνώμη και αρκέστηκε σε τηλεφωνικές οδηγίες για παροχή φαρμακευτικής αγωγής μετά τηλεφωνική ενημέρωση από ειδικευμένο γιατρό (ΣτΕ 3466/1989). Επίσης, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε γιατρό για μη αναγραφή σε συνταγές οδηγιών λήψεως φαρμάκου (ΣτΕ 2378/1983).

Είναι φανερό ότι αυτή η «αμέλεια», που ταυτίζεται ή εννοιολογικά συνδέεται με τη «ραθυμία» και την «ατελή εκπλήρωση καθήκοντος», αποδίδει μάλλον ένα «έγκλημα», για την ακρίβεια πειθαρχικό αδίκημα συμπεριφοράς και όχι αποτελέσματος. [Σημ. Και η καθυστέρηση θέσης διάγνωσης ή επέμβασης θα μπορούσε να στοιχειοθετεί ιατρική αμέλεια αλλά μόνο αν υπολείπεται του απαιτούμενου μέτρου επιμέλειας του γιατρού. Εν πάση περιπτώσει όμως, και σε αυτή την περίπτωση δεν θα κάναμε λόγο για «ράθυμη» συμπεριφορά ή για «ατελή εκπλήρωση καθήκοντος», αλλά για ιατρική αμέλεια που οφείλεται σε εσφαλμένη διάγνωση λόγω καθυστέρησης ή σε καθυστερημένη έναρξη της επέμβασης].

Τη σύγχυση έρχεται να συμπληρώσει και το πειθαρχικό δίκαιο του ΕΣΥ (αρθρ. 77 Ν. 2071/1992, όπως τροποποιήθηκε με αρθρ. 39 παρ. 1 Ν. 2519/1997 και αρθρ. 10 παρ. 6 Ν. 3329/2005). Σύμφωνα με αρθρ. 77 παρ. 1 περ. δ’, στα πειθαρχικά αδικήματα των γιατρών του ΕΣΥ συμπεριλαμβάνεται και η «παράβαση κανόνων της ιατρικής δεοντολογίας». Στην ιατρική δεοντολογία δε νοείται μόνο το προϊσχύσαν Β.Δ. 25.5/6.7.1955, ή ο νέος Κ.Ι.Δ., Ν. 3418/2005, αλλά και ο ΑΝ. 1565/1939, αναβιώνει δηλαδή, για την ακρίβεια υπενθυμίζει ο νομοθέτης, το αρθρ. 29 ΑΝ. 1565/1939 που προηγουμένως αναλύσαμε, με το ζήλο, την ευσυνειδησία και την αφοσίωση. Σε αρθρ. 77 παρ. 3 Ν. 2071/1992 ορίζονται τα εξής: «Η διακοπή του δικαιώματος για υποβολή υποψηφιότητας για κατάληψη θέσεως ανωτέρου βαθμού μπορεί να επιβληθεί για τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 περιπτώσεις β’, γ’, δ’ και ε’ του άρθρου αυτού αδικήματα, καθώς και για τα ακόλουθα: τη χρησιμοποίηση της θέσης για την εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων ή τρίτων, την ατελή και μη έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων τους, την αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, την άρνηση ή παρελκυστική καθυστέρηση παροχής υπηρεσίας, τη μη πρέπουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, τους προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλους, τη μη έγκαιρη κατάρτιση εκθέσεων, ως και τη σύνταξη έκθεσης ουσιαστικών προσόντων από προϊστάμενο κριτή, χωρίς την επιβαλλόμενη αμεροληψία και αντικειμενικότητα, την παράβαση της εκ των κανόνων της ιατρικής δεοντολογίας επιβαλλόμενης εχεμύθειας, τη χρησιμοποίηση πληροφοριών τις οποίες έχουν από την υπηρεσία τους, για να αποκτήσουν όφελος οι ίδιοι ή τρίτοι, τη φθορά λόγω κακής χρησιμοποίησης, την εγκατάλειψη ή παράνομη χρησιμοποίηση πράγματος που ανήκει στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ.». Σύμφωνα με παρ. 7 του ίδιου άρθρου, ορίζονται τα εξής: «Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί για τα αδικήματα της παρ. 4 του άρθρου 207 του π.δ. 611/1977, τα αδικήματα της παρ. 1 περ. β’, γ’, δ’ του νόμου αυτού, για τα αδικήματα της χρησιμοποίησης θέσης για εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων ή τρίτων, της ατελούς ή μη έγκαιρης εκπλήρωσης των καθηκόντων τους, καθώς και για τα αδικήματα της παρ. 4 του άρθρου 207 του π.δ. 611/1977». Αυτό σημαίνει ότι η ατελής και μη έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων επισύρει, πέρα από τις βασικές ποινές, τη διακοπή του δικαιώματος για υποβολή υποψηφιότητας για κατάληψη θέσης ανώτερου βαθμού, αλλά και την ποινή της οριστικής παύσης. Ας σημειωθεί ότι η παρ. 7 του αρθρ. 77 χρησιμοποιείται κατά κόρον σε πειθαρχικές δίκες για ιατρική αμέλεια, παρά το ότι η παράγραφος αυτή δεν κάνει λόγο για ιατρική αμέλεια.

