Jump to content

[TAINIOKΡΙΤΙΚΗ] Manderlay


Remy Fincher

Recommended Posts

"Manderlay" emstar emstar emstar emstar emstar

Του Λαρς Φον Τρίερ

Με τους Μπράις Ντάλλας Χάουαρντ, Ντάνυ Γκόβερ, Λορίν Μπακόλ, Γουίλλεμ Νταφόε, Κλόε Σεβινύ, Ζαν Μαρκ Μπαρ, Τζέρεμυ Ντέηβις, Τζων Χερτ κ.α.

Λίγο μετά τα γεγονότα του Ντόγκβιλ, η Γκρέις (Χάουαρντ), ο μαφιόζος πατέρας της (Νταφόε) και η συνοδεία τους φτάνουν έξω από το Μάντερλεϋ, μια βαμβακοφυτεία της Αλαμπάμα, όπου- προφανώς- ισχύει ακόμη η δουλεία για τους νέγρους εργάτες κάτω από το καθεστώς του "Νόμου της Μαμάς" (Μπακόλ). Η Γκρέις επιβάλλει με τα όπλα την ανατροπή, αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες να παραχωρήσουν τη γη στους σκλάβους και να δουλεύουν οι ίδιοι κάτω από άθλιες συνθήκες, ενώ εκείνη θα προϊστατο για την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής κοινότητας...

Θεωρώ το "Ντόγκβιλ" την καλύτερη ταινία του 2003. Ο μόνος λόγος για τον οποίο το "Μάντερλεϋ" δεν επιτυγχάνει το ίδιο για το 2005, είναι όχι γιατί είναι σε κάτι κατώτερο από τον προκάτοχό του, αλλά γιατί φέτος ευτυχήσαμε να δούμε αξιολογότερες και πιο σημαντικές ταινίες και από τα δύο.

Πριν από τρία χρόνια λοιπόν, ο Τρίερ κατόρθωσε να αποσυνθέσει με ένα μηδενιστικό και ανελέητο τρόπο την εικόνα της φιλήσυχης, ειρηνικής και "ανθρώπινης" americana, παραδίδοντας ένα θαυμάσια πρωτότυπο σε εικονοπλαστική και μη σύλληψη έργο, μια βίαιη και διεστραμμένη εκδοχή της "Μικρής Μας Πόλης". Τώρα προχωρά ένα βήμα παραπέρα, αγγίζοντας θέματα όπως η δουλεία, ο ρατσισμός, η αποδοχή των μαύρων από τους λευκούς Αμερικανούς, πάνω από όλα όμως, η δημοκρατία, οι αρχές και οι αξίες της, τις οποίες η Αμερική (υποκρίνεται κατά τον Τρίερ ότι) σθεναρά προτάσσει και υπερασπίζει.

Σε ένα πρώτο επίπεδο το "Μάντερλεϋ" μοιάζει με τη "Φάρμα των Ζώων". Η ιδεαλίστρια ηρωίδα απελευθερώνει τους νέγρους σκλάβους από τα δεσμά και τα βασανιστήριά τους, το πετυχαίνει όμως με πραξικόπημα. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει αξίες όπως η ελευθερία του λόγου και της επιλογής, οι δημοκρατικές διαδικασίες, ο νόμος της πλειοψηφίας, η κοινοκτημοσύνη, απαιτεί όμως όλοι ανεξαιρέτως να παρίστανται στα πολύτιμα αυτά "μαθήματά" της. Όταν τα πράγματα σκουραίνουν και οι νεοφώτιστοι πολίτες απαιτήσουν δικαιοσύνη, και πάλι το λόγο θα έχουν τα όπλα. Στο τέλος η Γκρέις θα βρεθεί εκεί από όπου ξεκίνησε, εγκλωβισμένη σε ένα "ρόλο" που απεχθάνεται και από τον οποίο θα τρέξει μακριά με την ουρά στα σκέλια.

