έλεος!!!!!
https://el.wiktionary.org/wiki/αυτεπάγγελτα
αυτεπάγγελτος -η -ο [aftepángeltos] Ε5 : (νομ.) για ενέργεια δικαστικής αρχής που γίνεται χωρίς να το ζητήσει ένα άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Aυτεπάγγελτη επέμβαση του εισαγγελέα, που γίνεται χωρίς να προηγηθεί μήνυση ή αίτηση από πολίτη. || (ως ουσ.) το αυτεπάγγελτο, χαρακτηρισμός του τρόπου διεξαγωγής μιας δίκης που γίνεται αυτεπάγγελτα. || (στρατ.) αυτεπάγγελτη αποστρατεία, που γίνεται αναγκαστικά και χωρίς να απαιτείται καμιά ιδιαίτερη διαδικασία (αίτηση, απόφαση συμβουλίου κτλ.). αυτεπάγγελτα & (λόγ.) αυτεπαγγέλτως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτεπάγγελτο: Οι δικαστικές αρχές μπορούν να απαγορεύσουν ~ την προβολή άσεμνης ταινίας.
[λόγ. < αρχ. αὐτεπάγγελτος `με τη θέλησή του΄· λόγ. < ελνστ. αὐτεπαγγέλτως]