Η ιατρική αμέλεια αναφέρεται, από τη φύση της, σε «έγκλημα» ή αδίκημα που προϋποθέτει τρία στοιχεία: α. την αμέλεια (υπαιτιότητα, ποτέ όμως το δόλο), β. την επέλευση δυσμενούς αποτελέσματος στον ασθενή (ζημία), γ. τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ πλημμελούς συμπεριφοράς και δυσμενούς αποτελέσματος, μεταξύ αμέλειας και ζημίας. Πρόκειται για απαράδεκτη διεύρυνση της ιατρικής αμέλειας, αλλά και πρόσκρουση στα αρθρ. 8 και 20 Συντ., 4 παρ. 1 Συντ. (πρόσκρουση στην αρχή της ισότητας ως προς την ευθύνη έναντι των άλλων επαγγελμάτων), 5 παρ. 1 Συντ. (παρεμπόδιση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικής και οικονομικής ελευθερίας του γιατρού), αλλά και του αρθρ. 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το να αντιμετωπίζεται η ιατρική αμέλεια ως αδίκημα συμπεριφοράς, ενώ είναι αδίκημα εκ του αποτελέσματος.

Θα πρέπει να εφαρμοσθούν, όσον αφορά την ιατρική αμέλεια, από τα Πειθαρχικά Συμβούλια (Δ.Σ. νοσοκομείων, Πειθαρχικά Συμβούλια των ΔΗΠΕ, Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο) οι κανόνες και αρχές που εφαρμόζονται στο Ποινικό Δίκαιο και στην Ποινική Δικονομία. Αυτό επιτάσσει και το αρθρ. 108 Ν. 2683/1999 (εφαρμογή κανόνων και αρχών του Ποινικού Δικαίου). Θα εφαρμοσθούν, επομένως, υπέρ του γιατρού που διώκεται πειθαρχικά για ιατρική αμέλεια οι λόγοι αποκλεισμού της υπαιτιότητας, οι ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκόμενου, την πραγματική και νομική πλάνη, την επιείκεια υπέρ του πειθαρχικώς διωκόμενου, το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκόμενου.

Το πρόβλημα δεν είναι και τόσο θεωρητικό, αλλά και πρακτικό. Λ.χ. στο ποινικό δίκαιο δεν νοείται «αφηρημένη διακινδύνευση» και ο γιατρός δεν τιμωρείται για αυτό. Θα μπορούσε ο γιατρός να τιμωρηθεί για έκθεση (Π.Κ. 306) ή για παράλειψη από λύτρωση κινδύνου ζωής (Π.Κ. 307), αλλά κάνουμε λόγο για συμπεριφορά του γιατρού που δεν στοιχειοθετεί αυτά τα αδικήματα. Αν λοιπόν δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της Π.Κ. 306 ή Π.Κ. 307, δεν είναι ορθό να στοιχειοθετείται η διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 περ. στ’.

Βεβαίως πειθαρχικό και ποινικό δίκαιο δεν ταυτίζονται. Έχει χυθεί πολλή μελάνη για αυτό και είναι σίγουρο ότι η πειθαρχική ευθύνη είναι ευρύτερη της ποινικής. Όμως, για λόγους ισονομίας του δικαίου, η ίδια συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, θα πρέπει τότε μόνο να στοιχειοθετεί πειθαρχικό αδίκημα, όταν είναι ικανό να στοιχειοθετήσει ποινικό αδίκημα βάσει της Π.Κ. 302 (ανθρωποκτονίας από αμέλεια) ή των Π.Κ. 308 επ. (σωματικές βλάβες).