Από μια άλλη, βαθύτερη σκοπιά η ταινία είναι μια σαρδόνια σάτιρα της εμμονής του Δυτικού με την προάσπιση των δημοκρατικών αρχών, αν όχι με τη δημοκρατία την ίδια. Παρουσιάζει μια κοινότητα που μετά την "απελευθέρωσή" και τον "εκδημοκρατισμό" της αρχικά παραλύει και έπειτα χάνει την ταυτότητά της, κλονίζεται, αποδομείται για να οδηγηθεί τελικά στην ολοκληρωτική κατάρρευση. Με μικρές σποραδικές εξάρσεις παράνοιας αλλά κυρίως με την ανατροπή του φινάλε, ο Τρίερ αποδεικνύει πως στην περίπτωση του Μάντερλεϋ- και του κάθε Μάντερλεϋ- ο ολοκληρωτισμός δεν ήταν απόρροια ρατσισμού ή απανθρωπιάς όπως ήθελε να πιστεύει η αφελέστατη Γκρέις, αλλά ήταν θέμα διατήρησης, όχι της τάξης και της ασφάλειας, αλλά μιας ισορροπημένης συμβίωσης. Η αυστηρότητα και η τιμωρία ήταν ζωτική για τους σκλάβους, διότι τους προστάτευε από την "κόλαση" της ανεξαρτησίας, της υπευθυνότητας, της αυτοδυναμίας που η αυτονόητη για τους λευκούς ελευθερία θα τους έφερνε.

"Θα σε πάω σε ένα μέρος σκοτεινό, τρομακτικό και θα σε αφήσω εκεί. Να ξέρεις όμως, ότι θα είμαι σύντομα πίσω να σε πάρω". Αυτό έλεγε στην νεαρή πρωταγωνίστρια ο Δανός σκηνοθέτης κατά τη διάρκεια των επεισοδιακών γυρισμάτων (θα έχετε ίσως ακούσει την ιστορία με το γάιδαρο) και αυτό έκανε, όπως διαβεβαιώνει η ίδια στη συνέντευξή της στο ολιγόλεπτο EPK που περιλαμβάνεται στο DVD. Δεν κάνει όμως το ίδιο και για την ηρωίδα του: ο από μηχανής Θεός που έσπειρε θύελλες αιματηρής εκδίκησης και κάθαρσης στο ορεινό χωριό δε θα σώσει αυτή τη φορά τη Γκρέις, που θα πρέπει να βασιστεί στις δυνάμεις της πλέον (και τα πόδια της) για να ξεφύγει από το νέο εφιάλτη στον οποίο η ξεροκεφαλιά της την έβαλε.

Για μια ταινία εξωφρενικά (για ορισμένους εξοργιστικά) λιτή, με τα σκηνικά να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα, το "Μάντερλεϋ" έχει μια αλλόκοτη ομορφιά, ίσως για τα θεατρικώς στημένα κάδρα και τα δεξιοτεχνικά aerial πάνω από τη φυτεία. Πέρα από ευφυής εικονοπλάστης ο Τρίερ είναι και ικανότατος σεναριογράφος, όχι τόσο για τους διαλόγους, όσο για την αφήγηση της ιστορίας του. Αυτή είναι στιβαρή, συμπαγής, πλούσια, σχεδόν λογοτεχνική: δια στόματος Τζων Χερτ μάλιστα ακούγεται λες και κάποιος σου διαβάζει Ντίκενς μπροστά στο τζάκι. Η επιλογή του καστ είναι- και πάλι- εξαιρετική, αφού όλοι

από τον Γκλόβερ μέχρι τον Νταφόε κάνουν υπέροχη δουλειά, η δε ερμηνεία της Χάουαρντ δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από αυτήν της Κίντμαν.

Το σινεμά του Τρίερ και δη το απαιτητικό "Μάντερλεϋ" δεν είναι για όλα τα γούστα, μια ταινία όμως τόσο ειλικρινά και αυθεντικά προκλητική αξίζει την προσοχή σας, έστω κι αν δε συμφωνήσετε με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει...

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Παρολο που ο σκηνοθετης και ο σεναριογαρφος κρατησαν το ονομα της κεντρικης ηρωιδας ιδιο ως το νημα που ενωνει τις πρωτες δυο ταινιες από την αμερικανικη τριλογια του Τριερ, προσωπικα προτιμω να δω το Manderlay ως μια αυτοτελη ταινια μιας συγκερκιμενης θεματικης ενοτητας.