Πολλές φορές εκείνο που αγχώνει το γιατρό που κατηγορείται για ιατρική αμέλεια είναι το Ποινικό Δικαστήριο. Σε αυτό αποδίδει ιδιαίτερη σημασία ο δικηγόρος του, συνήθως ποινικολόγος. Είναι όμως βαρύτατο σφάλμα και για το γιατρό και για το νομικό να υποτιμούν αμφότεροι τα Πειθαρχικά Συμβούλια. Η πειθαρχική δίκη έχει τεράστια σημασία, η οποία πολλές φορές κρίνει την καριέρα του γιατρού, ιδίως του ΕΣΥ, λ.χ. οριστική παύση, σε σχέση με την ποινική δίκη, που συνήθως είναι (όταν είναι καταδικαστική) καταδίκη μερικών μηνών με αναστολή, συνήθως τριετή. Αν δεν προσέξει ο γιατρός την πειθαρχική δίκη μπορεί να βρεθεί εκτός ΕΣΥ και μάλιστα να έχει εναντίον του το πρόκριμα της καταδίκης του, η οποία θα διαδραματίσει ρόλο δίκην «δεδικασμένου», εν πάση περιπτώσει ένα μειονέκτημα στην ποινική δίκη, που συνήθως ακολουθεί. Και είναι σημαντικό να δοθεί η πρώτη γερή δικονομική και ουσιαστική μάχη στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό όργανο, γιατί κατόπιν είναι αμφίβολο αν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στα Διοικητικά Εφετεία μπορεί να υπάρξει ευμενές αποτέλεσμα.

Είναι φανερό από όλη την ανάλυση που προηγήθηκε ότι θα πρέπει να ισχύσουν δύο κανόνες: Το αρθρ. 24 Α.Ν. 1565/1939 θα πρέπει να διαβαστεί και ερμηνευθεί ως εξής: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει την ιατρική αυτού συνδρομήν συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης». Τα υπόλοιπα που αναγράφονται στο άρθρο είναι από περιττά έως επικίνδυνα αν ερμηνευθούν stricto sensu. Άλλως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το αρθρ. 24 Α.Ν. 1565/1939 έχει καταργηθεί από αρθρ. 2 παρ. 3 Ν. 3418/2005: «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης».

Στις περιπτώσεις που τα Πειθαρχικά Συμβούλια εξετάζουν υποθέσεις ιατρικής αμέλειας θα πρέπει να εξετάσουν το ζήτημα υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του ποινικού ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου και συγκεκριμένα να κρίνουν αν υπάρχει αμέλεια, βλάβη και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτών. Θα κρίνει αν ο γιατρός υπό τις περιστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει «όφειλε και ηδύνατο» να αποτρέψει το δυσμενές αποτέλεσμα. Θα εξετάσει αν ο γιατρός ενήργησε με το απαιτούμενο από το νόμο μέτρο επιμέλειας. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα κρίνει το γιατρό με τα διευρυμένα κριτήρια μιας «ράθυμης» ή «καθυστερημένης ως προς την εκπλήρωση καθήκοντός» συμπεριφοράς χωρίς εκτίμηση των παραμέτρων της αμέλειας, της ζημιάς και του αιτιώδους συνδέσμου.

Το παρόν άρθρο γράφτηκε με την ελπίδα και τη βεβαιότητα ότι η πειθαρχική νομολογία που θα διαμορφωθεί από εδώ και πέρα, τόσο από τα Πειθαρχικά Συμβούλια όσο και από τα Διοικητικά Δικαστήρια θα διέπεται, όσον αφορά στην ιατρική αμέλεια, από τις αρχές των κανόνων του ποινικού δικαίου και της προστασίας των δικαιωμάτων του πειθαρχικά διωκόμενου. Η προστασία δε αυτή επέρχεται όχι μόνο όταν τηρούνται όλες οι λοιπές δικονομικές διατάξεις που διαφυλάσσουν τα δικαιώματα του διωκόμενου, αλλά και όταν περιχαρακώνεται και δεν διευρύνεται υπέρμετρα η έννοια της ιατρικής αμέλειας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Λύτρας Σ., Το πειθαρχικό φαινόμενο στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο, 1989.

Μαθιουδάκις Μ./Β. Ανδρονόπουλος/Σ. Χατζηθεοδώρου, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, 1979.

Ναυπλιώτης, Γ., Πειθαρχικό Δίκαιο, 2003.

Πολίτης Χ., Ιατρικό Δίκαιο, 1999.

Σπηλιωτόπουλος Ε./Χ. Χρυσανθάκης, Βασικοί θεσμοί δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, 1993.

Τάχος ΑΙ., Δημόσιο-Υπαλληλικό Δίκαιο, 1991, 2η έκδ. 1996.

Τάχος ΑΙ./Ι.Λ Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, 1999, 2η έκδ.

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.

×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.