Εικαστικα κινειται στα ιδια μονοπατια με το Dogville. Θεατρικη οικονομια, σεναριο ελλιπτικο, παιχνιδιαρικο. Χαρακτηρες πολυδιαστατοι. Παιχνιδια με το φως και το σκοταδι. Μια κεντρικη ηρωιδα που παρολη την εξυπναδα και την καλοσυνη της, συμπεριφερεται σαν κακομαθημενο παιδι. Περα από αυτά όμως δεν είναι πολλα εκεινα που συνδεουν τα δυο φιλμ. To Dogville ηταν μια πιο οικομενικη ταινια πανω στην εκμεταλλευση ανθρωπου από ανθρωπο με εντονο το στοιχειο της πρωτοτυπιας. Μικρες εκπληξεις διαδεχονταν η μια την άλλη με τη δραματικη ειρωνια να κορυφωνεται στο καθηλωτικο φιναλε.

Εδώ, αντιθετα, ο θεμελιος λιθος πανω στον οποιο οικοδομειται η πλοκη είναι ένα βαθεια αμερικανικο θεμα:η δουλεια. Εβδομηντα χρονια μετα την καταργηση της στο απομερο Manderlay μια Οικογενεια λευκων συνεχιζει να εκμεταλλευεται ανθρωπινες ζωες χωρις τυψεις. Η γλυκεια Γκρεις με την ορμη των εικοσι της χρονων ερχεται να τους απελευθερωσει και στη συνεχεια να τους μαθει να ζουν ως αυτονομοι, ελευθεροι ανθρωποι. Σε μια αντεστραμμενη μορφη αρχαιοελληνικης τραγωδιας οι θεατες μαθαινουν σιγα σιγα, οσο πλησιαζουμε στο αναμενομενο τελος, την αληθεια που οι ηρωες ηδη γνωριζουν απ την αρχη. Ο κυκλος κλεινει και ο καθενας (παρα)μενει στη δικη του προσωπικη φυλακη.

Ένα μαγευτικο δημιουργημα ενός από τα πιο ταλαντουχα-ανωριμα παιδια του ευρωπαικου κινηματογραφου. Προκαλει με την δηθεν ελαφροτητα με την οποια χειριζεται τα θεματα του. Όμως αν επιχειρησουμε να ξεμακιγιαρουμε την ταινια αφηνοντας στην ακρη τα λιτα σκηνικα (όπως εξυπνα ο Τριερ τους αφαιρει την δυναμη που ειχαν στο Dogville), τα φανφαρονικα λογια για τους μαυρους της Αμερικης, την εικονα του καλου Σαμαρειτη (που εδώ ξρερουμε πως ουτε πολύ καλος είναι και σιγουρα όχι Σαμαρειτης)…..τι μενει?

Η αποκαλυψη πως το χυδαιοτερο εγκλημα δεν είναι ουτε το μαστιγωμα, ουτε η δουλεια, ουτε ο εξαναγκασμος, αλλα το ότι οι λευκοι καταφεραν να "πεισουν" τους μαυρους να τα δεχτουν όλα αυτά ως απολυτως φυσιολογικα και τελικα να τα μετουσιωσουν στην απολυτη ΕΥΤΥΧΙΑ.

Το θεμα βεβαια ακομα προκαλει «σεισμο» στην Αμερικανικη πραγματικοτητα. Ενδεικτικο είναι ότι εννια στους δωδεκα μαυρους πρωταγωνιστες είναι Βρετανικης καταγωγης. Τα λογια του Antony Lane (The New Yorker) :

The result is numbing and infuriating, not least because you can imagine it becoming addictive. The one thing that snaps you awake is the shuddering energy of David Bowie's "Young Americans," sung over the final credits. John Hurt narrates in style.

δε μπορουν παρα να μας κανουν να χαμογελασουμε.

emstar emstar emstar emstar/5! :P

Link to comment
Μοιράσου σε άλλους δικτυακούς τόπους

Archived

This topic is now archived and is closed to further replies.

×
×
  • Δημιουργία νέας...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.